Γράφει ο Γιώργος Μπουτζιουβής
Είναι στη φύση του ανθρώπου να μπλέκει το υπερφυσικό στις δουλειές του. Όταν θέλει ή χρειάζεται κάτι πολύ και ιδιαίτερα όταν οι προσπάθειές του να καταφέρει να το αποκτήσει φαίνεται να ναυαγούν, στρέφεται συχνά σε ανώτερες από αυτόν δυνάμεις για να τον βοηθήσουν να αποκτήσει το αντικείμενο του πόθου του: Λεφτά, δόξα, ένα αγαπημένο πρόσωπο, δικαιοσύνη, εκδίκηση. Στην περίπτωση του Robert Johnson ήταν η blues κιθάρα.
Άλλαξε το όνομά του σε Johnson και σε ηλικία 18 χρονών (1929) παντρεύτηκε την 16χρονη Virginia Travis, η οποία, όμως, πέθανε λίγο αργότερα κατά τη γέννα του παιδιού τους. Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι υπήρξε σημείο καμπής στη ζωή του, καθώς στη συνέχεια και μέχρι το τέλος της ζωής του επέλεξε τη ζωή του περιπλανώμενου μουσικού.
Περίπου εκείνη την περίοδο γνώρισε τον μπλουζίστα Son House και έμεινε μαζί του για λίγο. Χαρακτηριστικά, ο House λέει για τον Johnson εκείνης της περιόδου: “… ένα νέο παιδί, ικανός στη φυσαρμόνικα, αλλά ενοχλητικά κακός κιθαρίστας…”
Αφού έπαιξε σε λίγες εμφανίσεις με τον Zimmerman, ξαναβγήκε στον δρόμο μόνος και εντελώς διαφορετικός. Η τεράστια βελτίωση και εξέλιξή του σαν κιθαρίστας εξέπληξε τους πάντες, ακροατήρια και μουσικούς. Ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά που δεν μπορούσαν να την εξηγήσουν. Άρχισαν να εμφανίζονται φήμες και οι πρώτες ερμηνείες που απέδιδαν την βελτίωση σε μια επέμβαση ανώτερης δύναμης που μεταμόρφωσε τον Johnson σε καταπληκτικό κιθαρίστα.
Οι φήμες και οι ερμηνείες αυτές σιγά-σιγά εξελίχθηκαν στην παρακάτω ιστορία, τον μύθο του Robert Johnson:
Σαν περιπλανώμενος μουσικός που έπαιζε όλη του τη ζωή στο δρόμο, σε επαρχιακά στέκια (juke joints) και χορούς, ο Johnson δεν γνώρισε την αναγνώριση ή την εμπορική επιτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής του. Παρόλο που ο μύθος που τον συνόδευε γινόταν όλο και πιο γνωστός, η φήμη του δεν ξεπέρασε τα όρια της περιοχής στην οποία έζησε, παρά μόνο μετά το θάνατό του, χάρη στη δουλειά ερευνητών (κάποιοι από τους οποίους διόγκωσαν και το μύθο του) αλλά κυρίως των μουσικών που την ανακάλυψαν.
Η δισκογραφική κληρονομιά του αποτελείται από μόνο 29 τραγούδια, τα οποία ηχογραφήθηκαν σε δύο sessions στο San Antonio και το Dallas του Texas το 1936 και το 1937, σε πρόχειρα στούντιο που στήθηκαν σε δωμάτια ξενοδοχείων και χώρους γραφείων. Πρόκειται για πραγματικά διαμάντια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν επιτυχίες στην εποχή τους, ορισμένα δε από αυτά (Crossroad Blues, Sweet Home Chicago, Dust my Broom ) έγιναν κομμάτια της παγκόσμιας Blues κουλτούρας και θεωρούνται σήμερα Blues Standards.
Η επιρροή του Robert Johnson υπήρξε σημαντικότατη, τόσο στους σύγχρονους όσο και στους μεταγενέστερους του καλλιτέχνες, αλλά και τη μουσική γενικότερα. Τα τραγούδια του εκτελέστηκαν και έγιναν επιτυχίες από ένα μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών και η τεχνοτροπία του στην κιθάρα επηρέασε πολλούς νεώτερους κιθαρίστες.
Έγινε μέλος του Rock and Roll Hall of Fame στην πρώτη τελετή εισαγωγής, το 1986, αναγνωριζόμενος ως μια από τις πρώτες και σημαντικές επιρροές της μουσικής Rock n’ Roll. Του απονεμήθηκαν – μετά θάνατον – 2 βραβεία Grammy και το τραγούδι του Crossroad Blues μπήκε στο Grammy Hall of Fame το 1998. Το 2003, το περιοδικό Rolling Stone τον κατέταξε 5ο ανάμεσα στους «100 καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών»
Δεν ξέρω αν ο Διάβολος βοήθησε τον Johnson να παίξει κιθάρα, σίγουρα όμως έβαλε το χεράκι του στον τρόπο που γράφτηκε το τέλος του.
Ο Robert Johnson πέθανε από δηλητηρίαση στις 16/8/1937, σε ηλικία 27 ετών (ναι, 27) στο Greenwood του Mississippi όπου έπαιζε μουσική σε juke joints και χορούς. Ο σύζυγος μιας γυναίκας με την οποία είχε παράνομη σχέση του έδωσε να πιει ένα μπουκάλι ουίσκι στο οποίο είχε διαλύσει (σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή) μπάλες ναφθαλίνης. Ο σκοπός του δεν ήταν να τον σκοτώσει αλλά να να τον τιμωρήσει για την σχέση που είχε με τη γυναίκα του. Δεν γνώριζε, όμως, ότι ο Johnson είχε πρόσφατα πάθει έλκος, γεγονός που τον οδήγησε σε λίγες μέρες στον θάνατο μέσα σε αφόρητους πόνους.
Ο επίλογος της ζωής του μεγάλου αυτού μπλουζίστα γράφτηκε στα λόγια της αναφοράς της ληξιάρχου της Κομητείας LeFlore, μια θλιβερή υπενθύμιση των κοινωνικών συνθηκών και αντιλήψεων της Αμερικής των αρχών του περασμένου αιώνα (που δυστυχώς , όπως έχουμε την ευκαιρία να βλέπουμε ακόμα στις μέρες μας, δεν έχουν εκλείψει):
«Μίλησα με τον Λευκό άνδρα στο σπίτι του οποίου πέθανε αυτός ο Νέγρος, και επίσης μίλησα με μια Νέγρα γυναίκα επιτόπου. Ο Ιδιοκτήτης της φυτείας είπε ότι ο Νέγρος, κατά τα φαινόμενα περίπου 26 ετών, ήρθε από την Tunica 2 ή 3 εβδομάδες πριν πεθάνει, για να παίξει μπάντζο σε ένα χορό Νέγρων που θα γινόταν στη φυτεία. Έμεινε εκεί με κάποιους από τους άλλους Νέγρους λέγοντας ότι θα θέλει να μαζέψει βαμβάκι. Ο Λευκός άνδρας δεν είχε γιατρό για αυτόν τον Νέγρο, καθώς δεν ήταν στη δούλεψή του. Θάφτηκε σε ένα φέρετρο που κατασκευάστηκε στο σπίτι, με έξοδα της κομητείας. Ο ιδιοκτήτης της φυτείας είπε ότι κατά τη γνώμη του, ο άνδρας πέθανε από σύφιλη…»
Το Διαβάσαμε Robert Johnson: Στο σταυροδρόμι
Κοινοποιήστε: