‘Γράμματα εγώ δεν ξέρω’ του Παντελή Τζανουδάκη
Στο, φανταστικό, ελληνικό νησί Κίος οι περισσότεροι άνθρωποι είναι γεμάτοι καλοσύνη, γιατί ξέρουν πως το καλό που κάνεις πάντα φέρνει καλό κι ας μη γυρνά απαραίτητα σε σένα, ένα καλό που θα κάνεις θα ομορφύνει τον τόπο σου, είναι σαν να ρίχνεις σπόρους λουλουδιών δεξιά κι αριστερά στο δρόμο που βαδίζεις και με την πρώτη βροχούλα που θα χαριστεί από ψηλά, θα φυτρώσουν άνθη παντού μα όχι όποια κι όποια, δεν θα ’ναι σαν τα λουλούδια που ευωδιάζουν και ομορφαίνουν τον κόσμο μας, μα θα είναι αγριολούλουδα, κι αυτά είναι πανάκριβα και σπάνια, γιατί δεν πουλιούνται ούτε αγοράζονται πουθενά, μια και πρέπει ή να τα θαυμάζεις βλέποντάς τα κι αναπνέοντας τα δώρα τους ή αν σκύψεις να τα κόψεις θα είναι μόνο για να τα δωρίσεις σε κάποιον που αγαπάς πολύ, άρα είναι τα πιο πολύτιμα άνθη του κόσμου ετούτου, μια και η αγάπη ανάμεσα σε δυο καρδιές είναι ο πλούτος της ζωής μας.
‘Το καράβι είχε ξεκινήσει στην ώρα του, η Ευτυχία, μια νεαρή δασκάλα πρωτοδιόριστη, ταξίδευε πρώτη φορά σ ένα άγνωστό της ακριτικό νησί, την Κίο, μα κάτι απρόβλεπτο στο δεύτερο λιμάνι και μια μεγάλη καθυστέρηση που ακολούθησε, έβγαλε το ταξίδι εκτός χρονικού προγραμματισμού.
Όμως η Ευτυχία ταξίδευε έστω και νοερά, ονειρευόταν πως έφτανε σ’ έναν όμορφο και φιλόξενο τόπο όπου θα ξεκινούσε ουσιαστικά τη ζωή της.
«Να ονειρεύεσαι καρδιά μου», τα λόγια της μάνας της, «πάντα να πιστεύεις πως το αύριο που έρχεται είναι καλύτερο από το χθες, μα να προσέχεις κιόλας, γιατί τα όνειρα πολλές φορές σκοντάφτουν, είναι σκληρή η πραγματικότητα, όταν είσαι ξυπνητός, γι’ αυτό να έχεις δύναμη και θέληση πάντα να σηκώνεσαι».
Δεν ήθελε να σκέφτεται αρνητικά, κατέβηκε με τους λιγοστούς συνεπιβάτες στο μικρό λιμάνι περασμένα μεσάνυχτα, μα μέχρι να καταλάβει τι πρέπει να κάνει, σαν να άνοιξε η γη και τους κατάπιε όλους, δεν υπήρχε ψυχή ζώσα γύρω της και το πλοίο ήδη είχε ξεμακρύνει πλέοντας προς τον επόμενο άγονο προορισμό.
Μόνη στο πουθενά, με πυκνό σκοτάδι γύρω της, κάθισε απογοητευμένη στο πρώτο παγκάκι, με τα λόγια της μάνας της να της δίνουν κουράγιο: «Τα όνειρα σκοντάφτουν, όμως εσύ πάντα να σηκώνεσαι, το χρωστάς στον εαυτό σου, …»’.
Ο Παντελής Τζανουδάκης γεννήθηκε στο Κοντομαρί Χανίων, όπου κι έμαθε τα πρώτα του γράμματα.
Σε ηλικία δέκα ετών η οικογένειά του μετακόμισε για βιοποριστικούς λόγους στην πρωτεύουσα.
Μεγαλώνοντας στο Αιγάλεω, τελείωσε το τότε εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων, πέρασε στο Μαθηματικό του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας και εργάσθηκε στη δημόσια εκπαίδευση, ως επί το πλείστον στο 5ο Γυμνάσιο Κορυδαλλού.
Με τη συγγραφή ασχολείται τα τελευταία χρόνια.
Εκδόσεις Φίλντισι
Ξανθίππου 123, Παπάγου, 15669
Τηλ.: 210 6540170
www.filntisi.grinfo@filntisi.gr
Κοινοποιήστε: