Δημήτρης Βεριώνης – «Να ζητάμε την Αλήθεια»
Ο Δημήτρης Βεριώνης μιλά για το βιβλίο του ‘Θάνατοι στη Χούντα’.
Αναφέρεσαι σε μια ιστορική περίοδο που ‘πονάει’ ακόμη.
Όντως ‘πονάει’ ενώ ταυτόχρονα είναι και αρκετά ‘σκοτεινή’, δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για αυτήν. Το βιβλίο ‘Θάνατοι στη Χούντα’, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ‘Τόπος’, είναι το αποτέλεσμα δεκαετούς έρευνας που ξεκίνησε το 2013 μετά από μια επίσκεψη μου στον μουσειακό χώρο του Συνδέσμου Φυλακισμένων Εξορισθέντων Αντιστασιακών. Εκεί, όπου γίνονται επίσης και διάφορες εκδηλώσεις, υπάρχει μόνιμη έκθεση με αντιστασιακό υλικό από την περίοδο της Χούντας (1967 – 1974) και φωτογραφίες θυμάτων του καθεστώτος. Στην επίσκεψη μου αυτή, μαζί με τον ανιψιό μου, ήταν η επέτειος του Πολυτεχνείου θυμάμαι, είδα ανάμεσα στις φωτογραφίες προσώπων που γνώριζα, όπως του Μανδηλαρά, του Τσαρουχά και θυμάτων της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, κι άλλες, για τα πρόσωπα των οποίων – παρά το ενδιαφέρον μου για την συγκεκριμένη περίοδο – δεν γνώριζα τίποτα. Υπήρχε μόνον η φωτογραφία, ένα όνομα και η ημερομηνία θανάτου. Τράβηξα μερικές φωτογραφίες, γύρισα σπίτι κι άρχισα να αναζητώ στο Ίντερνετ πληροφορίες για αυτά τα πρόσωπα. Διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε τίποτα, για κανέναν. Αυτό έξαψε την φαντασία και την περιέργεια μου. Θέλησα να μάθω ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Ξεκίνησα – εμμονικά σχεδόν – να ψάχνω την βιβλιογραφία και τον Τύπο της εποχής, αναζητώντας στοιχεία. Έτσι, το ένα έφερε το άλλο. Από τα βιβλία, τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής και των πρώτων ετών της Μεταπολίτευσης κυρίως, πέρασα σε διάφορους ‘διαδρόμους’ όπου με πήγαν τα πράγματα, ενώ βρήκα την δικηγόρο Φιλάνθη Ψυρρή η οποία είχε κάνει τις τότε μηνύσεις για περιπτώσεις ύποπτων θανάτων. Συνειδητοποίησα πως όλο αυτό το υλικό και η έρευνα θα έπρεπε να γίνει βιβλίο, καθώς ξέφυγε από το προσωπικό και απόκτησε μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Ποιους άλλους τρόπους έρευνας χρησιμοποίησες;
Πέραν από τις ατελείωτες ώρες ψαξίματος σε πιθανά κι απίθανα μέρη, από τα ‘Κοινωνικά’ των εφημερίδων και την ειδησεογραφία μέχρι κάποιες παρενθέσεις ή απλές αναφορές ονομάτων στη βιβλιογραφία, διαβάζοντας τα πρακτικά της δίκης του Πολυτεχνείου για παράδειγμα, ή της δίκης των Βασανιστών της Χούντας, έβρισκα αναφορές, απλές αναφορές, ονομαστικές και με βάση αυτό, άρχισα να ψάχνω. Απέκτησα πρόσβαση στο αρχείο της Ψυρρή που ήταν εν ζωή τότε, βρήκα φακέλους σε πολλές περιπτώσεις, κι έτσι το ψάξιμο και η αναζήτηση οικείων προσώπων, συγγενών κλπ έγινε λιγάκι πιο εύκολο. Από κει και πέρα άρχισα να ψάχνω στον τηλεφωνικό κατάλογο, ονόματα τα οποία μπορεί να ήταν και απλές συνωνυμίες και να δοκιμάζω κάθε δυνατή επικοινωνία. Ληξιαρχεία, δημοτολόγια, τοπικούς φορείς, κοινούς γνωστούς, οτιδήποτε μπορούσε να με οδηγήσει κάπου. Έφτασα τέλος στους συγγενείς, από τους οποίους έπαιρνα πολύ πιο αξιόπιστη μαρτυρία, άλλωστε, αυτό ήταν που είχε μεγάλη σημασία για μένα, να μάθω την ιστορία του καθενός. Προσπάθησα έτσι ώστε η προσωπική μου αξιολόγηση και τα συμπεράσματα να μείνουν εκτός του βιβλίου. Κατέγραψα το σύνολο των περιπτώσεων για τις οποίες κατηγορήθηκε δίκαια ή ενδεχομένως και λανθασμένα σε κάποιες περιπτώσεις το χουντικό καθεστώς, είτε στον ελληνικό μεταπολιτευτικό Τύπο, είτε στον αντιστασιακό Τύπο του εξωτερικού και όλα αυτά τα έβαλα στο χαρτί.
Μιλάς για έναν κυκεώνα.
Πρόκειται για ένα κουβάρι το οποίο σαφώς δεν έχει ξετυλιχτεί εντελώς. Το βιβλίο καλύπτει την περίοδο 1967 – 1974 και τα περιεχόμενα του είναι όσα εγώ μπόρεσα να διαπιστώσω, μετά από πολλή πολλή έρευνα κι εξαντλώντας τα περιθώρια. Είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις ή περιπτώσεις για τις οποίες δεν βρήκα πολλά, αλλά αν μη τι άλλο, υπάρχει κάποιος σπόρος αλήθειας σε αυτές. Πολλές φορές, είτε επειδή προφανώς η πρόσβαση στην πληροφορία τότε ήταν απαγορευμένη και δεν υπήρχε και η δυνατότητα της διάδοσης των ιδεών, μπορεί ένα όνομα ή επώνυμο να αποδίδεται λάθος. Είναι πάρα πολύ δύσκολη η έρευνα μέχρι να καταφέρω ή όχι να ταυτοποιήσω κάποια πρόσωπα.
Πόσο δύσκολο ήταν να έχεις πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες; Πως αντιμετώπισαν την έρευνα σου οι διάφοροι φορείς;
Οι δυσκολίες υπήρχαν κατά περίπτωση. Άλλοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα να παράσχουν βοήθεια, να δώσουν στοιχεία, άλλοι, υπό τον φόβο του περίφημου GDPR, είχαν. Ο νόμος περί προσωπικών δεδομένων είναι πολύ παρεξηγημένος και προβληματικός. Προσπαθεί να προστατεύσει ορισμένα πράγματα που είναι εύλογο πως πρέπει να προστατευτούν, από την άλλη, ωστόσο, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην έρευνα. Πολλοί επίσης δεν γνωρίζουν την ακριβή εφαρμογή του. Για παράδειγμα, μου έλεγαν σε Ληξιαρχεία ότι δεν μπορούν να μου δώσουν την ληξιαρχική πράξη θανάτου γιατί είναι ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο. Αυτό δεν ισχύει, στο προοίμιο του ίδιου του νόμου αναφέρεται ρητά πως αφορά πρόσωπα που είναι εν ζωή. Υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν γνώριζαν οι υπηρεσίες κι έπρεπε να επικαλούμαι νόμους. Γενικά πάντως, όταν κάποιος καταλάβαινε ότι μπορούσε να μου δώσει κάποια πληροφορία, το έκανε. Σημαντική βοήθεια είχα επίσης από ανθρώπους και φορείς που θεώρησαν ότι η έρευνα μου αξίζει τον κόπο να λάβει κάποια διευκόλυνση. Από εκεί και πέρα, το μεγάλο και κρίσιμο ζήτημα ήταν να υπάρξει χρόνος, γιατί εργάζομαι παράλληλα, δεν είμαι επαγγελματίας ερευνητής, να επιδείξω επιμονή, να ξεπεράσω αναστολές αναφορικά με την επικοινωνία. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να επικοινωνήσεις για παράδειγμα με συγγενείς, τον αδερφό ή το παιδί ενός ανθρώπου που έχει πεθάνει κατ΄αυτόν τον βίαιο πολλές φορές τρόπο. Είναι δύσκολο να έχει χαθεί ένας άνθρωπος και να ζητάς από κάποιον οικείο του να επαναφέρει στην μνήμη του γεγονότα, αν μη τι άλλο τραυματικά.
Χρειάστηκε να πάρεις πολλές συνεντεύξεις φαντάζομαι.
Πήρα πάνω από 270 συνεντεύξεις, οι επικοινωνίες που έκανα είναι χιλιάδες και οι προσπάθειες για επικοινωνία είναι δεκάδες χιλιάδες. Στην προσπάθεια να βρεις κάποιον που λέγεται για παράδειγμα, Παπαδόπουλος, καταλαβαίνεις τι συμβαίνει. Υπήρξαν και οι φορές που απλά έπεσα σε τοίχο. Δεν μπόρεσα να βρω τίποτα περισσότερο. Ήταν φοβερό, να έχω την φωτογραφία ενός ανθρώπου και να μην μπορώ να βρω τίποτα για αυτόν εκτός από το ονοματεπώνυμο, μια αναφορά σε εφημερίδα της Μεταπολίτευσης, το όνομα πατρός… Πέραν αυτών, δεν μπόρεσα να εντοπίσω συγγενείς.
Άρα, δεν υπήρχαν επίσημα αρχεία αυτών των θανάτων.
Όχι. Στο βιβλίο υπάρχουν και οι γνωστές περιπτώσεις θανάτων, όπου προσπάθησα να δείξω ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, πως λειτουργούσαν, που εργάζονταν, ποιοι ήταν οι γονείς τους.. Πολλοί θάνατοι καταχωρήθηκαν από το τότε καθεστώς και τους κύκλους του ως αυτοκτονίες, ατυχήματα, ξαφνικές ασθένειες, οτιδήποτε κάνουν πάντα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα για να αποκρύψουν την αλήθεια. Εδώ τίθεται κι ένα ζήτημα: Αν οι άνθρωποι του καθεστώτος ήταν τόσο σίγουροι ότι παρείχαν υπηρεσία στην πατρίδα τους, γιατί δεν υπερασπίστηκαν μετά τα πεπραγμένα τους; Γιατί δεν παραδέχθηκαν ότι σκότωσαν τον Τάδε αλλά κατέγραψαν πως πέθανε από ξαφνική ασθένεια;
Σε παρακαλώ να μοιραστείς μαζί μας κάποιες από τις ιστορίες που έμαθες.
Οφείλω να πω ότι νιώθω κάπως σαν ταχυδρόμος, σαν αγγελιαφόρος. Οι πληροφορίες αυτές υπήρχαν. Προσπάθησα να τις ‘ξεσκονίσω’ να βρω περισσότερα πράγματα και να παραδώσω κάτι πρώτα στον εαυτό μου, να λάβω κάποιες απαντήσεις, και μετά σε όλους τους ανθρώπους. Δεν με ενδιέφερε ποιοι ήταν οι ένοχοι. Αυτό ούτε το βρίσκεις, ούτε μπορείς να το αποδείξεις, εκτός κάποιων περιπτώσεων. Και θα πρέπει να γίνει από άλλους. Με ενδιέφερε να τιμηθούν κάποιοι άνθρωποι. Είναι τρομερό να υπάρχουν ακόμη και σήμερα περιπτώσεις σαν του Γιάννη Καϊλή. Ήταν φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών, 24 ετών όταν πέθανε, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, έγραψε τα συνθήματα των πανό ‘Έξω οι Αμερικάνοι’, ‘Έξω το ΝΑΤΟ’ που ξέρουμε πως ήταν στην πύλη. Υπήρχε φάκελος του στην Ασφάλεια η οποία τον αναζητούσε. Ήταν άνθρωπος της εποχής του, αγωνιστής και καλλιτεχνική φύση, προσωπικότητα για την οποία όσοι τον γνώριζαν μιλούν για αυτόν πολύ συγκεκριμένα. Βρέθηκε νεκρός και φέρεται – επισήμως – να έχει πέσει από τον 4ο όροφο μιας ανεγειρόμενης οικοδομής στα Εξάρχεια, στις 22 Φεβρουαρίου 1974. Ειπώθηκε ότι ήταν αυτοκτονία, κανένας όμως δεν το πίστεψε εκτός από κάποιους καλοθελητές που προέβαλαν αυτήν την θεωρία. Στην Μεταπολίτευση η οικογένεια έκανε μήνυση με την βοήθεια της Ψυρρή, προσπαθώντας να βρει τι ακριβώς είχε συμβεί. Διατάχτηκε από τον εισαγγελέα να γίνει εκταφή, έναν χρόνο και τέσσερις μήνες μετά τον θάνατο του. Οι πραγματογνώμονες διαπίστωσαν μια σειρά από ευρήματα όπως κατάγματα και κακώσεις (όπως ας πούμε τα δυο του πόδια που ήταν σπασμένα) τα οποία δεν είχαν καταγραφεί στην πρώτη νεκροψία και είχαν γίνει εν ζωή. Είναι μια περίπτωση αποδεδειγμένης δολοφονίας. Γιατί μπήκε στο αρχείο; Όπως λέει το βούλευμα, δεν υπάρχει κατηγορούμενος. Οι πραγματογνώμονες είπαν πως δεν μπορούν να γνωρίζουν από τι είχαν προκληθεί οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις για παράδειγμα, επειδή είχε περάσει χρονικό διάστημα που δεν επέτρεπε να βγουν ασφαλή συμπεράσματα κι επειδή δεν υπήρχε ανακριτικό, ή φωτογραφικό υλικό, δεν τους δόθηκε τίποτα. Στην πραγματικότητα είχαμε μια συγκάλυψη οργανωμένη. Τα λάθη και τα κενά που υπήρχαν στην περίπτωση του Γιάννη και σε άλλες είχαν να κάνουν με το ότι οι δολοφόνοι τους ενδεχομένως νόμιζαν πως θα βρίσκονται πάντα εκεί, ότι δεν θα τους πειράξει κανείς. Για αυτό ίσως δεν ήταν πάντα τόσο προσεκτικοί. Εν ολίγοις ο Γιάννης Καϊλής δολοφονήθηκε. Αντίστοιχη περίπτωση είναι αυτή του φοιτητή της Φαρμακευτικής, Λάμπρου Τζιάνου, που βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του με μια νάιλον σακούλα στο κεφάλι. Ο Τζιάνος ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στο Πολυτεχνείο όταν ξεκίνησε η Εξέγερση. Είχε ενεργό συμμετοχή, διακρίνεται σε φωτογραφίες και βρέθηκε όπως προείπα, νεκρός, έναν χρόνο μετά. Η επίσημη ανακοίνωση ήταν πως επρόκειτο είτε για θάνατο από αναρρόφηση, ασφυξία, είτε αυτοκτονία. Κάθε σχόλιο περιττεύει. Δεν έπινε, γυμναζόταν και ήταν η χαρά της ζωής όπως λένε οι άνθρωποι που τον γνώριζαν. Η επίσημη εκδοχή δεν συνάδει καθόλου με αυτά που είδε η οικογένεια του όταν τον βρήκε στο σπίτι του. Το σπίτι ήταν κλειδωμένο, τα πάντα μέσα ήταν σπασμένα, υπήρχαν αίματα.. Αυτές είναι δυο από τις πάρα πολλές περιπτώσεις που προσπαθώ να υπενθυμίσω είτε δικαιώθηκαν μετά θάνατον είτε όχι. Το βιβλίο αναφέρεται και σε γνωστά περιστατικά. Πολλές φορές στην επέτειο του Πολυτεχνείου ακούω τον κατάλογο των ονομάτων που έπεσαν. Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, όπως ο Διομήδης Κομνηνός; Τι λέει η οικογένεια του; Τι λέει η οικογένεια του Παντελεάκη, του Θεοδωράτου; Θέλησα να δείξω την ανθρώπινη πλευρά, να πω τα γεγονότα όπως τα βίωσε και η οικογένεια του θανόντος, να αναδείξω όλες τις περιπτώσεις. Κάτι άλλο που δεν ακούμε ποτέ, είναι για τους νεκρούς του Αντι-κινήματος που υποτίθεται ότι έκανε ο Κωνσταντίνος τον Δεκέμβριο του 1967 προσπαθώντας – υποτίθεται – να ανατρέψει τη Χούντα. Υπάρχουν νεκροί, επίσημα, οι οποίοι δεν αναφέρονται ποτέ πουθενά. Περνάω την πληροφορία που κατάφερα να ‘επαναφέρω’. Δεν κατηγορώ κανέναν, απλά λέω τα πράγματα ακριβώς όπως έγιναν.
Είπες ότι κάποια συγγενικά πρόσωπα θανόντων αρνήθηκαν να σου μιλήσουν.
Ναι και είναι απόλυτα κατανοητό. Πέραν του ότι δεν με ήξεραν, το προσωπικό βίωμα, η προσωπική διάσταση, η πρόσληψη του γεγονότος από την οικογένεια και το στενό περιβάλλον έχει να κάνει με την προσωπικότητα του καθενός. Πολλές από τις οικογένειες αυτές απειλήθηκαν τότε, είναι γεγονός αυτό. ‘Μη μιλήσεις γιατί έχεις κι άλλα παιδιά’. Αυτό αποτελεί τραύμα. Πολλοί από τους μάρτυρες του Πολυτεχνείου στην σχετική δίκη, απειλήθηκαν, βίωσαν μια κατάσταση η οποία κάνει πολύ δύσκολο το να τα ξαναφέρεις όλα στη μνήμη σου. Αρκετοί είπαν ‘τι σημασία έχει τώρα πια’. Οι περισσότεροι όμως, μπορεί αρχικά να παραξενεύτηκαν, στη συνέχεια όμως, μίλησαν. Ήθελαν να τα πουν. Οι αντιδράσεις ήταν πολλές και διαφορετικές. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι να καταλάβουμε ότι ποτέ δεν θα μάθουμε τι έγινε για όλες τις περιπτώσεις. Ας πούμε, πολλά σφραγισμένα φέρετρα πήγαιναν στην επαρχία. Όπου τα άνοιγαν, έβλεπαν πράγματα που δεν συνάδουν με την επίσημη ιστορία. Ένας φαντάρος από την Κρήτη υποτίθεται ότι πέθανε από καρδιακή προσβολή στα 21 του και όταν έγινε η εκταφή, ο παπάς του χωριού διαπίστωσε τρύπα στην ωμοπλάτη. Η εξέταση των οστών έδειξε πυροβολισμό. Υπάρχουν πολλά τέτοια. Άρα, αν σκεφτούμε πως και στην Μεταπολίτευση υπήρχαν απειλές, ένα δυσάρεστο κλίμα και ο φόβος του να μην ξέρεις τι θα συμβεί την επόμενη μέρα, συν τον προσωπικό πόνο, συν την αντίληψη και κοσμοθεωρία του καθενός, είναι λογικό κάποιοι άνθρωποι να μην θέλουν να μιλήσουν. Πραγματικά ελπίζω, με αφορμή το βιβλίο, να μάθουμε και άλλες ιστορίες, αλλά και περιπτώσεις θανάτων για τους οποίους δεν έχουμε καν όνομα.
Όλο αυτό το ταξίδι μέχρι να βγει το βιβλίο, τι επίπτωση είχε σε σένα;
Η έρευνα αυτή δεν θα μπορούσε να είχε γίνει χωρίς πάθος και προσπάθεια. Αφιερώθηκα πλήρως σε αυτήν. Έπρεπε επίσης, να περιορίσω τον εαυτό μου, να μην αποτυπώσω την προσωπική μου άποψη στο κείμενο, να βάλω μόνον τα ντοκουμέντα. Ήθελα το βιβλίο να είναι εργαλείο ιστορικής μελέτης, γραμμένο όσο το δυνατόν πιο επιστημονικά γιατί δεν μπορώ να παίξω με αυτά τα πράγματα, δεν θέλω να υπερβάλλω, ούτε να εκβιάσω το συναίσθημα. Απλά να καταγραφούν τα γεγονότα, να μελετηθούν, να μπορούν να ερευνηθούν περαιτέρω. Φυσικά, εκτός από το πάθος υπήρχε και πάρα πολλή συγκίνηση. Δεν μπορείς να μιλάς με τον αδερφό ενός θύματος και να μην συγκινηθείς. Το ζεις. Κάθε φορά που έγραφα για έναν άνθρωπο στενοχωριόμουν όταν τελείωνε το κείμενο, γιατί ένιωθα πως ‘ξανακλείναμε’ την ιστορία του. Το ζητούμενο σε όλα αυτά είναι να αποδοθεί τιμή σε αυτούς τους ανθρώπους. Προσωπικά έκανα αυτό που μπορούσα. Θεωρώ ότι βγήκα πολύ πιο σοφός σε κάποια πράγματα μέσα από αυτό το ταξίδι.
Γιατί σε ενδιαφέρει τόσο η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος;
Ανήκω στη γενιά που είδε πρώτη τις γιορτές για το Πολυτεχνείο στα δημοτικά σχολεία. Είχα πάντα μια πολύ έντονη φόρτιση για το θέμα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι ήρωες μου και πάντα με συγκινούσε, στενοχωρούσε – κι εξακολουθεί να με στενοχωρεί – αυτό το πογκρόμ, όλος αυτός ο θάνατος και το αίμα. Η περίοδος αυτή είναι τόσο μακριά μας αλλά και τόσο κοντά μας ταυτόχρονα. Μακροϊστορικά τα πενήντα χρόνια είναι τίποτα. Αλλά σε επίπεδο προσωπικής εμπειρίας, πενήντα χρόνια για έναν άνθρωπο είναι πάρα πολλά για να θυμηθεί, να ανασύρει από την μνήμη του πράγματα. Το βιβλίο δεν αναφέρεται μόνον στο Πολυτεχνείο βέβαια. Είχα μια δυσκολία και μια ευκολία στην προσέγγιση του, ελπίζω να το έκανα όσο το δυνατόν πιο σωστά, με τα ελάχιστα δυνατά λάθη.
Είναι γραμμένο σε απλή γλώσσα.
Προσπάθησα ο λόγος μου να είναι ‘στεγνός’ από επιθετικούς προσδιορισμούς, από εντυπωσιακά λεκτικά σχήματα. Με ενδιέφερε να είναι ντοκουμέντο το βιβλίο, να μπορεί κάποιος να το μελετήσει χωρίς να χρειαστεί να ‘ανασύρει’ θεωρίες, χωρίς να αναρωτηθεί ‘γιατί τα λέει αυτά ο συγγραφέας’. Ενδεχομένως κάποια εισαγωγικά κείμενα να είναι λίγο πιο θεωρητικά, αλλά ο σκοπός ήταν απλά να δώσω το κλίμα αυτού για το οποίο μιλάω. Είναι επίσης προσωποκεντρικό, δεν πρόκειται για δοκίμιο για τα παραλειπόμενα εκείνης της περιόδου οπότε έπρεπε να γραφτεί όσο πιο απλά.
Άκουσες το ‘τι σημασία έχει πια’. Γιατί επέμεινες; Μπορεί να πει κάποιος ότι αυτά πέρασαν, ας τα αφήσουμε πίσω μας.
Σε αυτό θα απαντήσει ο μουσικός εαυτός μου: ‘Με κοίταγαν τα μάτια τους και δεν μπορούσα να κοιμηθώ’. Η εικόνα προσώπων σε φωτογραφίες, για τα οποία δεν ήξερα τίποτα, με στοίχειωνε. Δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι, ήθελα να μάθω ποιοί είναι κι ήταν φοβερή η αγωνία μου να ανακαλύψω κάτι για αυτούς. Η αίσθηση όταν είδα κάποια από αυτά τα πρόσωπα να εμφανίζονται στις υποθέσεις που χειρίστηκε η Φιλάνθη Ψυρρή, ήταν φοβερή. Ένιωσα σα να κέρδιζα το λαχείο. Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, η ιστορία αυτή με στοιχειώνει ακόμη. Αισθάνομαι πως με κάποιον τρόπο, γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους.
Πιστεύεις πως το διάβασμα αυτού του βιβλίου θα μας έκανε καλό; Τι θα προσφέρει σε αυτόν που θα το διαβάσει;
Καταρχάς, απέφυγα συνειδητά τις βεβαιότητες εκεί που δεν υπάρχουν. Αφήνω απέξω τα δικά μου συμπεράσματα, τα οποία δεν ενδιαφέρουν, ούτε καν εμένα. Τα έχω. Προσπάθησα να πω ‘σκέψου και αυτό’. Ένας τυπικός τρόπος παρουσίασης είναι : Αυτός ήταν ο άνθρωπος, αυτή ήταν η ζωή του, αυτή είναι η επίσημη εκδοχή του θανάτου του, αυτά υποστήριξε η οικογένεια και αυτή είναι η δικαστική συνέχεια – εάν και εφόσον υπήρξε. Έτσι απλά, στεγνά και τίμια. Πρέπει να αναζητάμε την Αλήθεια. Όχι για να τιμωρήσουμε ανθρώπους, αυτό ούτως ή άλλως δεν μπορεί να γίνει και ίσως να μην έχει νόημα τόσα χρόνια μετά. Αλλά για να αποδώσουμε την τιμή που οφείλουμε και να θέσουμε τα πράγματα στη σωστή τους βάση για εκείνους που χάθηκαν, για τις οικογένειες τους. Να σου λένε ότι το παιδί σου αυτοκτόνησε ενώ ξέρεις ότι δολοφονήθηκε και να αντιμετωπίζεις επιπλέον κι ένα είδος κοινωνικού αποκλεισμού εξαιτίας αυτού, δεν είναι απλό πράγμα. Πρέπει λοιπόν οι άνθρωποι να τιμούνται. Και κάτι άλλο: Αγαπάμε την πατρίδα μας με τα σωστά και τα λάθη της. Για να αγαπήσεις πραγματικά την πατρίδα σου θα πρέπει να είσαι σε θέση να αναγνωρίσεις αυτά τα λάθη. Δεν γίνονται όλα τα πράγματα σωστά. Θα ήταν πραγματικά εξαιρετικό αν κάποιοι από αυτούς του ανθρώπους που έκαναν ότι έκαναν τότε, έβγαιναν να πουν ‘το έκανα και το μετάνοιωσα’ ή ‘αυτός ήμουν τότε’ ή ακόμη και να υπερασπιστούν τις πράξεις τους. Αλλά το να καταδικάζεις στη σιωπή και την λήθη έναν άνθρωπο και μια οικογένεια είναι ασύλληπτο. Ο Γιάννης Καϊλής πέθανε στα 24 χρόνια του. Ας σκεφτεί ο καθένας μας το ενδεχόμενο να τελείωνε η ζωή του στα 24. Πόσα πράγματα δεν θα είχε ζήσει, ο ίδιος και οι δικοί του, οι γύρω του. Έρωτες, αγάπες, χαρές, πόνο, δημιουργία… Η ηλικία δεν έχει σημασία, ας σκεφτούμε ότι σε κάποιο σημείο της ζωής μας, κάποιος αποφάσιζε για εμάς ότι πρέπει να πεθάνουμε. Αν το σκεφτούμε αυτό, πιστεύω πως θα καταλάβουμε λίγο καλύτερα τι έζησαν αυτές οι οικογένειες, αυτοί οι άνθρωποι κι αν πρέπει να μιλήσουμε για αυτούς, ή όχι.
Τι είδους ανταπόκριση έχεις δει μέχρι τώρα στο βιβλίο σου;
Υπάρχουν οι άνθρωποι που θέλουν να μάθουν περισσότερα, εκείνοι που δεν θέλουν να μάθουν τίποτα περισσότερο, τους ενδιαφέρει μόνον η μεγάλη εικόνα, υπάρχουν κι αυτοί που δεν θέλουν να μάθουν τίποτα και για κανένα λόγο κάτι που θα ανέτρεπε τα πιστεύω τους. Όταν ακούς κάποιον να λέει πως δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο καταλαβαίνεις πως είναι προφανώς παράλογος. Η ίδια η Χούντα είχε δεχτεί τότε πως υπήρξαν νεκροί. Υπάρχουν δεδομένα που όταν τα χαρακτηρίζεις λάθος, θες απλά να κοιτάς από την άλλη. Είναι δικαίωμα του καθενός αυτό, αλλά δεν μπορεί να επιβάλλει σε κανέναν να μην δει τι άλλο υπήρξε. Δεν θα του αλλάξω γνώμη, αλλά δεν μπορεί κι εκείνος να με κατηγορήσει πως λέω ψέματα. Ο καθένας μας έχει την άποψη του και την υποστηρίζει. Το ζήτημα είναι σε ποιους απευθύνεται αυτό το βιβλίο κι είναι εκείνοι που θέλουν να δουν, να μάθουν, να ερευνήσουν. Ελπίζω να αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισα κι εγώ όλο αυτό το υλικό. Όχι με βεβαιότητες, όχι με σιγουριές. Για τον θάνατο των 270 ανθρώπων που περιγράφει το βιβλίο, κατηγορήθηκε το χουντικό καθεστώς. Σε πολλές περιπτώσεις η υπόθεση παραμένει ανοιχτή. Κρατάω λοιπόν μια απόσταση ασφαλείας, αποδίδω τις ιστορίες κι αναζητώ – ακόμα – την αλήθεια πίσω από αυτές. Θα μπορούσα να πω ότι το βιβλίο απευθύνεται σε κόσμο που έχει κάποιες αναζητήσεις, θέλει να ελέγξει τα πράγματα, να μάθει κάτι περισσότερο. Και, βέβαια, στην ιστορική έρευνα. Σίγουρα η εποχή που ζούμε έχει μια άλλη ταχύτητα, μια τάση προς τον εντυπωσιασμό. Θέλω να πιστεύω πως δεν υπέκυψα σε αυτό. Θα κριθεί εκ του αποτελέσματος.
Σκέφτεσαι να υπάρξει και συνέχεια;
Προσπαθώ ακόμη να βρω πράγματα, να λύσω κάποιες απορίες μου και ψάχνω περισσότερες πληροφορίες. Είναι πολύ σημαντικό πιστεύω – και ελπίζω – να μιλήσουν άνθρωποι που γνώριζαν οποιαδήποτε λεπτομέρεια. Θέλουμε να δικαιώσουμε, όχι να καταδικάσουμε. Ελπίζω λοιπόν πως θα μάθουμε περισσότερα. Όλα έχουν τη σημασία τους. Μια μαρτυρία, άποψη για την προσωπικότητα κάποιου ο οποίος αναφέρεται στο βιβλίο, περιστατικά που δεν έχουν συμπεριληφθεί, και κυρίως, να ανοίξει μια συζήτηση. Προσωπικά συνεχίζω να ασχολούμαι κι ελπίζω μελλοντικά η έκδοση να εμπλουτιστεί. Δεν ξέρω αν θα γράψω κάτι άλλο, αυτό που ήθελα έγινε, έγραψα το βιβλίο που θα ήθελα να διαβάσω.
Κοινοποιήστε: