Πάρκο Τσέπης Greenacre (New York) |
Τα πάρκα τσέπης (pocket parks) είναι παρέμβαση μικρής μεν κλίμακας (ανθρώπινη κλίμακα), «στρατηγικής» όμως σημασίας και αναγκαιότητας σε επίπεδο γειτονιάς (το κύτταρο που κρατάει ζωντανή μια πόλη). Είναι μικροί «κενοί» δημόσιοι χώροι που αποκτούν αστικό πράσινο και λειτουργικότητες ανοικτού χώρου (περιβαλλοντικές και κοινωνικές) σε αδόμητες επιφάνειες στον πυκνό αστικό ιστό. Οικόπεδα (ακόμη και κτίρια!) που μένουν εγκαταλελειμμένα και αναξιοποίητα και γεμίζουν σκουπίδια, μικρές νησίδες γης ανάμεσα στα κτίρια, ακάλυπτοι χώροι των πολυκατοικιών, υπαίθρια πάρκινγκ μέσα στη πόλη, πεζόδρομοι και στενάκια, θα μπορούσαν να είναι εν δυνάμει πάρκα τσέπης και χώροι αστικού πρασίνου, «αστικά ξέφωτα», κηλίδες δροσιάς και καταφύγια άγριας ζωής. Η λειτουργία τους επομένως μπορεί να είναι πολλαπλή, από μικρές οάσεις πρασίνου παθητικής αναψυχής (στάση, ξεκούραση, παρατήρηση, βιωματικοί εμπειρία της πόλης), τόποι συνάντησης, συνεύρεσης , κοινωνικοποίησης μέχρι και παιδικές χάρες, αστικούς οπωρώνες, λαχανόκηπους, αλλά και χώροι δημόσιας τέχνης. Από «περάσματα» και απλοί δίοδοι κυκλοφορίας στη πόλη, θα μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε τόπους «προορισμού» και εκπλήξεων, σε τοπόσημα για τη πόλη. Ανάλογα των αναγκών τους, οι γειτονιές καλούνται τις πιο πολλές φορές να συμμετέχουν ενεργά, να τα διαχειρίζονται και να τα προστατεύουν). Τα πάρκα τσέπης εξελίσσονται σε «διέξοδο» ανάδειξης της έννοιας του «τόπου» και της ιδιαιτερότητας μιας περιοχής (αξίες, μύθοι, συμβολισμοί, ελπίδες, ιστορία), αλλά και σε δίκτυα ζωντανών συνδέσμων με σημαντικό κοινωνικό και περιβαλλοντικό περιεχόμενο, ιδιαίτερα στις σημερινές μητροπόλεις οι οποίες αναπτύχθηκαν και αναπτύσσονται με ρυθμούς που εγκλωβίζουν όλο και περισσότερο τον άνθρωπο σε συνθήκες ασφυξίας….. (το 2014, το 54% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε αστικές περιοχές, ενώ μέχρι το 2050 αναμένεται το ποσοστό αυτό να ξεπεράσει το 65%…!!!).
Πέρα όμως από τον κοινωνικό αντίκτυπο στη πόλη, οι παρεμβάσεις μικρής κλίμακας όπως τα πάρκα τσέπης (ένα από τα «εργαλεία» μας για πιο βιώσιμες πόλεις), προσφέρουν και πρακτικά πλεονεκτήματα. Λειτουργούν ως βιοκλιματικοί θύλακες στον αστικό ιστό, επαναφέρουν και ενισχύουν την βιοποικιλότητα, γίνονται παράγοντες ελέγχου της ατμοσφαιρικής ρύπανσης (αυξημένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα CO2), του θορύβου, των θερμικών νησίδων. Η λογική και οι πρακτικές του «αστικού βελονισμού» (urbanacupuncture) με μικρές μεμονωμένες επιφάνειες πρασίνου αλλά μεγάλες σε αριθμό επιφάνειας προσθετικά και διάσπαρτα στις γειτονιές της πόλης, μπορούν να διαμορφώσουν ένα δίκτυο υπαίθριων δημοσίων χώρων πρασίνου που θα έδινε τη δυνατότητα της διάχυσης της Φύσης μέσα στον αστικό ιστό και θα αναβάθμιζε τον δημόσιο «ενδιάμεσο» κενό χώρο που τόσο παραμελημένος είναι στην εποχή μας («no man’s land»), και «small is more» τελικά… Είναι μια αντισυμβατική κατηγορία αστικού πρασίνου για μια αντισυμβατική πόλη όπως π.χ. η Αθήνα.
Η Διεθνής Εμπειρία
Τα Πάρκα Τσέπης ως «κίνημα και πρακτική»
Διαχείριση αστικού κενού και μετατροπή σε πάρκο τσέπης. Montreal Parc, Hydro-Québec (Βλ.: http://www.claudecormier.com/en/projet/parc-hydro-quebec/) |
Υπάρχει μια εμφανής στροφή στη στρατηγική των πόλεων του εξωτερικού σε ότι έχει να κάνει με τον πολεοδομικό σχεδιασμό και τη δημιουργία μητροπολιτικών χώρων πρασίνου. Η επικράτηση της λογικής των στρατηγικά χωροθετημένων παρεμβάσεων μικρής κλίμακας σε σχέση με τις μεγάλες αναπλάσεις «εκ των άνω», (μητροπολιτικά πάρκα ξένα και πέρα από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών), απαντάει και σε ένα ακόμη πρόβλημα, αυτό της οικονομικής κρίσης και της καθίζησης των εισοδημάτων και του κατασκευαστικού τομέα. Πολλά σχέδια αστικής ανάπλασης μεγάλης κλίμακας, εγκαταλείπονται ή «σέρνονται» λόγω της οικονομικής συρρίκνωσης και της εξοικονόμησης δημόσιων δαπανών.
Πάρκο Τσέπης Paley (New York) |
Η Νέα Υόρκη εμπνέει πρώτη
Η Νέα Υόρκη διαθέτει μεγάλο αριθμό πάρκων τσέπης, παλαιότερα και μοντέρνα. Το πιο γνωστά παραδείγματα είναι το Samuel Paley Park στο Midtown του Manhattan στη Βόρεια πλευρά (53η οδό) ανάμεσα στο Madison και την 5η Λεωφόρο. Αποτελεί ιδιωτικό πάρκο, ανοικτό στο κοινό σχεδιασμένο από τον Robert Lewis Zion των «Zion & Breen» και χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα William S. Paley. Παραδόθηκε το 1967, ελαφρώς υπερυψωμένο, με 12 δένδρα Γλεδίτσιας Τριάκανθου (Gleditsiatriacanthos), τεχνητό καταρράκτη 6 μέτρων (με ροή 6,800 λίτρων το λεπτό που επισκιάζει ευχάριστα τους θορύβους τις πόλεις), αναρριχώμενα απόκρυψης στους πλευρικούς τοίχους και λιθόστρωτο λιτό δάπεδο. Επίσης αξιόλογο και πολύ δημοφιλές το γνωστό Greenacre Park πάλι στη Νέα Υόρκη γύρω στο 1,5 στρέμμα (του 1975, των «Sasaki Associates Inc.»). Ακολουθούν πολλά πάρκα τσέπης στη Νέα Υόρκη (βλ.O’Brien, Rosmary, 2013) και σε άλλες πολλές Αμερικανικές πόλεις όπως τα πολλά πάρκα τσέπης στην Philadelphia της Pennsylvania (περί τα 60).
Το Πρόγραμμα 100 Πάρκων Τσέπης στο Λονδίνο
Τον Αύγουστο του 2015, έλαβε τέλος μια πρωτοβουλία του Δήμου του Λονδίνου για τη δημιουργία 100 πάρκων τσέπης στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου. Το πρόγραμμα των Πάρκων Τσέπης (το οποίο ξεκίνησε το 2013), έδωσε τη δυνατότητα στις γειτονιές, στους απλούς πολίτες και συλλογικότητες να προτείνουν, με τη βοήθεια αρχιτεκτόνων, αρχιτεκτόνων τοπίου και γεωπόνων, σχέδια και δράσεις για την επανάκτηση ξεχασμένων, κενών και εγκαταλελειμμένων οικοπέδων, αστικών κενών προς όφελος της τοπικής κοινωνίας και σύμφωνα με τις ανάγκες της. Η γειτονιά πρότεινε, σχεδίασε και δημιούργησε για τη γειτονιά. Η χρηματοδότηση του όλου εγχειρήματος κόστισε 2 εκατομμύρια λίρες από πόρους του Δήμου αλλά και χορηγίες τοπικών επιχειρήσεων και ιδρυμάτων. Σήμερα , 100 πάρκα τσέπης με διάφορες μορφές και λειτουργίες (πάρκα παθητικής αναψυχής, παιδότοποι, κοινοτικοί κήποι, αστικοί οπωρώνες, λαχανόκηποι, υπαίθριοι χώροι τέχνης, χώροι συνάθροισης) λειτουργούν και προσφέρουν στους κατοίκους των συνοικιών, καταφύγιο από τους ρυθμούς τις πόλης και «όχημα σύνδεσης» με τη φύση. (https://www.london.gov.uk/WHAT-WE-DO/environment/parks-green-spaces-and-biodiversity/pocket-parks-map & https://www.london.gov.uk/sites/default/files/pocket_parks_prospectus_1.pdf). Βορειότερα, στο Northamptonshire της Αγγλίας, μια κομητεία των 630 χιλιάδων κατοίκων μέσα σε 18 χρόνια δημιούργησε 80 και πλέον πάρκα τσέπης σε πόλεις και χωριά της περιοχής.
Πάρκο Τσέπης (εδώδιμος κήπος σε στάση Λεωφορείου) Βλ.: http://theediblebusstop.org/
Κοπεγχάγη
Η Κοπεγχάγη http://klimakvarter.dk/en/projekt/tasinge-plads/ δημιουργεί πάρκα τσέπης αδιακρίτως χώρων (επεμβαίνει όπου υπάρχει ελεύθερη επιφάνεια) αρκεί να είναι διαθέσιμοι για διαμόρφωση και με σαφή όρια ιδιοκτησίας. Στη Δανία έχει γίνει εμπεριστατωμένη έρευνα για τα πάρκα τσέπης και συγκριτικές μελέτες μεταξύ των μικρών και μεγάλων πάρκων οι οποίες τονίζουν τον μεγάλο βαθμό αποδοχής των μικρών πάρκων τσέπης από τους πολίτες, Οι Δανοί τα ονομάζουν και Small Public Urban Green Spaces (SPUGS) ώστε να περιλάβουν όλες σχεδόν τις «παρκοποιήσιμες» επιφάνειες που υπάρχουν στην πόλη, επιδιώκοντας μια πιο «μαξιμαλιστική» φιλοσοφία και έναν περιεκτικότερο «ορισμό» των ανοικτών χώρων (όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα…).
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στο πρόγραμμα «Green and Blue Solution» που εξαγγέλθηκε και ξεκίνησε από το καλοκαίρι του 2015 από τον Δήμαρχο της Κοπεγχάγης Morten Kabell, γνωστό και ως πρόγραμμα «Αντιμετώπισης των πλημμυρών με πλημμύρες…» προϋπολογισμού 9,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων.., δημιουργώντας διάσπαρτα μικρά πάρκα τσέπης με «εσωτερικά βυθίσματα και περιμετρική πλούσια βλάστηση», δηλαδή πολλές τεχνητές λίμνες διάσπαρτες στην πόλη που θα συγκεντρώνουν τις απορροές της πόλης από τις όλο και συχνότερες καταιγίδες λόγω της κλιματικής αλλαγής και αντί αυτές οι ποσότητες νερού να διοχετεύονται στο δίκτυο αποχέτευσης, θα καταλήγουν τελικά στη θάλασσα αφού θα ρέουν κατά μήκος επιλεγμένου δικτύου δρόμων της πόλης που θα λειτουργούν ως «ανοικτοί στραγγιστικοί αγωγοί» κατά μήκος των ρείθρων και όχι στο οδόστρωμα…!!
Τα Parklets
Parklet στο κεντρικό Λονδίνο (Βλ.: http://www.dezeen.com/2015/11/28/portable-parklet-wmb-studio-greenery-bench-london-park/
Τα parklets εισάγουν μια λογική επέκτασης και προέκτασης πεζοδρομίων καταλαμβάνοντας τμήματα του οδοστρώματος, απωθώντας, ακόμα και καταργώντας θέσεις παρκινγκ, χωρίς να αναγκάζονται να καταλαμβάνουν τα πεζοδρόμια και να παρεμποδίζεται η κυκλοφορία πεζών. Εγκαθιστώντας πλατφόρμες που δημιουργούν υπαίθριους χώρους με καθίσματα και φυτεύσεις για τις ανάγκες των πολιτών (κυρίως παθητική αναψυχή, καφές, κολατσιό, διάβασμα, φιλικές και επαγγελματικές συναντήσεις και ολιγόωρη ξεκούραστη) ελλείψει άλλων διαθέσιμων χώρων. Τα parklets είναι συνήθως ανοικτά στο κοινό (δημοτικές διευκολύνσεις στην πόλη) αλλά μπορούν να είναι και χώροι καταστημάτων εστίασης και αναψυχής, κάτω από συγκεκριμένους κανόνες λειτουργίας και κατάληψης των χώρων (π.χ. να μην είναι μόνιμες οι εγκαταστάσεις, να μην αλλοιώνεται το οδόστρωμα, να μην παρεμποδίζονται άλλες λειτουργίες στην πόλη, να υπηρετούν την αισθητική και την ανάγκη για αξιοπρεπή εικόνα πόλης).
Για πόλεις όπως η Αθήνα με κλιματικές συνθήκες που ευνοούν την χρήση των ανοικτών χώρων για την περισσότερη περίοδο του έτους, με παρόμοιες συνθήκες στην επαρχία, τα parklets θα μπορούσαν να αποτελέσουν λύση αλλά σε ένα πλαίσιο «μεταρρυθμίσεων» της κυκλοφορίας των τροχοφόρων στην πόλη προς μια μαζική απελευθέρωση περισσότερων κεντρικών δρόμων και λεωφόρων σε όφελος των πεζών και συνεπώς των parklets (με πρόσθετες πεζοδρομήσεις, κλείσιμο του κέντρου, περιορισμό των τροχοφόρων σε λωρίδες αργής κυκλοφορίας μονής κατεύθυνσης με ράμπες, δημιουργία συνθηκών εγκατάλειψης του αυτοκινήτου στην πόλη, περισσότερες επεκτάσεις πεζοδρομίων προς την πλευρά του οδοστρώματος με δενδροφυτεύσεις σκιάς, διαχωρισμού και ανθοφορίας, και με την προϋπόθεση πολιτικής βούλησης από την πλευρά της τοπικής αυτοδιοίκησης για μια περισσότερο βιοφιλική πόλη, παροχή κινήτρων προς μικροεπενδυτές και επάρκεια πόρων που θα διατίθενται για το νοικοκύρεμα της πόλης).
Τύποι Parklets στους δρόμους του San Francisco
Τα parklets αποτελούν μια τελείως διαφορετική εκδοχή μικρών σημειακών παρεμβάσεων για μια πιο βιώσιμη πόλης. Σε πόλεις όπως το Σαν Φρανσίσκο, έχει γίνει αντιληπτή η σημασία του «ενδιάμεσου χώρου» στον αστικό ιστό ως ζωτικός χώρος που μπορεί να προσφέρει ποιότητες και «πιθανότητες αστικής ζωής». Εκεί γεννήθηκε και το κίνημα «Pavements to Parks» (http://pavementtoparks.org/) το οποίο χρησιμοποιεί ως όχημα αστικής ανάπλασης τα parklets.
Πάρκο Τσέπης John F. Collins, Philadelphia, ΗΠΑ
Κατάλληλοι χώροι για «διαμόρφωση» σε πάρκα τσέπης είναι κενές επιφάνειες «οπτικά ανεμπόδιστες», κατά προτίμηση ελεύθερες από τις 2 ή τις 3 πλευρές τους, αλλά και χώροι «εσοχές σε δομημένο τετράγωνο» με άνοιγμα μόνο της μιας πλευράς. Χώροι μνημείων, γλυπτών και άλλων ιστορικών ή προστατευόμενων τοπόσημων στην πόλη που περιβάλλονται από επαρκή ελεύθερη επιφάνεια, πάντοτε αποτελούν κατάλληλο υπόβαθρο για δημιουργία πάρκων τσέπης το κάθε ένα με διαφορετική σχεδιαστική προσέγγιση.
Το πάρκο τσέπης είναι μικρό σε έκταση πάρκο ελεύθερα επισκέψιμο από όλους τους πολίτες. Σε μέγεθος θα μπορούσε να είναι όσο ένα μικρό οικόπεδο («αλάνα» κατά το λαϊκότερο…!!!), κάποιος ακανόνιστος σε σχήμα αστικός ανοικτός χώρος, μέχρι κάτι λιγότερο από το μισό ενός γηπέδου ποδοσφαίρου (κάτω από 2,5 στρέμματα). Οι χώροι αυτοί που στην Ευρώπη αποκαλούνται «πράσινες σταγόνες στην πόλη» (green drops in the city) προσφέρονται για ξεκούραση, συναντήσεις φίλων, γειτόνων και επαγγελματιών από την άμεση αστική περίμετρο (για τα διαλλείματα ωραρίων εργασίας), για κολατσιό, για διάβασμα, ως παιδότοποι και για συνάξεις πολιτών. Οι αποστάσεις με τα πόδια προς τα πάρκα τσέπης προτείνονται να είναι περίπου στα 5 με 10 λεπτά από το σημείο κατοικίας ή της εργασίας.
Ο χαρακτήρας και οι σκοποί που εξυπηρετούν τα πάρκα τσέπης διαφοροποιούνται από την περιφέρεια προς το κέντρο των μεγάλων αστικών κέντρων και σύμφωνα με τις βασικές χρήσεις γης στην άμεση περίμετρο του πάρκου (εμπορικές, κατοικία, βιομηχανικές, κλπ). Η διαθεσιμότητα των χώρων αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση για δημιουργία πάρκων τσέπης στον αστικό ιστό. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η προσβασιμότητα στον χώρου, η οπτική από και προς τον χώρο, ο φωτισμός και οι σκιάσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι κλίσεις του εδάφους, η τρέχουσα κατάσταση από πλευράς καθαριότητας, εγκατάλειψης, υπάρχουσας βλάστησης (κυρίως δένδρων και μεγάλων θάμνων που πρέπει να ενταχθούν στο νέο σχέδιο ανάπλασης), η αρχιτεκτονική των διπλανών κτιρίων και της περιμέτρου, η κατάσταση των πλευρικών τοίχων κτιρίων που βλέπουν προς τον χώρο, τα ερείπια και οι παλαιές κατασκευές μέσα στον χώρο που πρέπει να αφαιρεθούν ή να αξιοποιηθούν και οι ανάγκες των χρηστών και των περιοίκων, είναι μερικές από τις παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη πριν από κάθε εγχείρημα δημιουργίας πάρκου τσέπης. Για να δημιουργηθεί ένα πάρκο τσέπης δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί έναν αποκλειστικά «έγκλειστο» χώρο στον αστικό ιστό, από τρείς ή δύο τοίχους….
Οποιοσδήποτε διαθέσιμος ανοικτός χώρος (πρώην παρκινγκ, δομήσιμο ή μη δομήσιμο οικόπεδο, ακάλυπτοι χώροι, και κάθε είδος αστικού κενού και ταράτσες με επαρκή επιφάνεια και στατική επάρκεια) μπορούν να μεταμορφωθούν σε πάρκα τσέπης αλλά και να μεταμορφώσουν την πόλη, τις συνθήκες ζωής και τις αντιστάσεις της σε ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες (υψηλές θερμοκρασίες, πλημμύρες, κλπ).. Μια τεράστια έκταση που συνήθως περνάει απαρατήρητη στον αστικό ιστό, είναι οι εκτεταμένες πλακοστρωμένες και ασφαλτοστρωμένες «δημόσιες» επιφάνειες στην πόλη που είναι κάτι χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα και το μόνο που προσφέρουν είναι η συμβολή τους στη θερμική νησίδα πόλης με συσσώρευση της ηλιακής ακτινοβολίας κατά την ημέρα και εκπομπή της στη διάρκεια της νύχτας, μετατρέποντας το αστικό περιβάλλον σε «περιβάλλον δυσφορίας» για τους κατοίκους της. Τέτοιες επιφάνειες θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα «μητρώο ανοικτών χώρων – εν δυνάμει πάρκων τσέπης» αφού εντοπιστούν, οριοθετηθούν, χαρτογραφηθούν και επιλεκτικά «μεταμορφωθούν» σε νησίδες αισθητικής, ευφορίας και περιβαλλοντικής διόρθωσης σε ότι αφορά το μικροκλίμα σε επίπεδο γειτονιάς ή ενός εμποροβιομηχανικού κέντρου της πόλης.
Τα πλεονεκτήματα των Πάρκων Τσέπης
Καταλληλότητα χώρων για Πάρκα Τσέπης
Βιέννη, γωνιακό οικόπεδο διαμορφωμένο σε Πάρκο Τσέπης
Το μεγάλο πλεονέκτημα της δημιουργίας πάρκων τσέπης στον αστικό ιστό, είναι η μεγάλη τους διασπορά γεγονός που εξυπηρετεί αριθμητικά περισσότερους χρήστες σε σχέση με μεγάλης κλίμακας αστικά και υπερτοπικά πάρκα (απόμακρα για χιλιάδες πολίτες) τα οποία χαρακτηρίζονται από χρονοβόρα και δαπανηρή προσέγγιση και χρήση, έλλειψη διαχειριστικών σχεδίων και τακτικής συντήρησης, επάρκεια φύλαξης, η δε εγκατάλειψη προσελκύει καταληψίες από άστεγους, ρύπανση και παραβατικότητα κάθε μορφής φαινόμενα που ενοχλούν και ενίοτε υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των περιοίκων αντί να την βελτιώνουν και οι οποίοι συστηματικά αποφεύγουν να τα χρησιμοποιούν έστω και για έναν περίπατο. Αντίθετα τα πάρκα τσέπης «διαφοροποιούνται μεταξύ τους» λόγω τοποθεσίας, σύνθεσης και διευκολύνσεων και φέρουν τη δική τους ξεχωριστή ταυτότητα το καθένα. Αναζωογονούν και βελτιώνουν όλο και περισσότερη έκταση αστικού περιβάλλοντος (με περισσότερο πράσινο, ευχάριστο μικροκλίμα, αισθητική, έντονη ανθρώπινη παρουσία) με τεράστια αποδοχή σε επίπεδο γειτονιάς ή οικοδομικού τετραγώνου, φυλάσσονται και συντηρούνται καλύτερα και ευκολότερα με αμεσότερη και περισσότερο αυθόρμητη συμμετοχή των ίδιων των πολιτών και των οικογενειών τους (το αισθάνονται για δικό τους…!!!). Από τη φύση τους (μικρό μέγεθος υπό συνεχή επιτήρηση και παρατήρηση από τους περιοίκους) απωθούν καταληψίες, παραβατικούς, κατασκηνωτές και ανεπιθύμητες παρουσίες που ρυπαίνουν και βανδαλίζουν, ενώ η ίδια τους η ύπαρξή και η δομή προσφέρονται ως οι πλέον κατάλληλες για άμεση καταφυγή για λόγους ασφάλειας (π.χ. στην περίπτωση σεισμού).
Πέραν των ποιοτικών πλεονεκτημάτων από την άποψη της άμεσης προσέγγισης και του μικροπεριβάλλοντος (διάσπαρτων μικροτοπίων στον δομημένο χώρο), θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί με ασφάλεια ότι τα πάρκα τσέπης πλεονεκτούν και ποσοτικά σε σχέση με τα απόμακρα μεγάλης έκτασης μητροπολιτικά πάρκα, λόγω της συνολικής αθροιστικά επιφάνειας που προβάλλουν για σύγκριση. Στις μεγάλες Αμερικανικές και Βρετανικές πόλεις τα ποσοστά αστικών κενών (vacant & derelict lands) μαζί με εγκαταλειμμένες κατασκευές που προφέρονται για αξιοποίηση, κυμαίνονται από 10 έως και 40% του συνολικού δομημένου χώρου μετά από μετρήσεις σε 70 μεγάλες πόλεις. Η διαθεσιμότητα των χώρων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως η μετακίνηση πληθυσμών και δραστηριοτήτων προς το κέντρο ή την περιφέρεια, οι νέες πολεοδομικές διευθετήσεις και εφαρμογές, οι αλλαγές χρήσεων γης και ο βαθμός «ελευθερίας» χρήσεων γης λόγω του ιδιοκτησιακού.
Η παρουσία πάρκων τσέπης στην πόλη, πέραν της περιβαλλοντικής και της κοινωνικής τους σημαντικότητας ιδιαίτερα σε πόλεις «πυκνής δόμησης» όπως η Αθήνα και οι περισσότερες πόλεις της χώρας, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία και ρόλους αναβάθμισης της ζωής στην πόλη (περιβαλλοντικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικοοικονομικούς, τουριστικούς) όταν από ασύνδετη «διασπορά» χώρων στον αστικό ιστό «ως έχει»…, μετατρέπεται σε «σχεδιασμένο και οργανωμένο δίκτυο» συνδεδεμένων ανοικτών χώρων στο μέτρο του «συνδετικά» εφικτού. Το δίκτυο «κίνησης» των πολιτών στην πόλη ενθαρρύνεται μέσα από «συγκεκριμένους πράσινους συνδέσμους», από επίσημες ανεμπόδιστες διαδρομές (πεζών, ποδηλάτου, αναπηρικών, βρεφικών καροτσιών, κλπ), μαζί με δευτερεύοντα παρακλάδια από «ανεπίσημα αλλά διακριτά αστικά μονοπάτια» και άλλες ενδιαφέρουσες ποιοτικές συνδεσμολογίες (linking qualities) για πεζούς περιηγητές και περιπατητές της πόλης, με χάρτες (guides), σημάνσεις στο πεδίο, γραμμικές φυτεύσεις κατά μήκος, επίπλωση ανοικτού χώρου και ενημερώσεις υπαίθρου…. Το δίκτυα κυκλοφορίας χαράσσονται με τρόπο που συνδέουν όχι μόνο τα πάρκα τσέπης κατά μήκος των διαδρομών αλλά και μεγαλύτερα πάρκα στην πόλη, πλατείες, αρχαιολογικούς χώρους (μικρούς και μεγάλους), τοπόσημα και ιστορικά σημεία αναφοράς και προβολής.
Neal’s Yard, Λονδίνο
Είναι εμφανής επομένως η διαφορά (ποιοτική και ποσοτική) ως προς τα οφέλη, μεταξύ των πάρκων τσέπης και των μεγάλων πάρκων (χωρίς το ένα να αποκλείει το άλλο) και τις αναρίθμητες κεντρικές και περιφερειακές πλατείες, αρχαιολογικούς χώρους και εκτεταμένο αστικό πράσινο (μειωμένης συνήθως χρήσης, πευκώνες, αλσύλλια κλπ), αναπλάσεις που χαρακτηρίζονται από μεγάλες απαιτήσεις και τεράστια κόστη κατασκευής και συντήρησης, σε περιόδους ισχνών προϋπολογισμών, έλλειψης προσωπικού και μέσων. Αντίθετα τα «πάρκα τσέπης» κερδίζουν ως προς την προτίμηση των πολιτών, αποτελούν επεμβάσεις μικρού κόστους, εξελίσσονται σε εστίες αναψυχής γειτονιάς, λειτουργούν ως ζωντανά κοινωνικά κύτταρα, είναι ανοικτά και διαθέσιμα στους πολίτες ολόκληρης της πόλης σε τοπικό και σε μητροπολιτικό επίπεδο. Η αμεσότητα, το αδάπανο, η αίσθηση του «δικού μας», η αναβίωση της γειτονικότητας μεταξύ των πολιτών κάθε ηλικίας και των οικογενειών τους και η επαφή με μια «σταγόνα φύσης» δίπλα στο σπίτι τους, καλλιεργούν τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών (π.χ. οικιστές της ίδιας «πολυκατοικίας» συχνά άγνωστους μεταξύ τους), αναδεικνύουν το αίσθημα προστασίας των χώρων αυτών, το χρέος συντήρησης και της παραπέρα βελτίωση και υπερασπισιμότητα τους.
Έχει παρατηρηθεί ότι τα πάρκα τσέπης διαχρονικά αναπτύσσουν γύρω τους και μια διαφορετική αστική ζωή, με μικροεπιχειρήσεις, μικροβελτιώσεις υποδομών, και γίνονται πυρήνες για μικροοικονομίες πόλης που μεταμορφώνουν άγνωστες και ασήμαντες γωνιές του αστικού ιστού από «άχαρα περάσματα» σε «ελκυστικά ζωτικά σημεία» για τους πολίτες (με τον χρόνο έχει παρατηρηθεί ότι βελτιώνονται οι αξίες των ακινήτων, αναβιώνουν καταστήματα, η γρήγορη εστίαση, υπηρεσίες πρώτης ανάγκης, το νοικοκύρεμα και η καλαισθησία κτιρίων και χώρων, κινητικότητα που συνδέεται άμεσα και ορατά με την μικρή αλλά σημαντική οικονομική ανάκαμψη κομματιών της πόλης που γνώρισαν εγκατάλειψη και αδιαφορία).
Ο Αμερικανός Αρχιτέκτων Πολεοδόμος Oscar Newman στο βιβλίο του “Defensible space” (ΝΥ 1972), έγραφε: «…όλα τα διαφορετικά στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του υπερασπίσιμου χώρου (defensiblespace) αποσκοπούν σε έναν κοινό σκοπό, σε ένα «περιβάλλον» στο οποίο η υπολανθάνουσα ανάγκη του ανθρώπου να ελέγχει τον χώρο γύρω του και ή αίσθηση της «κοινότητας» ή της «γειτονιάς» μεταφράζονται σε «ευθύνη» για διασφάλιση ενός παραγωγικού, ασφαλούς και καλά συντηρημένου ζωτικού χώρου…!!!!». Ερευνητές επιδημιολόγοι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Pennsylvaniaυπό την Διεύθυνση του Δρα Βιοστατιστικής Δρα Charles C. Branas, επί μια δεκαετία συνέκριναν περιοχές με «κενά αδιαμόρφωτα οικόπεδα» (αλάνες) με άλλες που είχαν μικρά πάρκα τσέπης, που διέθεταν νοικοκυρεμένους χώρους με φυτεύσεις και στοιχεία καλλωπισμού και βρήκαν ότι στη δεύτερη περίπτωση, η εγκληματικότητα είχε ελαχιστοποιηθεί σημαντικά, ελαττώθηκαν οι βανδαλισμοί και διαπιστώθηκε μείωση οπλοχρησίας στην πόλη της Φιλαδέλφεια ανάλογη με την ύπαρξη «διαμορφωμένων» πάρκων μικρών ή και μεγαλύτερων ενώ παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του στρες μεταξύ των περιοίκων και αύξηση του αριθμού των πολιτών που ασκούνται στους ανοικτούς χώρους.
Επιστροφή στο χώμα και στο άρωμα της φύσης
Τα πάρκα τσέπης αλλά και γενικότερα οι ανοικτοί χώροι πόλης προσφέρονται ως χώροι επαφής των πολιτών της πόλης με το «χώμα» και τον «φυτικό κόσμο», τους «μικροοργανισμούς», «την άγρια ζωή» (πτηνά, έντομα και μικρά θηλαστικά που ψάχνουν για καταφύγιο στην πόλη) και για πολλαπλού «ενδιαφέροντος» δράσεις «αστικού πειραματισμού» για όλες τις ηλικίες, με δυνατότητες άσκησης, επιμόρφωσης και κάθε ατομικής ή ομαδικής ενασχόλησης όπως είναι η δημιουργία μικρών θεραπευτικών κήπων, οι ευκαιρίες ανακύκλωσης υλικών φτιάχνοντας χρηστικές κατασκευές (επίπλωση ανοικτών χώρων, έργα τέχνης, εξοπλισμός παιδότοπου, ταΐστρες πουλιών και κατοικίδιων, κλπ), την αστική λαχανοκομία, την επιστροφή των οπωροφόρων δένδρων στην πόλη και μια σειρά εποχιακών επεμβάσεων συντήρησης και άσκησης (κλαδέματα, ξεχορταριάσματα, φυτοπροστασία, σκαλίσματα, ποτίσματα, λιπάνσεις, συμπληρωματικές φυτεύσεις ανθοφορίας εποχιακών και αρωματικών, συντήρησης ξυλοκατασκευών, βαψίματα, καθαρισμοί, κλπ).
Η αποδοχή των πάρκων τσέπης από την άμεση γειτονιά και από τις κοινωνικές ομάδες κατοίκων και εργαζομένων που διέρχονται από την συγκεκριμένη τοποθεσία των πάρκων είναι πάντοτε θετική κατά συντριπτική πλειοψηφία. Παρόμοια εγχειρήματα στο εξωτερικό αλλά και στη χώρα μας πιστοποιούν τη διαπίστωση αυτή και κάνουν τα Πάρκα Τσέπης ιδιαίτερα επιθυμητά και δημοφιλή. Επισημαίνεται η ενεργός συμμετοχή των πολιτών σε όλες τις φάσεις του εγχειρήματος (επιλογής χώρων, προετοιμασία, διαμόρφωση, παρουσίαση, χρήση και συντήρηση) γεγονός που κάνει τα πάρκα τσέπης ακόμα πιο γνωστά και δημοφιλή και τα καθιστά ζωτικά «κύτταρα» ανοικτού χώρου στην πόλη.
Τα πάρκα τσέπης στον αστικό ιστό, θα μπορούσαν μεταφορικά να ταυτιστούν με τα «ξέφωτα του δάσους» (woodland openings & enclosures) στα οποία ο κάποτε «νομαδικός» άνθρωπος, κυνηγός του δάσους εστίαζε το ενδιαφέρον του (για παρατήρηση και εντοπισμό των εχθρών, θηραμάτων και για καλλιέργεια της τροφής), για τις τελετές του, για επαφή με το ηλιακό φως, ή το χρησιμοποιούσε και το χρησιμοποιεί ως χώρο δράσεων αναψυχής, για συνάξεις και συναναστροφές μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων με κοινά ενδιαφέροντα, κλπ (S. Sekliziotis, 1976).
Πρόταση Πάρκου Τσέπης «ξέφωτο στην πόλη», Αθήνα (Team-S Landscape & Architecture)
Στην χώρα μας η έννοια του ανοικτού χώρου στην πόλη ως φιλοσοφία, ως περιβαλλοντική ανάγκη και ως σχεδιαστική προσέγγιση, δυστυχώς περνά σε δεύτερη μοίρα έως απαρατήρητη (με τους μεν ευαισθητοποιημένους να επιμένουν και να συνεχίζουν ως ισχνή μειοψηφία, τους δε αδιάφορους να αρνούνται και να επικρίνουν). Δεν δίδεται η απαραίτητη διάσταση του «κοινωνικού αγαθού» και της «αναγκαιότητας για ψυχοσωματικά οφέλη των πολιτών», κυριαρχεί μια υπεργενικευμένη, μη εξειδικευμένη και αποπροσανατολιστική έννοια περί το «αστικό πράσινο» ως «πολεοτοπίο» (Townscape) που δεν είναι μόνο «πράσινο». Η έννοια του «ανοικτού χώρου» στη χώρα περιορίζεται σε εκτεταμένα σκληρά δάπεδα με διάσπαρτες «φυτεύσεις» περισσότερο με την «κηποτεχνική» και λιγότερο την κοινωνική αντίληψη με εργαλεία τις αρχές της «Αρχιτεκτονικής Τοπίου» στον ανοικτό χώρο, η οποία εισάγει και σέβεται τις ανθρώπινες ανάγκες στον σχεδιασμό, τις ικανοποιεί βοτανικά, οικολογικά, αισθητικά, ψυχολογικά και λειτουργικά, απαντώντας στις ανάγκες αφενός των πολιτών και αφετέρου της ίδιας της πόλης.
Τα πάρκα τσέπης στις ελληνικές συνθήκες «πολεοτοπίου» μπορούν να λειτουργήσουν ως χώροι υποδοχής βοτανικών ειδών που κάποτε κυριαρχούσαν στις Ελληνικές πόλεις ως αναπόσπαστα στοιχεία μιας Αρχιτεκτονικής που υποχώρησε στην πολυκατοικία και στο αυτοκίνητο. Υπάρχει μεγάλος αριθμός κτιρίων στο κέντρο της Αθήνας που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν. Ανάμεσα στα βοτανικά είδη που τα συνόδευαν και χάθηκαν από την πόλη, πρωταρχική παρουσία είχαν τα «σπιτικά οπορωφόρα και αρωματικά» όπως οι ελιές, οι μουσμουλιές, τα λωτόδενδρα, όλα τα εσπεριδοειδή, οι κορομηλιές, οι βανίλιες, οι ροδιές, οι μηλιές, οι φιστικιές, οι συκιές, οι βερικοκιές, οι μουριές, οι κληματαριές, οι κερασιές, οι κουμαριές, οι φλαμουριές, οι δάφνες Απόλλωνα, οι μοναχικοί Φοίνικες, τα αμέτρητα αναρριχώμενα και γλαστρικά και πολλά ακόμη ενδημικά της πλούσιας Ελληνικής χλωρίδας.
Τα πάρκα τσέπης και όχι μόνο (και κατ’ επέκταση οι μεγαλύτεροι ανοικτοί χώροι) προσφέρονται για να αναβιώσει η «αστική δενδροκομία» αλλά με συνθήκες σωστού σχεδιασμού και εφικτότητας των επιλογών (επάρκεια χώρων, καταλληλότητα και προσανατολισμός των χώρων, του εδαφικού υποβάθρου, της παροχής νερού άρδευσης, της στήριξης από τις οργανώσεις των πολιτών, τους ΟΤΑ, την ιδιωτική πρωτοβουλία, κλπ).
Πρόταση Πάρκου Τσέπης σε εγκαταλειμμένο κτίριο, Αθήνα (Team-S Landscape & Architecture)
Ελληνική Εμπειρία
Η ελληνική πραγματικότητα είναι δυστυχώς φτωχή και κυρίως ξεπερασμένη. Η όλη φιλοσοφία για το αστικό πράσινο είναι βασισμένη σε λανθασμένα συμπεράσματα, στην αγνόηση της δομής των πόλεων, των αναγκών των πολιτών και του ανθρώπινου παράγοντα και της «αναγκαίας» κλίμακας επεμβάσεων, επιμένει σε σχέδια εντυπωσιασμού μεγάλης κλίμακας και απομίμησης «μητροπολιτικών» επεμβάσεων άλλων μεγαλουπόλεων (οι οποίες τα έχουν ξεπεράσει εδώ και πολλές δεκαετίες). Οι αναπλάσεις ανοικτών χώρων στη χώρα μας γίνονται σημειακά (όπου υπάρχει διαθέσιμος χώρος και όχι η καθ’ αυτού κοινωνική ανάγκη), αποσκοπούν σε «κατασκευαστικά έργα εντυπωσιασμού» και το μεγάλο πρόβλημα της διαχείρισης μεγάλων εκτάσεων πρασίνου και αναπλάσεων παραμένει άλυτο ή αντιμετωπίζεται με ημίμετρα και ισχνούς πόρους, απλά γιατί η μεγάλη κλίμακα επεμβάσεων στον χώρο εμπεριέχει και την αναλογούσα διάσταση του κόστους.
|
Στη χώρα μας τα πράγματα εμφανίζονται κάπως μπερδεμένα έως απογοητευτικά. Εάν εξαιρέσουμε κάποιες εθελοντικές, ομαδικές και πολύ αξιέπαινες πρωτοβουλίες που προηγήθηκαν στην περίοδο 2011 – 2015 από Οργανώσεις πολιτών σε συνεργασία με τοπικές αρχές και με κάποιες χορηγίες που βοήθησαν και ευαισθητοποίησαν μεγάλη μερίδα πολιτών, καθώς και Ιδρύματα χορηγοί που συνέβαλαν στην υπόθεση του αστικού πρασίνου (με υπαρκτό τον κίνδυνο να περιπέσει η συνήθως ανεπαρκής «διαχείριση» στο Ελληνικό Δημόσιο…), η κατάσταση κρίνεται «αδρανής» έως «τραγικά στάσιμη» κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης. Πέραν όμως της κρίσης είναι γνωστή η δυσκολία από τους φορείς κάθε είδους (του Δημοσίου κυρίως) να αντιληφθούν το μέγεθος της σημασίας που έχει η αξιοποίηση των ανοικτών χώρων της πόλης για το περιβάλλον και για τους πολίτες και να ανταποκριθούν με την αναγκαία σοβαρότητα.
Η τοπική αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να συντηρήσει χώρους που έχει στην ευθύνη, χώροι οι οποίοι καταστρέφονται ή παραμένουν αναξιοποίητοι από έλλειψη πόρων, έλλειψη προσωπικού και μια «παραδοσιακά» γενικότερη «αδιαφορία» και έλλειψη παιδείας περί αστικού ανοικτού χώρου που χαρακτηρίζει τον δημόσιο τομέα, ακόμα και σε περιόδους εκτός κρίσης. Απλά ενέσκηψε και η κρίση και οι ελεύθεροι χώροι εγκαταλείπονται πλέον στην τύχη τους. Οι δήμοι και οι υπηρεσίες τους περιορίζονται σε μικροεπεμβάσεις βιτρίνας, όπως χορτοκοπές (και όχι συχνά, με αποτέλεσμα να ξηραίνονται τα χόρτα και να βρίθουν οι χώροι από σκουπίδια), κλαδέματα, συλλογή των κλάδων και φυτικών απορριμμάτων κήπων που συσσωρεύονται στους δρόμους και σε καθαρισμούς πεζοδρομίων και οδοστρωμάτων. Τίποτε το δημιουργικό, τίποτε το νέο και απολύτως καμία «τόλμη» για κάτι καινοτόμο και διαφορετικό, ακόμη και για εγχειρήματα όπως τα πάρκα τσέπης τα οποία από τη φύση τους είναι δράσεις μικρού κόστους, μεγάλης συμμετοχής κοινού, δημοφιλή και κατά πολύ ανταποδοτικότερα από μεγάλα πάρκα και δημοτικό πράσινο και κηπάρια (από την πλευρά της έντασης εργασίας και υψηλού κόστους εισροών).
Η εξεύρεση, καταγραφή και αξιοποίηση τέτοιων χώρων στις ελληνικές πόλεις, ιδιαίτερα σε εποχές που καμία αξιοποίησή τους δεν επιχειρείται λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, θα μπορούσε να αποτελέσει «πεδίο δόξης λαμπρό» για τους φορείς της αυτοδιοίκησης σε συνεργασία με εθελοντικές ομάδες, ομάδες πολιτών και μη κυβερνητικές πρωτοβουλίες με σχετικά μικρό κόστος. Πρέπει να σημειώσουμε ότι πολλοί εγκαταλειμμένοι χώροι στον ιστό της πόλης μπορεί εκ πρώτης όψεως να χαρακτηρίζονται ως «άνευ σημασίας» αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε. Στους χώρους αυτούς συναντά κανείς ξεχασμένα δένδρα ή συστάδες δένδρων που κατορθώνουν να επιβιώνουν σε αντίξοες συνθήκες τα οποία είναι αυτοφυή και καλά προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες που επικρατούν, αναπτυγμένα και ευμεγέθη, παρέχοντας σκιά και καταφύγιο στην πτηνοπανίδα της πόλης, δύσκολο να αντικατασταθούν από νέες δενδροφυτεύσεις που θα χρειαστούν πολύ χρόνο και φροντίδα για να αναπτυχθούν.
Στο πεδίο του «αστικού βελονισμού» και των εργαλείων που αυτή η σχολή σκέψης προσφέρει για μια βιώσιμη πόλη, πέρα από την παντελή απουσία οργανωμένου σχεδίου εκ μέρους του κράτους (περιφέρειες, δήμοι, κοινότητες), υπάρχουν κάποιες αποσπασματικές προσπάθειες ομάδων πολιτών και συλλογικοτήτων και πολλές προτάσεις από ανθρώπους του χώρου, οι οποίες μένουν συνήθως στα χαρτιά και στα σχέδια.
Οι παρεμβάσεις των Atenistas και συγκεκριμένα της ομάδας Green, αποτελούν παράδειγμα «καινοτομίας» ενώ βαδίζουν πάνω σε μια λογική αναβάθμισης του δημόσιου χώρου με μικρές σημειακές παρεμβάσεις που «δένουν» τη χρηστικότητα και την αισθητική με την ιδιαίτερη ιστορία και τα χαρακτηριστικά της περιοχής παρέμβασης αλλά και τους ανθρώπους που κατοικούν στην περίμετρο. Τα τελευταία 4 χρόνια, μέσα από μονοήμερες δράσεις και λογικές DIY (λόγω χρόνου και budget), προσπάθησαν να εισάγουν την έννοια του πάρκου τσέπης στη πράξη, σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας. Σε περιοχές όπως το Παγκράτι, τα Σεπόλια, η Φυλής, τον Κολωνό, το κέντρο της Αθήνας, στη Λένορμαν, ανακάλυψαν παρατημένα δημόσια οικόπεδα μέσα στον αστικό ιστό, σε ζωντανές γειτονιές, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε ως υπαίθρια παρκινγκ, είτε ως «σκουπιδότοποι», είτε απλά υπάρχουν χωρίς να προσφέρουν τίποτα στη γύρω γειτονιά. Πρόκειται για νεκρά αστικά κενά.
Το στοίχημα των ομάδων παρέμβασης στην Αθήνα, ήταν να αποδώσουν ένα χώρο λειτουργικό, όμορφο και περιποιημένο, ώστε να το σεβαστεί και να το υιοθετήσει η γειτονιά, η οποία από μόνη της επέδειξε ενδιαφέρον και βοήθησε και στη δημιουργία του. Το κίνητρο και το ερώτημα είναι πως θα στηθεί μια «υλοποιήσιμη ιδέα» ώστε ένας παραμελημένος μικρός δημόσιος χώρος (είτε αυτός είναι ένα οικόπεδο, είτε ένα πεζοδρόμιο, είτε ένας πεζόδρομος) μπορεί να μεταλλαχθεί σε έναν «τόπο». Σε έναν τόπο που να μπορεί να υιοθετηθεί και να «κατοικηθεί» από τους πεζούς και τους περιπατητές της πόλης. Σε έναν τόπο που να προσφέρει τη δυνατότητα της παθητικής αναψυχής, της στάσης, της παρατήρησης, της συνεύρεσης και της κοινωνικοποίησης. Σε ένα χώρο που να μπορεί να αμυνθεί απέναντι στο αυτοκίνητο, στο μηχανάκι, στο σκουπίδι, στην παραβατικότητα και από μόνο του και με την βοήθεια των «ευαισθητοποιημένων» πολιτών της γειτονιάς να γίνει πιο αισθητικό, πιο προσιτό και πιο «defensible». Μερικές φορές ένα δένδρο και ένα παγκάκι φτάνουν για να δημιουργηθεί ένας «τόπος», δηλαδή ένας κατοικήσιμος χώρος.
Η παροχή υπηρεσιών και η στήριξη από τους ΟΤΑ στη δημιουργία «πάρκων τσέπης» και στην φιλοσοφία που αναπτύσσεται πλέον διεθνώς προς όφελος του πολίτη και της πόλης, με σκοπό τη δημιουργία και τη συντήρησή τους (και των parklets) με το ελάχιστο δυνατό κόστος, θα έπρεπε χωρίς «γραφειοκρατικές» και «μικροπολιτικές κωλυσιεργίες» να είναι περισσότερο «ουσιαστικές» και περισσότερο «εγκάρδιες» φροντίζοντας για την ικανοποίηση των ελάχιστων «βασικών» αναγκών υποδομής όπως η παροχή νερού και φωτισμού στους χώρους επέμβασης, τακτική φροντίδα και συντήρηση (συμπληρωματική της συμμετοχής των περιοίκων), η διάθεση φυτικού υλικού από φυτώρια των δήμων, κάποιων αναλώσιμων εφοδίων (λιπάσματα, φυτοχώματα, χαλίκια, ξυλεία, κ.ά.) και κυρίως η «συνειδητοποίηση» ότι ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι η «ενεργός συμμετοχή και παρουσία» αλλά και η «συνέργεια» προς κάθε πρωτοβουλία και κίνηση των πολιτών και ουδέποτε ανταγωνιστική.
Βιβλιογραφία:
1. Danish Architecture Center (….Green Drops in the City): http://www.dac.dk/en/dac-cities/sustainable-cities/all-cases/green-city/copenhagen—pocket-parks-a-drop-of-urban-green/
2. Newman, Oscar (1972), “Defensible Space – Crime Prevention through Urban Design” New York: Macmillan
3. Peschardt, Karin K., Jasper Schipperijn, and Ulrika K. Stigsdotter. 2012. “Use of Small Public Urban Green Spaces (SPUGS),” Urban Forestry & Urban Greening 11(3): 235-244.
4. Sekliziotis, Stamatis (1976), “The Ecological Approach to Urban Landscape Design”, (Thesis), Oxford School of Architecture and Planning, Joint Centre for Urban Design, Oxford Brookes, Headington, UK
5. O’Brien, Rosmary (2013) “BEST Pocket Parks of NYC”, Paperback (the first of several guides planned that will give the reader interesting information and history along with the location of pocket parks and public spaces in several U.S. cities)
6. Branas, C., Charles et al (2011), “A Difference-in-Differences Analysis of Health, Safety, and Greening Vacant Urban Space”, American Journal of Epidemiology, November 2011.
Των:
Σταμάτη Λ. Σεκλιζιώτη, Γεωπόνου (ΑΠΘ) – Αρχιτέκτονα Τοπίου (MPhil / PhD)
Λάμπρου Σ. Σεκλιζιώτη, Αρχιτέκτονα, BA Hons Arch / MaArch
Κοινοποιήστε: