Όλοι έχουμε εμπειρίες όσον αφορά τη μετάδοση συναισθημάτων —γελάμε με τα αστεία των φίλων μας, νιώθουμε λυπημένοι όταν η γυναίκα μας κλαίει, οργιζόμαστε μαζί με τους γείτονές μας εναντίον του δημοτικού συμβουλίου και αγκαλιάζουμε τα παιδιά μας όταν έχουν προβλήματα. Αλλά μια πτυχή όλης αυτής της διαδικασίας που συχνά παραβλέπεται είναι ότι τα συναισθήματα μεταδίδονται όχι μόνο στους φίλους μας, αλλά και στους φίλους των φίλων μας, και ακόμη πιο πέρα —ακόμη και όταν δεν είμαστε παρόντες.
Μοιάζουμε με ένα κοπάδι βουβάλων που βόσκουν ήσυχα στην πεδιάδα, έως ότου ένα μέλος του κοπαδιού αρχίζει να τρέχει. Τότε αρχίζει να τρέχει και ένα επόμενο, αρχίζουν να τρέχουν και άλλα μέλη, οπότε ξαφνικά και κατά τρόπο ανεξήγητο ξεχύνεται ολόκληρο το κοπάδι προς μια κατεύθυνση.
Οι επιδημίες συναισθηματικών καταστάσεων είναι γνωστές εδώ και αιώνες. Απλώς σε αυτές δεν συμπεριλαμβανόταν το γέλιο, όπως στην επιδημική έκρηξη στην Μπουκόμπα. Όταν τα συναισθήματα μεταδίδονται από άτομο σε άτομο και φθάνουν να επηρεάζουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, τότε το φαινόμενο ονομάζεται μαζική ψυχογενής ασθένεια —παρά επιδημική υστερία, που είναι ο πιο παλαιός και κάπως ποιητικός όρος.
Η μαζική ψυχογενής ασθένεια είναι αποκλειστικά κοινωνικό φαινόμενο, που παρασύρει υγιείς κατά τα άλλα ανθρώπους σε μια ψυχολογική διαδικασία τύπου «καταρράκτη». Όπως ένας μεμονωμένος βούβαλος που ξαφνιάζεται μέσα στο κοπάδι, έτσι και μια μεμονωμένη συναισθηματική αντίδραση ενός μόνο ανθρώπου μπορεί μερικές φορές να κάνει πολλούς άλλους να αισθανθούν το ίδιο πράγμα, και με αυτό τον τρόπο να δημιουργηθεί ένας συναισθηματικός πανικός.
Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι της μαζικής ψυχογενούς ασθένειας. Στην περίπτωση του απλού άγχους, οι άνθρωποι μπορεί να έχουν ποικίλα σωματικά συμπτώματα, όπως κοιλιακό άλγος, πονοκέφαλο, τάση για λιποθυμία, διαταραχή της αναπνοής, ναυτία, εφίδρωση, ζάλη κ.ο.κ. Στην περίπτωση του κινητικού άγχους, οι άνθρωποι μπορεί να επιδίδονται σε υστερικούς χορούς, να συνταράσσονται από ψευδοσπασμούς, ακόμη και να πνίγονται στο γέλιο, παρότι τα πραγματικά αισθήματα που υπόκεινται αυτών των συμπεριφορών είναι ο φόβος ή το άγχος. Επομένως, και στους δύο τύπους μαζικής ψυχογενούς ασθένειας υπεισέρχονται οι ίδιες βασικές ψυχολογικές διεργασίες.
Ιστορικές καταγραφές τέτοιων φαινομένων ξεκινούν ήδη από το 1374· Λίγο μετά την εμφάνιση της μαύρης πανώλης στην Ευρώπη, ξέσπασε «χορομανία» (χορεία). Τα πρώτα περιστατικά τέτοιας μανίας εμφανίστηκαν στην περιοχή του σημερινού Ααχεν, στη Γερμανία. Όπως περιέγραψε ο Γερμανός ιστορικός της ιατρικής J.F.C. Hecker στο βιβλίο του The Epidemics of the Middle Ages (Οι επιδημίες του Μεσαίωνα), το οποίο δημοσιεύθηκε το 1884, αυτά τα περιστατικά εκδηλώνονταν από ανθρώπους που «ενωμένοι από μια κοινή αυταπάτη, παρουσίαζαν δημοσίως, στους δρόμους και στις εκκλησίες, το εξής περίεργο θέαμα:
Σχημάτιζαν κύκλους, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, και έμοιαζαν να έχουν χάσει κάθε έλεγχο των αισθήσεών τους, συνέχιζαν να χορεύουν μαζί επί ώρες, παρά την παρουσία περαστικών, μέσα σε ένα άγριο παραλήρημα, έως ότου τελικά έπεφταν στο έδαφος σε μια κατάσταση εξάντλησης. Στη συνέχεια, παραπονιούνταν ότι ένιωθαν τρομερή κατάθλιψη και βογκούσαν σαν ετοιμοθάνατοι…».
Αυτοί οι άνθρωποι που χόρευαν προφανώς δεν ήταν πιο χαρούμενοι απ’ ό,τι οι μαθήτριες στην Αφρική που γελούσαν.
Σε παλαιότερες εποχές, οι δαίμονες και η μαγεία συχνά θεωρούνταν ως οι αιτίες αυτών των συμπτωμάτων· στη δική μας όμως εποχή ενοχοποιούνται οι τοξικές χημικές ενώσεις και οι περιβαλλοντικοί ρύποι. Ωστόσο, και ενώ πράγματι οι τοξικές ουσίες προκαλούν διάφορες σωματικές ασθένειες, δεν αποτελούν την αιτία της μαζικής ψυχογενούς ασθένειας.
Η πηγή του προβλήματος και ο μηχανισμός της μετάδοσης είναι ψυχογενή. Παρ’ όλα αυτά, όσοι προσβάλλονται από αυτή, όπως και πολλοί παρατηρητές, αρνούνται συχνά να αποδώσουν τα συμπτώματα σε ψυχολογικές αιτίες.
Ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγμα μαζικής ψυχογενούς ασθένειας εμφανίστηκε στο Λύκειο της κομητείας Γουόρεν, στο Μακ Μίνβιλ του Τενεσί. Το σχολείο είχε 1.825 μαθητές και 140 άτομα προσωπικό. Στις 12 Νοεμβρίου του 1998, μια καθηγήτρια νόμιζε ότι μύριζε βενζίνη, γεγονός που την έκανε να παραπονεθεί ότι την έπιασε πονοκέφαλος, δύσπνοια, ζάλη και ναυτία. Βλέποντας την αντίδρασή της, ορισμένοι από τους μαθητές της γρήγορα παρουσίασαν παρόμοια συμπτώματα. Καθώς εκκενωνόταν η αίθουσα, άλλοι μαθητές, βλέποντας τι είχε συμβεί, άρχισαν να αναφέρουν παρόμοια συμπτώματα.
Σήμανε ο συναγερμός πυρκαγιάς και το σχολείο εκκενώθηκε. Η καθηγήτρια και αρκετοί μαθητές μεταφέρθηκαν με ασθενοφόρο σε ένα κοντινό νοσοκομείο, κάτι που είδαν και άλλοι μαθητές και καθηγητές που βρίσκονταν έξω από το σχολείο εξαιτίας του συναγερμού. Κινητοποιήθηκε πλήθος αστυνομικών, πυροσβεστών και ιατρικού προσωπικού έκτακτων περιστατικών από τρεις κομητείες. Συνολικά, εκείνη την ημέρα πήγαν στο νοσοκομείο 100 άτομα και εισήχθησαν 38. Τα μαθήματα σταμάτησαν.
Το σχολείο παρέμεινε κλειστό επί τέσσερις ημέρες και ερευνήθηκε από την πυροσβεστική, την εταιρεία φυσικού αερίου και τους κρατικούς αξιωματούχους της Διεύθυνσης Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας (OSHA), αλλά κανείς δεν μπορούσε να εντοπίσει κάποιο πρόβλημα. Όταν θεωρήθηκε ότι το σχολείο ήταν απολύτως ασφαλές, επετράπη στους μαθητές και στους καθηγητές να επιστρέφουν. Δυστυχώς, πολλοί εξακολουθούσαν να μυρίζουν διάφορες οσμές, και στις 17 Νοεμβρίου προσβλήθηκαν εκ νέου 71 άτομα. Για άλλη μία φορά κλήθηκαν ασθενοφόρα, ενώ το σχολείο εκκενώθηκε και έκλεισε ξανά.
Η υπομονή του διευθυντή εξαντλήθηκε. Έτσι, αποφάσισε να καλέσει διάφορες κρατικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της διάσημης Υπηρεσίας Αντιμετώπισης Επιδημιών των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). Στην υπόθεση ενεπλάκησαν επίσης η ομοσπονδιακή Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας (ΕΡΑ), η Υπηρεσία Τοξικών Ουσιών και Καταγραφής Ασθενειών (ATSDR), το Εθνικό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας (NIOSH), τα πολιτειακά υπουργεία Υγείας και Γεωργίας του Τενεσί και πολυάριθμοι άλλοι τοπικοί οργανισμοί και προσωπικό έκτακτων αναγκών.
Η έρευνα ήταν ιδιαίτερα εξονυχιστική. Εναέρια επιτήρηση αναγνώρισε πιθανές περιβαλλοντικές πηγές μόλυνσης· υπαλληλικό προσωπικό ερεύνησε κάποια σπήλαια που βρίσκονταν κοντά στο σχολείο· έγινε διεξοδικός έλεγχος στο σύστημα εξαερισμού, στα υδραυλικά και στα δομικά συστήματα του σχολείου· εξετάστηκαν δείγματα εδάφους γύρω από το σχολείο, αέρα (συμπεριλαμβανομένων δειγμάτων από τις ημέρες του ξεσπάσματος της επιδημίας), νερού και αποβλήτων. Ο αέρας αξιολογήθηκε με εντυπωσιακή ποικιλία μεθόδων και οργάνων υψηλής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων χρωματομετρικής ανάλυσης, ανιχνευτών ιονισμού φλόγας, ανιχνευτών φωτοϊονισμού, μετρητών ραδιενέργειας και δεικτών καύσιμου αερίου.
Δύο χρόνια αργότερα, σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine περιγραφόταν η διεξοδική εξέταση των πιθανών περιβαλλοντικών αιτιών της ασθένειας και παρουσιάζονταν τα αποτελέσματα της έρευνας των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων. Τελικά, όπως και στην περίπτωση των Rankin και Philip, που μελέτησαν την αφρικανική επιδημία γέλιου, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ευθύνη πρέπει να αποδοθεί σε ψυχογενείς παράγοντες. Βρήκαν ότι η ασθένεια σχετιζόταν με την άμεση παρατήρηση κάποιου άλλου ασθενούς κατά τη διάρκεια της επιδημικής έκρηξης και ότι οι γυναίκες ήταν περισσότερο ευάλωτες. Η διάγνωση ήταν επιδημική υστερία.
Η συγκεκριμένη διάγνωση δεν ικανοποίησε την κοινότητα και αναστάτωσε αρκετούς από όσους είχαν νοσήσει, όπως φαίνεται και από τα λόγια ενός δεκαπεντάχρονου: «Είπαν ότι είμαστε τρελοί… Αυτό με εξόργισε. Όταν είμαι άρρωστος, δεν θέλω να μου λένε ότι υποκρίνομαι. Δεν θα με είχαν πάει στο νοσοκομείο, ούτε θα είχε ανέβει τόσο πολύ η πίεσή μου αν δεν ήμουν άρρωστος».13 Βεβαίως, τα συμπτώματα όσων προσβάλλονται από τη μαζική ψυχογενή ασθένεια, ανεξάρτητα αν πρόκειται για γέλιο, χορό, τάση λιποθυμίας ή ναυτία, είναι πολύ αληθινά και τα θύματα δεν «υποκρίνονται» αυτό που βιώνουν με έναν εσκεμμένο, προσχεδιασμένο τρόπο, όπως κάποιος που παριστάνει τον άρρωστο. Το εκπληκτικό είναι ότι δεν μας αρρωσταίνει μόνο το δικό μας άγχος, αλλά μπορεί να μας άρρωστη σε ι και το άγχος των άλλων.
Οι ερευνητές των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων ασχολήθηκαν επίσης και με τον λόγο για τον οποίο οι κοινότητες είχαν καταφύγει στη χρησιμοποίηση τόσο πολλών μέσων, στην προσπάθειά τους να βρουν περιβαλλοντικές αιτίες για ασθένειες που έμοιαζαν να είναι ψυχογενείς. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι, ενώ οι υπεύθυνοι δημόσιας υγείας συχνά υποπτεύονται την ψυχογενή αιτιολογία μιας επιδημικής έκρηξης, νιώθουν εντούτοις πως δεν έχουν άλλη λύση από το να διεξαγάγουν μια εκτεταμένη έρευνα εξαιτίας της έντονης ανησυχίας του κοινού.
Και, βέβαια, είναι πολύ δύσκολο —αν όχι αδύνατο— να αποδειχθεί με αναντίρρητο τρόπο ότι δεν πρόκειται για την έκθεση σε κάποια μυστηριώδη τοξική ουσία που απλώς διέφυγε την έρευνα. Οι ερευνητές των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων επεσήμαναν την πιθανότητα αρνητικής αντίδρασης της κοινότητας στον χαρακτηρισμό ενός επεισοδίου ως «ψυχογενούς», τονίζοντας ότι «είναι κατανοητό οι γιατροί και οι λοιποί επιστήμονες να μη προθυμοποιούνται να ανακοινώσουν ότι μια ασθένεια έχει ψυχογενείς αιτίες, εξαιτίας της ντροπής και της οργής που συνήθως προκαλεί μια τέτοια διάγνωση».
Nicholas A. Christakis, MD, PhD και James H. Fowler, PhD – Συνδεδεμένοι.
Κοινοποιήστε: