Μια ταινία ξεκινά από τον τίτλο της. Captain America εσείς, Captain Fantastic εμείς.
Μια χίπικη αλληγορία, ένα δριμύ κατηγορώ στον δυτικό τρόπο ζωής, στους ανθρώπους του σήμερα και τις συνήθειές τους.
Ο Ματ Ρος, ένας έμπειρος ηθοποιός, μπαίνει για δεύτερη φορά πίσω από την κάμερα και πατώντας στο δικό του εξαιρετικό σενάριο καταφέρνει κάτι που άλλοι, πολύ πιο έμπειροι απ’ αυτόν κινηματογραφιστές, δεν κατάφεραν ποτέ. Σε κάνει να συζητάς – και να γράφεις – γι’ αυτό που μόλις είδες. Υπέρμαχοι και πολέμιοι της «στρατευμένης» τέχνης βρίσκουν εδώ ακόμα μία ευκαιρία για διαξιφισμούς. Το θέμα της ταινίας είναι αυτό που εγείρει τις συζητήσεις – η ερώτηση «είναι καλή η ταινία;» περνάει σε δεύτερη μοίρα.
Υπόθεση
Ο Μπεν (ένας καταπληκτικός Βίγκο Μόρτενσεν) ζει μαζί με τη Λέσλι και τα έξι παιδιά τους μακριά από τον πολιτισμό. Μέσα στο δάσος. Όχι όμως κάπου στο παρελθόν, αλλά στο σήμερα. Εκεί έχει αναλάβει το σπουδαιότερο των έργων. Να διδάξει σε έξι νέους ανθρώπους, τα παιδιά του, όσα αυτός θεωρεί ότι πρέπει να ξέρουν. Η εκπαίδευση περιλαμβάνει ορειβασία, κυνήγι, ασκήσεις μάχης και πολύ, μα πολύ, διάβασμα. Όταν η μητέρα πεθαίνει, ο Μπεν και τα παιδιά κάνουν το ταξίδι προς τον πολιτισμό. Έρχονται σε επαφή με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Με όλους εμάς.
Με χιούμορ και συναίσθημα, ο Ρος οδηγεί τον ήρωά του πίσω στον κόσμο από τον οποίο αποφάσισε να ξεφύγει. Ο Μπεν έρχεται αντιμέτωπος με την κριτική των υπολοίπων σχετικά με τον τρόπο ζωής του και τον τρόπο με τον οποίο ανατρέφει τα παιδιά του. Άλλοτε αντιδρά και υπερασπίζεται με πάθος ιδέες και πρακτικές και άλλοτε αμφιβάλλει και ο ίδιος για το αν κάνει σωστά. Όπως κάθε πατέρας δηλαδή.
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=D1kH4OMIOMc]
Δύο κόσμοι
Η ταινία είναι υπερβολική, θα πει κάποιος. Το story, οι ήρωες, τα πάντα. Όντως. Βλέπουμε τα παιδιά να σκοτώνουν με τα χέρια τους ζώα, να τρέμουν από το κρύο ως μέρος της εκπαίδευσής τους, ακόμα και να τρώνε την καρδιά ενός ελαφιού. Να γιορτάζουν τη μέρα του Νόαμ Τσόμσκι (ενός από τους μεγαλύτερους εν ζωή διανοητές) και όχι τα Χριστούγεννα, να συζητούν τις διαφορές τροτσκισμού και μαοϊσμού, να διαβάζουν βιβλία που και ενήλικες δυσκολεύονται να κατανοήσουν και άλλα πολλά. Υπερβολές.
Ο κόσμος αυτός που έχει φτιάξει ο Μπεν θα συναντήσει τον κόσμο μας. Τον κόσμο της αδερφής του, τον κόσμο του πεθερού του. Τον φυσιολογικό κόσμο της εποχής μας. Τον κόσμο που τρώει συνθετικά σκουπίδια, που περνάει τη μέρα του μπροστά σ’ έναν υπολογιστή, που λέει ψέματα στα παιδιά του για να μην τα πληγώσει, που δουλεύει για να καταναλώνει και καταναλώνει για να δουλεύει. Αυτές δεν είναι υπερβολές? Όχι, βέβαια. Τις αποδέχονται και τις ακολουθούν όλοι, άρα δεν είναι.
«Παντού, από τη λαϊκή κουλτούρα μέχρι το προπαγανδιστικό σύστημα, υπάρχει μια συνεχής πίεση να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι είναι άσχετοι και ότι ο μοναδικός τους ρόλος είναι να υποστηρίζουν αποφάσεις και να καταναλώνουν». – Νόαμ Τσόμσκι.
Τα παιδιά του Μπεν κυνηγούν τα ζώα στο δάσος για την τροφή, την ένδυση κτλ. Τα ξαδέρφια τους σκοτώνουν ανθρώπους και τέρατα στο ψηφιακό κόσμο και τρώνε νεκρά ζώα που κάποιος άλλος σκότωσε. Τα παιδιά του Μπεν γνωρίζουν ότι η μητέρα τους αυτοκτόνησε λόγω ψυχικών διαταραχών, τα ξαδέρφια τους μαθαίνουν απλώς ότι ήταν πολύ άρρωστη. Τα παιδιά του δάσους διδάσκονται μουσική, φιλοσοφία, επιστήμη και διαβάζουν τα μεγαλύτερα έργα της λογοτεχνίας, την ίδια ώρα που τα ξαδέρφια τους δεν αποχωρίζονται τα κινητά τους ούτε την ώρα του φαγητού και παρότι πηγαίνουν καθημερινά στο σχολείο, δε θυμούνται τίποτα, ούτε έχουν αναπτύξει κριτική ικανότητα. Απλώς διεκπεραιώνουν το ρόλο τους μέχρι να πάρουν τη θέση των γονιών τους.
Ποιος κόσμος είναι ο υπερβολικός? Του Νόαμ Τσόμσκι ή της Καρντάσιαν?
Ένα όμορφο λάθος
Προς το τέλος της ταινίας, ο Ρος μάλλον συνειδητοποιεί ότι πρέπει να κόψει και εισιτήρια και ψάχνει για έναν συμβιβασμό. Ότι ναι μεν ο Μπεν έχει τα δίκια του, αλλά – όπως τον βάζει να λέει – το παράκανε. «Όλα ήταν ένα όμορφο λάθος», μονολογεί ο πρωταγωνιστής.
Είναι πράγματι ο Μπεν ένας πεισματάρης αναχωρητής που αδιαφορεί για την πραγματικότητα, ένας αυταρχικός πατέρας? Τα παιδιά του μπορεί να είναι πραγματικά θαύματα, δεν παύουν όμως να είναι παιδιά. «Αν δεν είναι κάτι γραμμένο σε βιβλίο, δεν το ξέρω!» επαναστατεί ο μεγάλος γιος, όταν ερωτεύεται μια κοπέλα της ηλικίας του και προσπαθεί – μάταια – να επικοινωνήσει μαζί της.
Απομονωμένος μπορεί να ζήσει κάποιος όταν έχει γνωρίσει και τον άλλο κόσμο, τον έχει απορρίψει και έχει συνειδητά αποφασίσει τι θέλει. Τα παιδιά όμως δεν δικαιούνται να γνωρίζουν και την άλλη πλευρά? Πώς αποφασίζει κάποιος ερήμην τους? Πώς τα εκθέτει σε κινδύνους μόνο και μόνο για να τα φτιάξει «καθ’ ομοίωση»?
Τα παιδιά ωστόσο τον στηρίζουν. Τα παιδιά ξέρουν. Και ο Μπεν κοιτάει έξω από το παράθυρο κι αναρωτιέται. Τι μπορεί να κάνει και κυρίως ποιο είναι το σωστό. Είμαστε μαζί του. Γιατί τα όμορφα λάθη δεν τα μετανιώνεις ποτέ.
Ο κάπταιν Φαντάστικ δεν μπορεί παρά να ενοχλήσει. Όχι μόνο τους μικροαστούς (αυτό δεν είναι δα και κάτι το δύσκολο), αλλά όλους όσους πιστεύουν ακόμα σε –ισμούς. Όλους όσους βλέπουν την ταινία αναφωνώντας : «υπερβολές!».
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=3rdNdzzVkUU]
Κοινοποιήστε: