Και φτάνεις στην άκρη του νήματος γεμάτος ερωτήσεις, μ’ όλο που ξεχνάς τι ήθελες να ρωτήσεις, το μόνο που θυμάσαι, αυτό που σε τσιγκλάει, από τ’ ανώδυνα προπάντων, και στο τέλος, όταν αποθαρρύνεσαι, αρπάζεσαι από τις ερωτήσεις μπας και σε βοηθήσουν να θυμηθείς. Μα αυτές σαν τη φωτιά, άχρηστο δώρο θεϊκό, θα κάψουν κάθε τι το άχρηστο εντός σου, κι ότι άλλο κάψουν θα σου είναι άχρηστο
πια· και τότε θα καταλάβεις πως ο χαμένος δεν τα παίρνει πάντοτε όλα.
Κι αν δεν έχεις τις απαντήσεις, θα αλλάξεις τη σειρά των ερωτήσεων, το νόημα δεν έχει σημασία αν δεν το βρεις, κι αν το βρεις δεν θα έχει πια και τόσο νόημα, δεν είναι έτσι; Άλλαξε τη σειρά και θα αλλάξει το νόημα. Δώστους να το διαβάσουν και θα του αλλάξουν το νόημα. Κάθε αναγνώστης είναι μια άλλη ανάγνωση, το είπε ο Πιερ Μενάρ, ο ρεβιζιονιστής του Δον Κιχώτη, το ξέρουν κι οι γραφιάδες που έχουν πάψει να μονομαχούν με τις βεβαιότητες.
Κι όσες λίστες και να φτιάξεις θα διαφέρουν σε κάτι βασικό, το περιεχόμενό τους θα αλλάζει την ώρα ακριβώς που τις σημειώνεις στο χαρτί, πριν αδιαμαρτύρητα στεγνώσει το μελάνι· οι λέξεις, θα χάσουν την υπόστασή τους, αμέσως μόλις καταφέρεις να τις ορίσεις. Στον αγώνα μεταξύ του πράττειν και του γράφειν κερδισμένος θα είναι πάντα ο λόγος, να ξέρεις.
Στη λογική συνδιαλλαγή με τον εαυτό σου, το ουσιαστικό είναι το προφανές, ο προσδιορισμός το αναπόφευκτο, το επίρρημα, ίσως άχρηστο, απαραίτητο για να σε φρενάρει όμως, καθώς σταματάς να το υπολογίσεις, να το μετρήσεις – την προπαίδεια δεν την ξεχνάς ποτέ, τις πιθανότητες τις μαθαίνεις μόνο στο δρόμο.
Κι αυτή η ίδια η αναζήτηση θα σε οδηγεί πάντα πίσω σε σένα, εκεί που ανήκεις, η εμπειρία εκεί έξω είναι που γεννά το ταξίδι προς τα μέσα, σαν τον μίτο που αέναα ξεδιπλώνεται, για να σε βγάλει –ή να σε βάλει; στο λαβύρινθό σου, σαν το πλεχτό που το κοιτάς από την ανάποδη κι όταν το στρέψεις προς στο φως νιώθεις το σκοτάδι.
Κι εκεί που όλα έτειναν να βρουν τη θέση τους, και το μήλο έπεφτε κάτω από τη μηλιά, κι όλα είχαν την εξήγησή τους, και οι ερωτήσεις κούμπωναν στις απαντήσεις τους, και ο αιτών αμοιφθήσεται, κι η εξέλιξη είχε πάρει το δρόμο της κι η επανάσταση είχε βρει το δικό της, τα άτομα δεν είναι πράγματααποφάνθηκε ο Χάιζεμπεργκ, και δεν υπάρχουν παρά μόνο τυχαία στο χωρόχρονό μας, και τότε η σκεπτομορφή υποκλίθηκε, μια ολόκληρη εποχή έγινε παρωχημένη, κι απέμεινες μόνος, εσύ και κάποιοι λίγοι, να παλεύεις με το σύστημα.
Μα όσο προχωράς τόσο πιο αδυσώπητο αντρώνεται το σύστημα κι εσύ πασχίζεις να βρεις την κρυψώνα σου, φυγή, λέξεις, νότες, αλητεία, τζόγος, πάθος, έρωτες…κι ο ντράμερ θα παίζει συνεχώς το ρυθμό στα 4/4 κι εσύ θα φτύσεις το τσιγάρο μέσα από το στόμα.
Είσαι μοναδικός και μόνος, αυτή είναι όλη κι όλη η δύναμή σου – φυγόκεντρος και κεντρομόλος – προς τους άλλους, τους πολλούς, τον έναν, αυτή είναι η απολαβή σου, και ίσως εντέλει να φτάνει μονάχα αυτό, για να καταλάβεις πως η απροσδιόριστη ευτυχία είναι στο κάτω-κάτω να μη θέλεις να είσαι κάπου αλλού, με κάποιον άλλο, κάνοντας κάτι άλλο.
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=FOg7aPNLLG0]
Κοινοποιήστε: