-Γιατί είναι τόσο γκρίζα τα πρόσωπά τους, θέλησε να μάθει η Μόμο καθώς συνέχισε να τους κοιτάζει.
-Γιατί ζούνε από κάτι το νεκρό, απάντησε ο μαστρο-Ώρας. Το ξέρεις πια πως τρέφονται με το χρόνο της ζωής των ανθρώπων. Αυτός ο χρόνος όμως πεθαίνει μ’ όλη τη σημασία της λέξης όταν τον αρπάζουν από τους πραγματικούς τους ιδιοκτήτες. Κι αυτό γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του χρόνο. Κι ο χρόνος μένει ζωντανός μόνο εφόσον ανήκει πραγματικά σε κάποιον άνθρωπο.
Μόμο, 1972, Μιχαήλ Έντε
Μπορούμε να κλέψουμε τον χρόνο όπως οι Γκρίζοι κύριοι στο μυθιστόρημα του Μιχαήλ Έντε; Μπορούμε να αλλάξουμε με το έτσι θέλω την Ιστορία και το παρελθόν; Τα σημαίνοντα των ημερών δείχνουν ότι όχι μόνο μπορούμε να διαγράψουμε με την κιμωλία κάθε γνώση και αξία που μας έχει προσφερθεί από το παρελθόν αλλά και να επιβάλουμε έτσι θεληματικά χωρίς να λογοδοτούμε σε κανένα τη βούλησή μας. Οι ζωντανοί έχουν το πλεονέκτημα απέναντι στους πεθαμένους και τους αγέννητους.
Η ιδέα που έχουμε για την Ιστορία επιδρά με καθοριστικό τρόπο στη διαμόρφωση της αντίληψης που φτιάχνουμε για τους εαυτούς μας και τον κόσμο. Καθώς η Ιστορία αποτελεί μέγεθος που μεταβάλλεται στον χρόνο, είναι εύλογο να αναρωτιόμαστε αν όντως διαπλάθει τον κόσμο ή αποτελεί την αντανάκλαση της εντύπωσης που έχουμε για αυτόν και τους εαυτούς μας. Κατά τον καθηγητή Αύγουστο Μπαγιόνα, η Ιστορία μπορεί να αφορά τη βούληση και τις πράξεις που επιτελέστηκαν από συγκεκριμένους ανθρώπους σε μια ορισμένη χρονική στιγμή και σε ένα συγκεκριμένο τόπο ή να αφορά τη γνώση που διαθέτει ο ιστορικός για τις πράξεις αυτές[1]. Λέγοντας ότι ο ιστορικός έχει «γνώση», εννοούμε ότι έχει σχηματίσει μια αξιολογική κλίμακα εννοιών και εικόνων από τις πληροφορίες που διαθέτει για ορισμένες πράξεις και τα αποτελέσματά τους. Έτσι ο όρος Ιστορία αποκτάει δύο σημασίες: μπορεί να σημαίνει περιγραφή πράξεων και μπορεί να σημαίνει αξιολόγηση των πράξεων αυτών.
Από την πρώτη εντύπωση οι σημασίες αυτές φαίνεται να μοιάζουν διαφορετικές, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι, και τα όρια που τις ξεχωρίζουν είναι τις περισσότερες φορές δυσδιάκριτα. Η πραγμάτωση μιας πράξης μπορεί να αποτελεί ένα αμετάβλητο και τετελεσμένο γεγονός. Η γνώση μας όμως γι’ αυτή τη πράξη μεταβάλλεται, όχι μόνο από τις πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας για το ίδιο το γεγονός, αλλά και από την εικόνα που δημιουργούμε για το ίδιο και την ερμηνεία που του αποδίδουμε. Κατ’ αυτό τον τρόπο η αξιολόγηση μιας πράξης παίρνει τα χαρακτηριστικά της ίδιας της πράξης που αξιολογεί και γίνεται η ίδια πράξη, συμμετέχοντας και καθορίζοντας το τελικό προϊόν της Ιστορίας. Όπως κάθε πράξη προϋποθέτει μια αξιολόγηση για να πραγματωθεί, ή αποτελεί η ίδια ένα είδος αξιολόγησης, έτσι και η ιστορική αξιολόγηση δημιουργεί τελικά δράση και αποτελεί μια αυτούσια πράξη από μόνη της.
Επάνω στην έκταση του ορίζοντα αυτού η ιστοριογραφία ανέπτυξε δύο βασικές κατευθυντήριες θέσεις. Η πρώτη, αυτή της απολυτοκρατίας, διατείνεται πως το πρόβλημα της γνώσης της Ιστορίας συνίσταται στην ανακάλυψη και τον προσδιορισμό των καθολικών – κανονιστικών αρχών των αιτιών που καθορίζουν και διέπουν τα γεγονότα. Σύμφωνα με τη θέση της απολυτοκρατίας, έργο της επιστημονικής ιστοριογραφίας είναι η λογική εξήγηση και ο καθορισμός των αρχών αυτών χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει ποτέ γεγονότα. Η δεύτερη, αυτή της συντυχιακότητας, προήλθε ως αντίδραση στον κίνδυνο να συστηματοποιηθεί η ιστοριογραφία σε μια ενιαία και καθολική εφαρμογή της Ιστορίας, και να παράξει έτσι σχέσεις γνώσης/εξουσίας. Σύμφωνα με τη θέση για τη συντυχιακότητα της Ιστορίας, κάθε κατανόηση και αξιολόγηση για τα ιστορικά γεγονότα είναι δέσμια στο δικό της παρόν και αντιστοιχεί στο πλαίσιο αναφοράς της εποχής της, το οποίο και την καθορίζει αποφασιστικά. Κατέληξε έτσι να αμφισβητηθεί πλήρως η ιδέα ότι υπάρχει «ιστορική διαδικασία», και να θεωρηθεί ότι αυτή αποτελεί ένα «κουβάρι χωρίς νόημα», ή ακόμα πως δεν υπάρχει τελικά «ιστορική διαδικασία».
Όπως στο μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Italo Calvino, La Città Invisibile (Αόρατες Πόλεις)2, ο ήρωας (Μάρκο Πόλο) αναφέρεται πάντοτε στην ίδια πόλη (Βενετία) σε κάθε φανταστική αφήγηση των διαφορετικών πόλεων που περιγράφει στον ακροατή του (Κουμπλάι Χαν), έτσι και η θέση για τη συντυχιακότητα του κόσμου δίνει περισσότερο βάρος στο σχήμα της αφήγησης που εξιστορεί τα γεγονότα παρά στον αληθινό τους χαρακτήρα∙ με αποτέλεσμα η Ιστορία να μετατρέπεται σε ένα «κουβάρι αόρατων συμβάντων» που τα αφηγούμαστε κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο αναλόγως το ιστορικό πλαίσιο με το οποίο είμαστε δεμένοι. Ο ιστορικός σχετικισμός έδωσε έτσι μια νέα προσέγγιση για τον σχηματισμό και τη λειτουργία της Ιστορίας υποστηρίζοντας ότι τα πραγματικά γεγονότα είναι εντελώς ξένα προς την περιγραφή τους. Δε χρειάζεται φαντασία για να αντιληφθεί κανείς ότι η λογική συνέπεια ενός τέτοιου συλλογισμού οδηγεί στην οριστική άρνηση των γεγονότων, ενδεχομένως και της ίδιας της Ιστορίας.
Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο να εξοβελίσουμε κάθε ελπίδα για αντικειμενική αξιολόγηση της Ιστορίας; Κάθε άλλο. Πολλά από τα γεγονότα που τα θεωρούμε Ιστορία είναι αυταπόδεικτα χωρίς καν να χρειαζόμαστε επαρκείς πληροφορίες για να τα κατοχυρώσουμε ως αληθινά. Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι η βεβαιότητα που έχουμε για την παρουσία μας σε αυτό τον κόσμο. Γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, ή πάρα πολύ λίγα, για την ιστορία της ανθρωπότητας μέχρι την εμφάνιση των «λαών με ιστορία»: είναι παράλογο όμως να αρνηθούμε την ύπαρξή της. Αυτό που φαίνεται τελικά να είναι το πρόβλημα, δεν είναι τόσο η βεβαιότητα για την ύπαρξη της Ιστορίας – πρόκειται για ένα αισθητό φαινόμενο ακριβώς όπως η ίδια μας η παρουσία. Αυτό που αποτελεί το ζήτημα είναι η αξιολόγησή της. Το ερώτημα δηλαδή σε ποιο βαθμό μια σύγχρονη γνώση μπορεί να είναι απαλλαγμένη από τις προσδοκίες και τον υποκειμενισμό της δικής της εποχής, και αν μπορεί τελικά να υπάρξει Ιστορία χωρίς αξιολόγηση.
Το πρόβλημα φαίνεται πως ήταν γνωστό στον ιστορικό Νίκο Σβορώνο, ο οποίος δεν είχε καμμία αμφιβολία ότι η Ιστορία, και ο προβληματισμός που γίνεται επάνω στα συμπεράσματά της, έχει πάντοτε αφετηρία του τα προβλήματα της εκάστοτε εποχής3. Η Ιστορία είναι η κατανόηση του παρελθόντος από την σκοπιά του παρόντος. Η ιστοριογραφία υπακούει στην ανάγκη του ιστορικού να ανταποκριθεί στις αναζητήσεις της κοινωνίας και της εποχής του4. Τίθεται λοιπόν το πρόβλημα για τους σύγχρονους ιστορικούς να κρίνουν τις κοινωνίες άλλων εποχών χωρίς να κάνουν χρήση των αξιολογικών κριτηρίων της δικής τους εποχής. Σύμφωνα με την έκφραση του Leo Strauss αποτελεί κοινοτοπία να πει κανείς σήμερα ότι: «ο κοινωνικός επιστήμονας δεν πρέπει να κρίνει με τα μέτρα της κοινωνίας του άλλες κοινωνίες εκτός από τη δική του. Να θεωρεί καύχημα πως δεν εγκωμιάζει, ούτε κατηγορεί, αλλά κατανοεί»5. Καθήκον της ιστοριογραφίας είναι λοιπόν να διακρίνει ανάμεσα στην κατανόηση και την αξιολόγηση.
Όμως στο σημείο αυτό δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Ιστορική κατανόηση σημαίνει καταρχάς αξιολόγηση, και χωρίς αξιολόγηση είναι αδύνατο η Ιστορία να κατανοηθεί επαρκώς. Εφόσον τα ιστορικά γεγονότα είναι τα ίδια πρωτίστως φορείς αξιολογικών κρίσεων -περί δίκαιου και άδικου, καλού και κακού, σωστού και λάθους- η απόρριψη των αξιολογικών κρίσεων θέτει σε κίνδυνο την ίδια μας τη δυνατότητα να τα κατανοήσουμε στην ολότητά τους∙ θέτει άρα σε αμφιβολία την ικανότητά μας να είμαστε πλήρως αντικειμενικοί. Πέραν τούτου η επιστημονική ιστοριογραφία προϋποθέτει τη διάκριση ανάμεσα σε σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα. Το τι είναι όμως «σημαντικό γεγονός» ορίζεται είτε από το πρόσωπο που μεσολαβεί στην καταγραφή της ιστορίας είτε από τη μεθοδολογία που του επιβάλλεται να ακολουθήσει. Τότε όμως εμφανίζονται περαιτέρω προβλήματα γύρω από τον τρόπο που ορίζεται ένα «σημαντικό γεγονός». Επάνω σε αυτό το σημείο έχουν γίνει κατά το παρελθόν πολλές διαφορετικές προτάσεις, όχι όλες απαραίτητα σύμφωνες μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση το κριτήριο της αξιολόγησης του «σημαντικού γεγονότος» καθορίζεται από το πρόσωπο του ιστορικού, και αυτό είναι πάντα ένα πρόσωπο που ζει και σκέφτεται με τους όρους της δικής του εποχής. Τελικά αρκεί ένας ιστορικός να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένα γεγονός είναι «σημαντικό» για να δεχτούμε ότι είναι πραγματικά σημαντικό. Όμως έτσι δεν ερμηνεύουμε τα γεγονότα με τη σημασία που τους έδωσαν οι σύγχρονοί τους, αλλά με βάση τα δικά μας αξιολογικά κριτήρια που καθιστούν ένα γεγονός να είναι σημαντικό.
Είπαμε ότι σύμφωνα με τη θέση της συντυχιακότητας δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική διάκριση μεταξύ «σημαντικών» και «μη σημαντικών» γεγονότων, και αυτό γιατί η αντίληψη της δικής μας εποχής στέκεται εμπόδιο στην κατανόηση των «άλλων». Προκύπτει τότε το ερώτημα πώς είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τη δική μας εποχή, αν αδυνατούμε να κατανοήσουμε τις εποχές στις οποίες οφείλουμε την ύπαρξή μας; Κινδυνεύουμε έτσι να ανασκευάζουμε διαρκώς την Ιστορία με όρους που προκύπτουν ουσιαστικά από το μηδέν. Εφόσον οποιαδήποτε ιστορική καταγραφή συνεπάγεται την αλλοίωση του αντικειμένου της, πιθανόν ο ασφαλέστερος τρόπος για να αποφεύγαμε την αντίφαση να ήταν η σιωπή. Τότε όμως ο κόσμος θα γινόταν όχι μόνο μουγκός αλλά και τυφλός, και θα στερούταν τόσο από αφετηρία όσο και προορισμό. Το αδιέξοδο που γεννάει ο σχετικισμός των ημερών μας βοηθάει τουλάχιστον να αντιληφθούμε την ευθραυστότητα μας: η Ιστορία και ο Χρόνος υπάρχουν για να κατανοούμε καλύτερα την άγνοιά μας.
[1] Μπαγιόνας Αύγουστος, Η θεωρία της Ιστορίας από τον Θουκυδίδη στον Sartre, 1980, ΑΠΘ, σελ. 3.
2 Italo Calvino, Αόρατες Πόλεις, εκδ. Καστανιώτης, 2009.
3 Σβορώνος Νίκος, Η Βυζαντινή Επαρχία, 2009, εκδ. Εταιρεία Σπουδών, σελ. 100.
4 Μπαγιόνας Αύγουστος, Η θεωρία της Ιστορίας από τον Θουκυδίδη στον Sartre, 1980, ΑΠΘ, σελ. 41.
5 Leo Strauss, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, εκδ. Γνώση, 1988, σελ. 78.
Κοινοποιήστε: