Σκηνοθετείτε την παράσταση «Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή. Τι «είδατε» στο έργο κι αποφασίσατε να το ανεβάσετε; Ποια η δική σας προσέγγιση;
Όταν δουλεύεις πάνω σε ένα κείμενο, ειδικά όταν αυτό έχει τέτοια ουσία κι αντοχή στο πέρασμα του χρόνου, υπάρχει η πλοκή και τα εμφανή θέματα κι ερωτήματα που πραγματεύεται ο συγγραφέας. Εάν οι ηθοποιοί έχουν συνοχή μεταξύ τους, καταλάβουν τι σημαίνει αυτό που λένε και βρουν την ουσία του κάθε χαρακτήρα, ανακαλύψουν τις δραματικές καταστάσεις και καταφέρουν να τις μεταφέρουν ακριβώς, πάνω στη σκηνή, τότε εμπιστεύομαι το κοινό να βρει τον δρόμο του μέσα στην ιστορία και τις έννοιες της. Θα καταλάβει, θα αντιδράσει ή θα ανακαλύψει τις αναλογίες με την δική του θεώρηση ζωής. Δεν προσπαθώ να του δώσω «μασημένη τροφή» σε ότι έχει να κάνει με το κείμενο.
Με ενδιαφέρουν περισσότερο τα πολλαπλά επίπεδα του, που μπορεί να επικοινωνούνται μέσα από συμβολισμούς, αναφορές ή ακόμη και μέσα από πράγματα που «αιωρούνται», αν μπορώ να χρησιμοποιήσω την έκφραση, ανάμεσα στις γραμμές. Ίσως υπάρχουν ιδέες ή έννοιες στο έργο που ενδεχομένως έχουν χάσει την θέση τους στην σύγχρονη κοινωνία, όπως, στην περίπτωση του «Φιλοκτήτη», η «μοίρα» για παράδειγμα.
Κατά τη διάρκεια των προβών προσπαθήσαμε με τους ηθοποιούς να φτάσουμε σε αυτά τα επίπεδα, να βρούμε τρόπους να τα δηλώσουμε, δημιουργώντας εικόνες, ανακαλύπτοντας οπτικούς και ακουστικούς τρόπους έκφρασης.
Με ενδιαφέρει πάντα – σε οποιοδήποτε κείμενο – αυτό που «κρύβεται» μέσα στην πλοκή, τι περιέχουν οι λέξεις, το βαθύ νόημά τους. Αυτό είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον, όταν δοκιμάζεται κανείς σε μια αρχαία συνθήκη, όπου υπάρχουν οι μεταφυσικές όψεις, οι συνδέσεις με κάτι έξω από τον εαυτό σου, κάτι που μπορεί να μιλήσει στην ψυχή ή το πνεύμα, μια σύνδεση με τη φύση και τις βαθιές δυνάμεις της πάνω και μέσα μας.
Τι κοινό βρίσκετε στον «Φιλοκτήτη» και τους σύγχρονους Έλληνες;
Συνήθως δεν προσεγγίζω τα έργα με γνώμονα τα κοινά τους σημεία με την σύγχρονη κοινωνία, κααταρχάς επειδή η ανθρώπινη κατάσταση κάνει κύκλους γύρω από τα ίδια θέματα και το 99% των έργων που έχουν γραφτεί ασχολούνται με αυτά, από διαφορετικές οπτικές το κάθε ένα. Δεύτερον, εάν ένας άνθρωπος όπως εγώ, ελκύεται από κάτι σε ένα έργο, τότε, μέσα από αυτήν την έλξη υπάρχει «αναγνώριση». Σε αυτήν την περίπτωση, προσπαθώ να δώσω κάποιες κατευθύνσεις στους συνεργάτες μου και να δω την δική τους ερμηνεία και αντίδραση. Έτσι αρχίζει να σχηματίζεται αυτό που θέλουμε να πετύχουμε.
Έχω δυο βασικούς στόχους κάθε φορά που εργάζομαι σε μια θεατρική παραγωγή: Ο ένας είναι να δημιουργήσω στη σκηνή έναν κόσμο που μιλά, όχι μόνο στο μυαλό και τις αισθήσεις, αλλά φτάνει στο υποσυνείδητο του κοινού. Ο δεύτερος, να προσφέρω την αίσθηση ενός «ταξιδιού» και μιας ομορφιάς, όχι την ομορφιά των τάμπλοϊντ ή αυτήν που προωθεί το Tik Tok, αλλά την αίσθηση μια σπουδαιότερης συνάφειας που περιλαμβάνει αγριότητα, σκληρότητα, ανύψωση, καταστροφή ή θαύμα.
Το προηγούμενο έργο σας ήταν ο «Ριχάρδος ο Γ’». Υπάρχουν ομοιότητες με τον «Φιλοκτήτη»;
Σε όρους θεατρικού ύφους και στίγματος, ναι, τείνω να «ανακατεύω» πολύ το σώμα του ηθοποιού, κοιτώ πάντα αυτό που μπορεί να εκφραστεί μέσω της εικόνας και του ήχου. Επίσης, φαίνεται πως είμαι σε μια φάση διάδρασης, όσον αφορά σκηνικά και κοστούμια, που είναι μάλλον μινιμαλιστικά. Αυτό δίνει την ευκαιρία στον ηθοποιό να νιώθει απόλυτα συγκεντρωμένος, είναι όμως επίσης και μια τεράστια πρόκληση. Αν δεν διαθέτει «βοηθήματα» για την ερμηνεία του ή το «σωστό» σκηνικό, εκείνο δηλαδή που θα οριοθετήσει το περιβάλλον του, να συμπράξει με το φως και τον ήχο για να δημιουργήσει και να διατηρήσει τον «κόσμο» και το περιβάλλον του έργου.
Γεννηθήκατε στην Τζαμάικα, μεγαλώσατε στη Γερμανία και τώρα ζείτε στην Ελλάδα. Πως σας επηρέασαν αυτές οι κουλτούρες ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη;
Να συμπληρώσω πως έζησα εννέα χρόνια στο Λονδίνο, ενώ δούλεψα ή και ταξίδεψα στο Κουβέιτ, τη Ρωσία, την Βοσνία – Ερζεγοβίνη, την Ελβετία, την Γαλλία και την Αίγυπτο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μάθω να προσαρμόζομαι σε καταστάσεις εκτός του κανονικού πλαισίου εργασίας. Έμαθα επίσης πως να αυτοσχεδιάζω, να οργανώνω, να είμαι δημιουργική σε περιπτώσεις όπου υπάρχει περιορισμός και να συνειδητοποιήσω πως υπάρχει μια παγκόσμια θεατρική γλώσσα, πέρα από τις ομιλούμενες. Ως ηθοποιός, βελτίωσα την ικανότητα να «διαχειρίζομαι» ένα κείμενο. Το γεγονός πως έμαθα να ερμηνεύω σε γλώσσες που δεν είναι η μητρική μου, όπως τα Αγγλικά και τα Ελληνικά, άνοιξε μια πόρτα μέσα μου, η οποία ήταν κλειστή, όταν έκανα τα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα στη Γερμανία.
-Πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε με το θέατρο; Γιατί;
Μεγάλωσα σε ένα χωριό με πολύ μικρό θέατρο. Στα 17 μου αποφάσισα να μετακομίσω σε μια μεγαλύτερη πόλη – χωρίς καν να το πω στους γονείς μου – επειδή το εκεί σχολείο είχε θεατρική ομάδα. Καθώς αυτή η ομάδα μετρούσε ήδη πολλά χρόνια παρουσίας, ήμουν το outsider. Ο σκηνοθέτης αποφάσισε να ανεβάσει το έργο «Η δοκιμασία» («Οι μάγισσες του Σάλεμ») του Άρθουρ Μίλερ και ρώτησε ποια θα ήθελε να παίξει τον κεντρικό γυναικείο ρόλο της Άμπιγκαιηλ. Καμία από τα άλλα κορίτσια δεν παραδέχτηκε πως ήθελε (αν και οι περισσότερες το επιθυμούσαν). Σήκωσα το χέρι και προσφέρθηκα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραπονεθούν στον σκηνοθέτη, γιατί εγώ, η «καινούρια» θα έπαιζα τον πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά τελικά, τον κράτησα. Οι δυο παραστάσεις που δώσαμε με έκαναν να νιώσω πως με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα.
– Είστε σκηνοθέτις και ηθοποιός. Σας διευκολύνουν οι δυο αυτές ιδιότητες;
Νομίζω πως μου δίνουν μια ολιστική αντίληψη και κατανόηση. Επίσης μου επιτρέπουν να βρίσκω κάποιες φορές, πιο εύκολα τα «κλειδιά» για να ανακαλύψω μια σκηνική κατάσταση ή τα στοιχεία ενός χαρακτήρα.
Είναι μέσα στα σχέδιά σας κάτι εντελώς διαφορετικό; Μια κωμωδία ή ένα μιούζικαλ;
Μια όπερα θα αποτελούσε πρόκληση. Μάλιστα, λίγα χρόνια πριν μου έγινε πρόταση να σκηνοθετήσω μια νέα όπερα εδώ, στην Ελλάδα. Δυστυχώς μετά από ένα μήνα προβών, ο «παραγωγός» αποδείχθηκε τελείως αναξιόπιστος και η παράσταση ματαιώθηκε. Κάτι άλλο που κάνω, είναι η συνεργασία μου με το συγκρότημα «Pagan», μια progressive, ethnic ροκ μπάντα που ιδρύθηκε το 2020. Θα κάνουμε μια μικρή περιοδεία ανά την Ελλάδα φέτος το καλοκαίρι και τον Οκτώβριο θα παίξουμε στο «Κύτταρο». Είμαι πολύ ενθουσιασμένη με τη δουλειά τους και την συνεργασία μας. Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία τρία χρόνια έχουν «μπει» στη ζωή μου πολλοί μουσικοί, κάτι που εκτιμώ πάρα πολύ. Εκτός αυτών, τελευταία κάνω κάτι τελείως διαφορετικό, καθώς έχω ξεκινήσει σπουδές πάνω στην Επικοινωνία των Ζώων. Πρόκειται για έναν ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα μελέτης σε κλάδους όπως η συμπεριφορά τους, η κοινωνιολογία, η νευρολογία και καλύτερη αντίληψη για αυτά.
– Τι πιστεύετε πως μπορεί να προσφέρει η Τέχνη σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς; Τι έχει προσφέρει σε εσάς;
Η Τέχνη μας υπενθυμίζει τη σημασία των πραγμάτων που δεν μπορούμε να δούμε ή να αγγίξουμε αλλά να συναισθανθούμε, να νιώσουμε και να γνωρίσουμε. Δημιουργεί δεσμούς και ανυψώνει το πνεύμα. «Γυρίζει το εσωτερικό μας καντράν» λίγο πιο δεξιά ή λίγο πιο αριστερά, με λυτρωτικό αποτέλεσμα. Οπωσδήποτε η Τέχνη εγείρει ερωτήματα και ενθαρρύνει συζητήσεις πάνω στα τρέχοντα κοινωνικά ή πολιτικά θέματα, αλλά θεωρώ πως αυτό δεν είναι – ή τουλάχιστον όχι πια – η κυρίως δύναμή της ή οι τομείς στους οποίους χρειάζεται περισσότερο. Βέβαια, αυτή είναι η δική μου αίσθηση. Ζούμε σε μια εποχή που κατακλυζόμαστε από πληροφορίες, αναλύσεις και απόψεις. Το ίντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν «μπει» σχεδόν ολοκληρωτικά στο μυαλό μας κι αυτό δε συμβαίνει μόνο σε κάποιους, αλλά σε όλους. Για αυτό ακριβώς η προσπάθειά μου όταν σκηνοθετώ ένα έργο είναι να δώσω ένα ερέθισμα όχι μόνον στον νου του θεατή, αλλά και στις ικανότητές του να κατανοήσει τα κανάλια που συνδέουν όλους τους ανθρώπους μεταξύ μας.
Πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Το Διαβάσαμε Marlene Kaminsky: «Η Τέχνη υπενθυμίζει την σημασία των πραγμάτων»
Κοινοποιήστε: