Το τηλεοπτικό παιχνίδι του SURVIVOR μόνο reality show δεν είναι. Ο τηλεοπτικός όρος “reality show”, που προσπαθεί να μας πείσει για την “πραγματικότητα” του εγχειρήματος, μόνο στην αλήθεια δεν αναφέρεται. Όλοι οι παράγοντες και οι συνθήκες του παιχνιδιού είναι κατασκευασμένες
με επιμέλεια και φροντίδα. Στο βαθμό που αποτελούν προϊόντα με στόχο να επιφέρουν το κέρδος στον παραγωγό τους, δεν αφήνουν την “πραγματικότητα” να εξελιχθεί φυσιολογικά. Αυτό γίνεται διότι κάθε παραγωγός πρέπει να ελέγξει την παραγωγή, που σημαίνει την πραγματικότητα. Πρέπει να ελέγξει την εξέλιξη και την ανάπτυξη του παιχνιδιού- προϊόντος, για να έχει μεγαλύτερη ακροαματικότητα, που σημαίνει μεγαλύτερο κέρδος. Ας αποδεχτούμε λοιπόν ότι στην περίπτωση του SURVIVOR έχουμε να κάνουμε με μια “κατασκευασμένη πραγματικότητα”.
Από την άλλη πρέπει να ξέρουμε ότι βρισκόμαστε κάθε βράδυ μπροστά σε κάτι περισσότερο από ένα παιχνίδι. Σε ένα πείραμα κοινωνικής ψυχολογίας το οποίο όμως έχει διαστρεβλωθεί σύμφωνα με τις τηλεοπτικές ανάγκες του κάθε καναλιού και τους κερδοσκοπικούς του στόχους. Η διαστρέβλωση επικρατεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη όπου παρουσιάζεται. Είμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα πείραμα του οποίου οι συμμετέχοντες δεν είναι μόνο αυτοί που παίζουν, αλλά και αυτοί που παρακολουθούν, οι οποίοι καλούνται κάθε φορά να διαλέξουν ένα παίχτη που θα συνεχίσει ή θα αποκλειστεί από την ομάδα. Δηλαδή η έννοια του πειραματόζωου δεν σταματάει στους πρωταγωνιστές του παιχνιδιού αλλά και σε εμάς, του θεατές!
Κάθε χώρα λοιπόν διεκδικεί το δικό της παιχνίδι. Στην Αμερική υπάρχει εδώ και 30 χρόνια σε ετήσια βάση. Στην Γαλλία κλείνει δέκα χρόνια συνεχούς παρουσίας. Στην μικρή μας χώρα μετά από μία παύση 13 χρόνων επανέρχεται.
Όμως για να δούμε πάνω σε τι στηρίχτηκε αυτό το παγκόσμιο παιχνίδι.
Το πείραμα της Οκλαχόμα
Ο ιδρυτής της κοινωνικής ψυχολογίας Muzafer Sherif την δεκαετία του 601, θέλησε να παρατηρήσει και να αναλύσει την συμπεριφορά δύο ομάδων παιδιών σε σχέση με το συναίσθημα του “ανήκειν” στην ομάδα και την επίδραση που θα είχε στις σχέσεις ανάμεσα στις ομάδες.
Τι έκανε λοιπόν αυτός ο επιστήμονας; Σε ένα πάρκο της Οκλαχόμα, από το οποίο πήρε και το όνομά του το πείραμά του, σε πρώτη φάση μάζεψε 22 αγόρια 11 και 12 χρονών σε μια κατασκήνωση χωρίς αυτά να γνωρίζουν ότι ήταν υποκείμενα πειράματος. Πριν φθάσουν στην κατασκήνωση είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες. Την πρώτη εβδομάδα τα παιδιά δεν ήξεραν ότι υπήρχε και μια άλλη ομάδα στο πάρκο της κατασκήνωσης.
Οι ερευνητές στο διάστημα αυτό, φρόντισαν να ενδυναμώσουν του δεσμούς της ομάδας. Δημιούργησαν ευχάριστα παιχνίδια όπου ο καθένα μπορούσε να βρει την θέση του και να έρθει κοντά στους άλλους. Επίσης τα έβαλαν να βρουν ένα όνομα το οποίο το έγραψαν όλα στα μπλουζάκια τους και βρήκαν και μια σημαία – λάβαρο το οποίο το κρέμασαν, ορίζοντας την περιοχή τους.
Έτσι κατάφεραν να δημιουργήσουν συνεκτικούς δεσμούς ανάμεσα στα παιδιά και να μεγαλώσουν το συναίσθημα του “ανήκειν” στην ομάδα. Δηλαδή να δημιουργήσουν μια ταυτότητα της ομάδας και κάθε παιδί να αναλάβει ένα ρόλο μέσα σε αυτή.
Σε δεύτερη φάση και εφόσον η ταυτότητα της ομάδας είχε παγιωθεί οι ερευνητές δημιουργούν μια αναστάτωση φανερώνοντας ότι υπάρχει και μια άλλη ομάδα στο πάρκο. Η επαφή τους δεν ήταν εύκολη και τις έφερε αντιμέτωπες, έτοιμες να συγκρουστούν λεκτικά.
Για να το πάνε πιο μακριά οι ερευνητές προτείνουμε κάποιους αθλητικούς αγώνες ανάμεσα στις δύο ομάδες στους οποίους όρισαν ότι μόνο η μια ομάδα θα μπορούσε να είναι νικήτρια. Σε αυτή την περίπτωση η αντιπαλότητα ανάμεσα τους έφθασε στο παροξυσμό. Παρατηρήθηκαν προκλήσεις, επιθετικές συμπεριφορές και εμφανίστηκαν αρνητικά στερεότυπα.
Στο τέλος όταν μια ομάδα κέρδισε κατέβασε την σημαία της άλλης και τοποθέτησε την δικιά της σαν στοιχείο κυριαρχίας της. Επίσης άρχισαν να τραγουδάνε κοροϊδευτικούς στοίχους για την άλλη ομάδα και σε αυτή την φάση δεν δέχονταν να φάνε μαζί. Συνέχιζαν να δημιουργούν στερεότυπα αρνητικά, η μία για την άλλη, να αναπτύσσουν ιδεολογήματα εις βάρος της και μα μιλάνε υποτιμητικά και με μεγάλη αποστροφή για την παρουσία των μελών της.
Στην τρίτη φάση οι ερευνητές έβαλαν στόχο την επανασύνδεση των δύο ομάδων και την μείωση της έντασης μεταξύ τους. Έτσι σαν πρώτη πράξη μάζεψαν τις δύο ομάδες για να δουν ένα φιλμ μαζί, πράγμα που δεν λειτούργησε όπως περίμεναν. Μετά προτείνουν στις ομάδες να λύσουν από κοινού κάποια προβλήματα. Τους είπαν π.χ. ότι το νερό της πηγής που έπιναν κάτι έγινε και δεν ήταν καθαρό πλέον και ότι έπρεπε να βρουν μια καινούργια πηγή, κάτι που ανάγκασε τις δύο ομάδες να συνεργαστούν και να οργανώσουν από κοινού την έρευνά τους, πράγμα που το καταφέρνουν. Στην δεύτερη δοκιμασία τα παιδιά βρέθηκαν με μεγαλύτερη ευκολία να συνεργάζονται και στο τέλος δέχτηκαν να φάνε και μαζί. Από εκείνη την στιγμή και μετά οι σχέσεις του βελτιώθηκαν σημαντικά ώστε να φαίνονται σαν μια ομάδα.
Τα συμπεράσματα από του πείραμα ήταν:
α) πρώτον, ότι η αντίληψη που έχουμε για τις άλλες κοινωνικές ομάδες εξαρτάται από τον τύπο των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στις ομάδες καθώς και στην ομάδα που ανήκουμε.
β) Δεύτερον, ότι όταν υπάρχει μια ανταγωνιστική κατάσταση ανάμεσα στις ομάδες αναπτύσσεται και στα μέλη τους. Κάθε μια υποτιμά την άλλη και γενικά σχηματίζεται και διατηρείται μια αρνητική εικόνα για αυτή και για τα μέλη της.
γ) Τρίτον η αντιπαλότητα προς την άλλη ομάδα μεγαλώνει την συνοχή της κάθε ομάδας. Μεγαλώνει την αίσθηση της διαφορετικότητας τους από τους άλλους και την αρνητική αντίληψη για τα χαρακτηριστικά των μελών της άλλης ομάδας.
Ο SURVIVOR
Με το παραπάνω λοιπόν πείραμα βλέπουμε ο SURVIVOR δεν είναι ένα απλό παιχνίδι, αλλά επανάληψη ενός πειράματος του οποίου έχουν αφαιρεθεί βασικά χαρακτηριστικά της αρχικής πειραματικής συνθήκης. Πρέπει να ξέρουμε ότι κάθε πείραμα έχει και δικλίδες ασφαλείας. Δηλαδή οι συνθήκες του πειράματος είναι διαμορφωμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί η πραγμάτωσή του χωρίς να ξεφύγει από τον αρχικό προγραμματισμό του.
Στο πείραμα του Muzafer Sherif η “κατασκευασμένη” αντιπαλότητα ανάμεσα στις ομάδες είχε κάποιο όριο ασφαλείας το οποίο οι επιστήμονες δεν επιτρεπόταν να περάσουν. Στην περίπτωση του SURVIVOR παρατηρούμε ότι ηθελημένα οι δικλίδες ασφαλείας έχουν καταργηθεί. Ότι η “κατασκευασμένη” αντιπαλότητα μέσα και έξω από την ομάδα ωθείται μέχρι την ψυχολογική συντριβή του άλλου και με την βοήθεια των θεατών!
Δηλαδή καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το πείραμα έχει διαστρεβλωθεί τόσο ο χαρακτήρας του όσο και ο σκοπός του. Σε αυτή την περίπτωση διακρίνουμε τρεις βασικούς πρωταγωνιστές τους οποίους η “κατασκευασμένη” πραγματικότητα χρησιμοποιεί με διαφορετικό τρόπο αλλά πάντα για το δικό της ιδεολογικό και κερδοσκοπικό συμφέρον. Τον παίχτη, την ομάδα και τον θεατή
Α) Ο Παίχτης
Παίρνοντας δυο ομάδες ανθρώπων και στερώντας τους την τροφή σαν στοιχείου του παιχνιδιού, δηλαδή ποντάροντας στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ήδη τους γυρνάς στο πρωτογονισμό, αφαιρώντας τους οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό που τους διακρίνει. Το γεγονός ότι ο κάθε παίχτης παρουσιάζεται με κάποια ιδιότητα που είχε στην κανονική του ζωή δεν έχει καμιά σημασία για εκείνον όσο για την φαντασίωση του θεατή.
Αυτό που βλέπουμε σαν παίχτη είναι ένα υποκείμενο το οποίο στην ουσία δέχτηκε, έναντι χρηματικής προσφοράς, να στερηθεί την ταυτότητα του, και να αφεθεί σε ένα χώρο του οποίου οι συνθήκες δεν ελέγχονται από τον ίδιο. Συμφώνησε λοιπόν με το παιχνίδι που του ζητά να απογυμνωθεί από οποιαδήποτε ιδιότητα που το διέκρινε στην κανονική του ζωή και να προσπαθήσει να κατασκευάσει μια καινούργια ταυτότητα, μέσα στην ομάδα, με αντικείμενο συμμετοχής, αθλήματα που το οδηγούν στην παιδικότητα.
Δηλαδή έχουμε να κάνουμε με “παίχτες” οι οποίοι δέχτηκαν να “πουλήσουν” την εικόνα τους και να δεχτούν την στέρηση και τις δοκιμασίες που ορίζει η “κατασκευασμένη πραγματικότητα” για να κερδίσουν το μεγάλο… χρηματικό έπαθλο.
Β) Η ομάδα
Στο βαθμό, που όπως αναφέραμε το υποκείμενο έχει απογυμνωθεί από την προσωπικότητα του, η ομάδα γίνεται ένας σημαντικός παράγοντας χαράς, ή θλίψης, συντροφικότητα, ή μοναξιάς. Η ομάδα είναι αναγκαστική, είναι και αυτή μια “κατασκευασμένη” συνθήκη η οποία δεν επιβεβαιώνει κανένα μέλος της, αλλά πολύ εύκολα μπορεί να γυρίσει εναντίον του. Η ομάδα μπορεί να φαίνεται υποστηρικτική, αλλά στην ουσία είναι επικριτική. Είναι πάντα εκεί για να κρίνει το υποκείμενο και να ορίσει την παρουσία του σαν θετικό, ή αρνητικό παράγοντα.
Το συναίσθημα αλληλεγγύης που μπορεί να αναπτυχθεί μέσα στην ομάδα, στην ουσία δεν έχει συνέχεια. Αποτελεί ένα περιφερειακό στοιχείο και μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί σαν παραβατική συμπεριφορά σύμφωνα με τον κανόνα της. Η κατάσταση αυτή αφήνει ακάλυπτο το υποκείμενο έτσι ώστε η μοναχικότητα του να αποτελεί από την μια τον εφιάλτη του και από την άλλη την σωτηρία του.
Μέσα στην ομάδα, ο φόβος που κυριαρχεί απέναντι στα μέλη της, είναι μεγαλύτερος από το φόβο της άλλης ομάδας. Η υπακοή στο κανόνα του παιχνιδιού που ζητά τον εξοστρακισμό κάποιου μέλους από τα άλλα, κάνει στην ομάδα να επικρατεί η αρνητικότητα για τον άλλον. Έτσι σε συνεχή βάση η παρουσία του άλλου, για το υποκείμενο είναι ανταγωνιστική ακόμα και όταν το αγκαλιάζει και εκδηλώνει την χαρά του.
Ο κάθε παίκτης λοιπόν δεν μπορεί να αισθανθεί σιγουριά και συμμαχία ούτε μέσα της, αλλά ούτε έξω από αυτή. Είναι απομονωμένος ακόμα και αν φαίνεται να ανήκει σε αυτή. Άρα η βασική πειραματική συνθήκη στο πείραμα του Muzafer Sherif να κάνει τους παίχτες να αισθανθούν και να αφομοιωθούν από την ομάδα, να αισθανθούν ότι “ανήκουν” σε αυτή, στο SURVIVOR δεν υφίσταται καν!
Σε αυτή την περίπτωση η ομάδα είναι μέσον και όχι σκοπός. Δηλαδή είναι το εργαλείο για να φθάσει το υποκείμενο στο προσωπικό του στόχο. Την χρησιμοποιεί αλλά δεν πρέπει να αισθάνεται κομμάτι της. Μέσα από τους όρους του παιχνιδιού είναι καταδικασμένος να είναι με τους άλλους, αλλά να μην ξεχνά ότι πολεμά μόνο για το τομάρι του και για κανένα άλλο.
Οι άλλοι είναι σκαλοπάτια για να φθάσει στο σκοπό του. Έτσι η συλλογικότητα είναι ένα στοιχείο χρήσιμο για να προάγει μόνο την ατομικότητα και για κανένα λόγο την συντροφικότητα. Δηλαδή ο κάθε συμμετέχων χρησιμοποιεί την ομάδα που ανήκει για το δικό του συμφέρον. Ποτέ όλοι μαζί δεν θα φτάσουν κάπου, έτσι η επικοινωνία και η αλληλοβοήθεια, είναι ιδέες περιχαρακωμένες από τους όρους του παιχνιδιού. Ο στόχος του κάθε παίχτη είναι να περιοριστεί η παρουσία των μελών της ομάδας, για να μείνει ο μόνος νικητής της.
Όπως είναι φυσικό οι συναισθηματικές σχέσεις που μπορούν να αναπτυχθούν στην ομάδα είναι πάντα εκτεθειμένες στο βασικό νόμο το παιχνιδιού ο οποίος τα μόνα συναισθήματα που πυροδοτεί και επιτρέπει στα μέλη της, είναι ο ανταγωνισμός, η αντιπαλότητα, ο διαχωρισμός και η διαφορετικότητα. Ακόμα λοιπόν και αν υπάρξουν στιγμές αλληλεγγύης αυτές είναι στα πλαίσια του βασικού στόχου του αποκλεισμού του άλλου.
Όπως καταλαβαίνετε έχουμε να κάνουμε με ένα οργανωμένο σύστημα το οποίο ποντάρει στον έναν ή την μια, τον πιο δυνατό ή την πιο δυνατή, τον πιο ανθεκτικό, ή την πιο ανθεκτική,. Ποντάρει σε αυτήν, ή αυτόν που θα μπορέσει να επιβιώσει όχι στις δήθεν συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά στους νόμους και τα πλαίσια του κατασκευασμένου, αχαλίνωτου ανταγωνισμού του παιχνιδιού!
Με λίγα λόγια στο SURVIVOR έχουμε την αναβίωση συνθηκών του καταστροφικού νέο-φιλελευθερισμού όπου επικρατεί η αγριότητα του ανθρώπινου πρωτογονισμού. ‘Όπου το ένστικτο της αυτοσυντήρησης θριαμβεύει, ακόμα και όταν η αφθονία ρέει από παντού. ‘Έτσι το υποκείμενο σαν μονάδα πορεύεται ενάντια στους άλλους, αναγκασμένο να τους χρησιμοποιεί, σαν απλά μέσα για το συμφέρον του και το αντίθετο.
Όλα λοιπόν τα άλλα συναισθήματα αλληλεγγύης και συντροφικότητας που προβάλλονται ανάμεσα στους παίχτες είναι για την κατανάλωση του θεατή. Είναι περιχαρακωμένα από το βασικό όρο του παιχνιδιού την αντιπαλότητα και την προσπάθεια εξόντωσης του αντιπάλου μέχρις εσχάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο όπως είπαμε μεγαλώνουν τα στερεότυπα για τον άλλον, και για την άλλη ομάδα. Μεγαλώνουν οι διαφοροποιήσεις και τα ιδεολογήματα που καλλιεργούν την ανωτερότητα και την κατωτερότητα, την υπεροχή και την ανάγκη της υποταγής, την απομόνωση και την επιθετικότητα στον αδύνατο από το φόβο μήπως ο καθένας μετατραπεί σε αποδιοπομπαίος τράγος της ομάδας, δηλαδή γίνει ο αδύνατος και εισπράξει την βία των άλλων.
Σε αυτή την “κατασκευασμένη πραγματικότητα” τίποτα δεν είναι αληθινό. Όλα είναι τεχνικά τοποθετημένα ακόμα και η καλλιέργεια του σεξισμού εφόσον ένας απαράβατος όρος του παιχνιδιού είναι οι παίχτες να είναι πολύ ελαφριά ντυμένοι έτσι ώστε να εξάπτουν το σεξουαλική φαντασίωση του θεατή. Δηλαδή τα γυμνά γυμνασμένα ηλιοκαμένα κορμιά των παιχτών είναι απαράβατοι όροι για την επίτευξη της τηλεθέασης και αποτελούν όρο στην αγοραπωλησία τους.
Όλο αυτό το εφιαλτικό γεγονός της κοινωνικής απογύμνωσης λοιπόν, θάβεται κάτω από σώματα γυμνασμένα ηλιοκαμένα που θυμίζουν την ατελείωτη προσπάθεια του κάθε καταπιεσμένου πολίτη της κοινωνίας μας για τον έλεγχο της εικόνας σώματος. Τατουάζ που ξεδιπλώνουν την σημειολογία της ενότητας του καθένα κάτω από την προσπάθεια ελέγχου του μόνου που του έχει απομείνει, αυτού του σώματος, το οποίο λειτουργεί περισσότερο σαν στοιχείο προβολής και όχι ικανοποίησης.
Γ) Οι θεατές
Γ.1.Η ταύτιση
Ο θεατής είναι ο βασικός στόχος του παιχνιδιού. Το παιχνίδι καλλιεργεί τις συνθήκες περισσότερο για τον θεατή παρά για του παίχτη. Καλεί τον θεατή και μάλιστα τον νέο, να ταυτιστεί με την “κατασκευασμένη” πραγματικότητα. Εφόσον εξασφαλίζει την παρακολούθηση, τον κάνει σύμμαχο και αποδέκτη των όρων του παιχνιδιού σαν μια πραγματικότητα πιθανή και επιτρεπτή. Μια πραγματικότητα της οποίας η παρουσία νομιμοποιείται μέσα από το παιχνίδι, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Μαθαίνει να γίνεται αποδεχτή η υποταγή στο σύστημα του άκρατου κοινωνικού ανταγωνισμού, δηλαδή του νέο-φιλελευθερισμού. Έτσι ο κάθε νέος πολίτης μπορεί να είναι ένας εν δύναμή παίχτης του κοινωνικού SURVIVOR της καθημερινότητας.
Το SURVIVOR επαναλαμβάνει την ζωή στο χειρότερό της επίπεδο δίνοντας την εντύπωση του καινούργιου που στην ουσία είναι η επιστροφή στο παλιό. Αν “Γνωστοί” ψυχολόγοι ισχυρίζονται ότι τα νέα παιδιά αναζητάνε μέσα από αυτό το παιχνίδι την ταυτότητα τους, και προσπαθούν να αισθανθούν ότι ανήκουν κάπου, και αν ισχυρίζονται χωρίς μεγάλη σκέψη, ότι το SURVIVOR τους προσφέρει αυτή την ευκαιρία, θα συμφωνήσω εν μέρη, αλλά θα ήθελα να πω ότι η ταύτιση αυτή είναι επικίνδυνη για τον κάθε νέο θεατή.
Διότι αυτό που παρακολουθούν κάθε βράδυ οι θεατές δεν είναι παρά υποβιβασμένες υπάρξεις παραδομένες στις συνθήκες ενός σαρκοφάγου συστήματος. Η ικανότητα τους να αντεπεξέλθουν και να νικήσουν, αποπροσανατολίζει την ταύτιση, όχι τόσο στο “περιεχόμενο” του παιχνιδιού, αλλά όσο στις “διαδικασίες” του.
Γ.2. Το “περιεχόμενο”και η “διαδικασία”
Οι παίχτες μέσα από την αλλοτρίωση τους γίνονται οι ήρωες που αποδεχόμενοι τις παράλογες συνθήκες υποταγής θα βγούνε νικητές υποτάσσοντας τους άλλους στο δρόμο τους. Η ταύτιση του θεατή μαζί τους, με την προσπάθειά τους έχει συνειδητά αλλά και ασυνείδητα σημεία.
Σε συνειδητό επίπεδο ο θεατής ταυτίζεται με την “διαδικασία” με τη συμπεριφορά του πρότυπου του “άγριου” άντρα, του “ κυνηγού”, που τόσες αιώνες επέβαλε την βίαιη παρουσία του και από την άλλη ταυτίζεται με το πρότυπο της γυναίκας σαν σεξουαλικό αντικείμενο. Ασυνείδητα η ταύτιση έχει να κάνει με το “περιεχόμενο”, δηλαδή με την “εσωτερίκευση” της διαταγής, της “αποδοχής” της συνθήκης υποταγής, της “ανημποριάς” μπροστά στην δύναμη του συστήματος που επιβάλλει το παιχνίδι του.
Το “περιεχόμενο” λοιπόν είναι η πλήρης αποδοχή των εξευτελιστικών όρων ύπαρξης του υποκειμένου για οικονομική αμοιβή. Το “περιεχόμενο” εμπεριέχει το άγχος της έλλειψης επιλογής, την αγοραπωλησία του υποκειμένου και την εξάρτησή-αιχμαλωσία του σαν παίχτης από το σύστημα.
Η “διαδικασία” είναι το παιχνίδι με τους άλλους παίχτες για την επιβίωση και την νίκη. Η “διαδικασία” του παιχνιδιού παρουσιάζει την ψευδό-αντίσταση του παίκτη στις κατασκευασμένες συνθήκες. Παρουσιάζει ότι πολεμά! Αντιστέκεται!
Γ.3. Το άγχος
Άρα αυτό που κάνει τους νέους θεατές να παρακολουθούν το SURVIVOR μπορεί να μην είναι η ευχαρίστηση της αντίστασης, δηλαδή της “διαδικασίας”, όπως μπορεί να ισχυριστούν οι “Γνωστοί” ψυχολόγοι, όσο το άγχος του “περιεχομένου”. Το άγχος που μπορεί να έχει σχέση με τους παίχτες του παιχνιδιού, αλλά έρχεται να “ακουμπήσει” το εσωτερικευμένο άγχος για την δική τους εξέλιξη και ανάπτυξη στο επερχόμενο κοινωνικό παιγνίδι που δεν προσφέρει παρά μια επιλογή στο νέο και στην νέα, αυτή της ανεργίας, ή της υποταγής στους σκληρούς όρους εκμετάλλευσης του κοινωνικού “παιχνιδιού”.
Δεν έχουμε να κάνουμε λοιπόν, μέσα από την ταύτιση με τους παίχτες τουSURVIVOR, με την απόκτηση ταυτότητας, αλλά με την έλλειψη της. Εφόσον οι παίχτες, όπως αναφέραμε πάρα πάνω είναι απογυμνωμένοι από τις ιδιότητες τους και κρατάνε μόνο το πρωτογονισμό, τόσο του υποκειμένου, όσο και του συστήματος, με αυτό που μπορούν να ταυτιστούν οι νέοι είναι αυτός ο πρωτογονισμός. Με τις συνθήκες του παιχνιδιού που τους γεμίζουν άγχος και απογοήτευση. Η αγωνία του θεατή από ένα σημείο και μετά γίνεται ένα κατασκευασμένο προϊόν- και δεν εξαρτάται από ίδιο, αλλά από το σύστημα.
Τέλος…
Το SURVIVOR προετοιμάζει και θέλει να μάθει τους νέους να υποτάσσονται και να αποδέχονται μια “κατασκευασμένης πραγματικότητας” προβάλλοντας μια μορφή αντίστασης η οποία δεν την καταργεί, αλλά την αναπαράγει. Απλά κάθε παίκτης του SURVIVOR μόνο ταυτιζόμενος με το σύστημα της “κατασκευασμένης πραγματικότητας” θα μπορέσει να επιβιώσει.
Μόνο όταν ο ίδιος γίνει αδυσώπητος όπως το σύστημα θα καταφέρει να νικήσει. Μόνο όταν “κατασκευαστεί” σαν ο σούπερ ήρωας, ο οποίος, στην ουσία δεν παρουσιάζεται να νικάει το σύστημα, αλλά γίνεται αυτός το σύστημα που ισοπεδώνει τους άλλους.
Θεωρώ όμως ότι το πιο σημαντικό είναι να έχουμε υπόψιν, σαν θεατές τουSURVIVOR, ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης, οι αντιπαλότητες, τα μίση, και οι αντιπαραθέσεις, δεν είναι στοιχεία του χαρακτήρα των παιχτών όσο των “κατασκευασμένων συνθηκών”, δηλαδή των νόμων του παιχνιδιού, στους οποίους οι συμμετέχοντες αναγκάζονται να υποταχθούν για να επιβιώσουν και να… κερδίσουν.
Κερεντζής Λάμπρος
Ψυχολόγος – Ψυχοπαιδαγωγός
Απέναντι Όχθη
Κοινοποιήστε: