Οι «άλλοι» πάντα φταίνε. Οι έξω, οι μέσα, οι παραέξω, οι ένιοι, οι άσχετοι, οι σχετικοί, οι συστημικοί, οι κρατικοί και οι παρακρατικοί. Οι κρατικοδίαιτοι και οι κρατούντες. Οι…
καταπατητές, οι εμπρηστές, οι πράκτορες, οι κλειδοκράτορες κι οι προβοκάτορες. Οι γκρίζοι λύκοι και τα λευκά κοιμισμένα αρνιά. Οι οικοπεδοφάγοι και οι αδερφοφάγοι. Οι άλλοι, πάντα!
Για τα ρέματα, που μπαζώνουμε. Για τα αυθαίρετα-φέρετρα, εντός δασικών περιοχών. Για τις αντιπυρικές ζώνες, που σχεδιάζονται επί χάρτου. Για τα πευκοδάση, βορά στο μικροαστικό όνειρο για «εξοχικό». Για το χαρτοβασίλειο των αδειοδοτήσεων και των νομιμοποιήσεων, εύφλεκτη ύλη και καλό προσάναμμα στα «τζάκια» κάθε λογής εξουσίας. Για τα «έλαμωρετώρα» σχέδια έκτακτης ανάγκης και τις οδηγίες εκκένωσης περιοχών που μοιάζουν… εκκενώσεις εντέρων.
Οι στενοί δρόμοι και τα τσιμεντένια μας όνειρα. Οι άναρχα δομημένοι οικισμοί κι οι πολύβουες σα σφηκοφωλιές πόλεις. Οι αδιέξοδες εθνικές οδοί των διοδίων και των αναρμοδίων. Ο ασχεδίαστος σχεδιασμός στο γόνα. Οι διαγκωνισμοί κι οι διαγωνισμοί που μετατρέπονταν σε απευθείας αναθέσεις. Τα τσιμεντάκια στα αχάρακτα σοκάκια. Οι εκθέσεις, οι οποίες καταλήγουν αδιάβαστες και στους κάδους απορριμμάτων των ιθυνόντων. Οι προτάσεις που μένουν γράμμα κενό. Τα κενοτάφια των αγνοούμενων…
Ξορκίζουμε το κάθε «κακό» με ευχολόγια και υποσχέσεις. Κι αυτό, πεισματικά και ως δόρυ αιχμηρό, μας επισκέπτεται κάθε χρόνο. Πότε ως πυρκαγιά, πότε ως πλημμύρα, πότε ως οικολογική καταστροφή, πότε ως εθνική ήττα. Το «κακό» που παίζει με τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους, τους καίει σα πεταλουδάκια που έλκονται από τα απατηλά φώτα ή τους παρασύρει σα πουλιά με ραγισμένα φτερά στη μεσοτοιχία του σύμπαντος. Το «κακό» που στρουθοκαμηλίζοντας προσποιούμεθα πως δεν βλέπουμε… Κι αυτό, γελώντας χαιρέκακα, δείχνει στον άνθρωπο τη μωρία του και την τιμωρία του…
Θα μοιρολογήσουμε τη νέα καταστροφή και τα αποτεφρωμένα κορμιά στο ύστατο, τόσο σπαρακτικό, αγκάλιασμα απελπισίας. Με τριήμερο εθνικό πένθος θα θάψουμε τους καμένους αδικοχαμένους με νεκρικές σπονδές στις ευθύνες μας. Η οικονομική κρίση ως μόνιμη επωδός συγκάλυψης των εγγενών αδυναμιών του κρατικού μηχανισμού να αντιδράσει εγκαίρως και με επάρκεια σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί εάν υπήρχε τακτικός σχεδιασμός και πρόβλεψη.
Κι ύστερα… θα ξεχάσουμε. Μέχρι να ξαναχάσουμε κάθε ελπίδα. Το σπιτάκι μας ή και τη ζωή μας.
Οι νεκροί της Ικαρίας, η καταστροφή της Πεντέλης το 98, το ολοκαύτωμα της Σάμου το 2000, οι πυρκαγιές της Μάνης και της Χαλκιδικής το 2006, η βιβλική καταστροφή της Ηλείας το 2007 και οι νεκροί… Οι νεκροί… Οι νεκροί.
Μερικές μόνο από τις καμένες σελίδες στο βιβλίο μιας χώρας που ποτέ δε μαθαίνει!
Δεν θέλω να μάθω. Δεν θέλω να ξέρω τι φταίει. Θέλω να κάνω ότι κι ο γείτονας. Να κόβω το δέντρο που μου φράζει τη θέα. Να απλώνομαι στο παρακείμενο δασύλλιο. Να αγνοώ τους νόμους. Να κινούμαι σε υπονόμους. Να λαδώνω και να λαδώνομαι. Να ψηφίζω μα να μην εκλέγω. Να γίνομαι μέρος της αγέλης. Να ξεχνώ πως μέγιστη αξία όλων είναι η ζωή. Θέλω μόνο να καταριέμαι, να ασχημονώ, να τα περιμένω όλα από το «κράτος». Να ξεχνώ πως είμαι κι εγώ μέρος αυτού του «κράτους» κι ο λόγος που ποτέ δεν αλλάζει. Και να το θυμάμαι μόνον όταν θάβω τα όνειρά μου ή τους νεκρούς μου.
«Η χώρα γέμισε με λύπη και με σταχτί πυκνό καπνό…» έγραφε ο Μάνος Ελευθερίου που έφυγε κι αυτός για το μακρινό του ουρανού ταξίδι.
Θρηνούμε. Όχι άλλα λόγια…
Μαργαρίτα Ικαρίου
Πηγή H χώρα γέμισε με λύπη και με σταχτί πυκνό καπνό…
Κοινοποιήστε: