Όποιος ανατρέξει σε υλικό που αφορά την κατανομή και το εύρος των επαγγελμάτων που υπήρχαν μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες θα εκπλαγεί τόσο από το πλήθος των επαγγελμάτων όσο και από τον αριθμό των μικροεπαγγελματιών. Μπορούμε να πούμε ότι υπήρχε μια περισσότερο ορθολογική κατανομή πλούτου απ’ ότι σήμερα. Ασφαλώς αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοούμε ή παραβλέπουμε τις συνθήκες εκμετάλλευσης, που πάντα υπήρχαν και υπάρχουν σε συνθήκες εξαρτημένης εργασίας, όπως και της παρουσίας του πλούτου και του χρήματος στις ανθρώπινες σχέσεις. Ούτε, επίσης, προσπερνάμε και την παρουσία μικροαστικής νοοτροπίας που ανέκαθεν αποτελούσε μια συντηρητική παράμετρο στην ανθρώπινη κοινωνία, αφού τις περισσότερες φορές ο μικροαστός-επαγγελματίας λειτουργεί εγωκεντρικά στο κυνήγι του κέρδους, έχοντας αποδειχθεί την ταυτότητα του «οικονομικού τύπου ατόμου», που δρα βάσει του δικού του αποκλειστικά συμφέροντος. Και εάν για δεκαετίες ο εργάτης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «μικροαστός», είναι το τελευταίο μέλος της αλυσίδας βιομήχανος/βιοτέχνης-επαγγελματίας-εργάτης που αποκτά σταδιακά, από το 1950 και μετά, αυτή την αντίστοιχη νοοτροπία, με αποκορύφωμα τη δεκαετία του ’80 και μετά. Η καταναλωτική κοινωνία χτίζεται και μεγεθύνεται βάζοντας και τους εργάτες στο κόλπο, που πρόθυμα αυτοπαγιδεύονται σε ένα όνειρο απατηλό. Αυτό της διαρκούς απόκτησης υλικών αγαθών και λοιπών αξιών. Αφ’ ότου η καταναλωτική κοινωνία απέκτησε μια σταθερή και πάγια μορφή, με όλους τους κρίκους της αλυσίδας να λειτουργούν προς όφελός της, ξεκίνησε η σταδιακή συγκέντρωση πλούτου και ισχύος από τις μεγάλες εταιρείες. Οι επαγγελματίες έγιναν και γίνονται εργάτες σε παρεμφερείς κλάδους απασχόλησης. Ο ράφτης ή ο τσαγκάρης πωλούν σε κάποιο πολυκατάστημα ρούχα και παπούτσια αντίστοιχα. Στην επόμενη φάση το πολυκατάστημα θα εξαγοραστεί από κάποιο μεγαλύτερο «παίχτη» και αργότερα από έναν από τους leader της αγοράς. Εκεί είναι που ξεκινά η απόλυτη συγκέντρωση ισχύος και ελέγχου σε κάθε τι, που αφορά την οικονομία. Σε αυτό το στάδιο βρισκόμαστε σήμερα ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, που έχει ξεκινήσει εντατικά εδώ και 15-20 χρόνια περίπου και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Έτσι, για παράδειγμα, το 2015 υπήρξε έτος-ρεκόρ για συγχωνεύσεις και εξαγορές εταιρειών, σε παγκόσμιο επίπεδο, με τη δραστηριότητα των συγχωνεύσεων και εξαγορών να φτάνει τα 4,9 τρισ. δολάρια, ξεπερνώντας το ρεκόρ των 4,6 τρισ. δολαρίων το 2007. Ενδεικτικά, αξίζει να σημειωθούν οι εξαγορές της Pfizer από την Allergan για 160 δισ. δολάρια, της Heinz από την Kraft Foods για 55 δισ. δολάρια, με τη νέα εταιρεία να γίνεται η τρίτη μεγαλύτερη εταιρεία τροφίμων στις ΗΠΑ και η πέμπτη μεγαλύτερη στον κόσμο βάσει ετήσιων πωλήσεων, και τέλος της Dow Chemical από τη DuPont για 68 δισ. δολάρια. Η νέα εταιρεία
Dow DuPont θα διασπαστεί σε τρεις ξεχωριστές εταιρείες με επίκεντρο την γεωργία, την επιστήμη των υλικών και την τεχνολογία. Αξίζει σε αυτό το σημείο να επισημανθεί ο κοινός ρόλος των Dow και DuPont προπολεμικά στο ναζιστικό καθεστώς μέσω της IG Farben. Η IG ήταν γερμανική κοινοπραξία που συστάθηκε το 1925 για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό, που, λόγω των εξουθενωτικών όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών, έπνιγε τη Γερμανία και απαρτιζόταν από τις εξής εταιρείες: AGFA, Cassella, Bayer, Farbwerke Hoechst, Chemische Werke Hόls, Chemische Fabrik Kalle. Σύμφωνα με τον Αϊζενχάουερ, μετά τη λήξη της Β΄ Παγκόσμιας ανθρωποσφαγής, «χωρίς τις τρομακτικές παραγωγικές ικανότητες της IG Farben, το ερευνητικό της έργο και την τρομερή συγκέντρωση οικονομικών δυνατοτήτων, η Γερμανία δεν θα ήταν δυνατό να αρχίσει τις εχθροπραξίες το Σεπτέμβριο του 1939». Η ισχύς της ήταν τέτοια που κατόρθωσε να στήσει ένα πραγματικό λαβύρινθο από καρτέλ με εταιρείες, όπως οι DuPont και Dow Chemical από τις ΗΠΑ. Μάλιστα, σε ένα από τα εργοστάσια της IG Farben που κατασκεύασαν οι κρατούμενοι του Άουσβιτς, 25.000 πέθαναν κατά τη διάρκεια κατασκευής του, ενώ παράλληλα ήταν η εταιρεία, που κατείχε το copyright για το εντομοκτόνο Zyklon B, που χρησιμοποιήθηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης του ναζιστικού καθεστώτος. Με το πέρας της ανθρωποσφαγής, η Κοινοπραξία διαλύθηκε σε 12 εταιρείες, με γνωστότερες τις BASF, Agfa, Bayer και Hoechst (σήμερα γνωστή ως Sanofi-Aventis) να συνεχίζουν με νέα ονόματα, νέο marketing και νέες αγορές.
Και εάν για το 2015, οι DuPont και Dow Chemical έκαναν υψηλό deal, είναι φέτος το 2016, η σειρά μιας ακόμη εταιρείας της κοινοπραξίας IG Farben για να κάνει συμφωνία μεγατόνων. Η, επικείμενη-ακόμη μη οριστικοποιημένη συμφωνία Bayer-Monsanto συνενώνει δυο εξίσου «βρώμικες» εταιρείες με πλούσιο παρελθόν. Όπως διαβάζουμε, φαρδιά και πλατιά, από το site που η Bayer κατασκεύασε για την προώθηση της απόκτησης της Monsanto[1], ο στόχος τους είναι η δημιουργία ενός παγκόσμιου ηγέτη στη γεωργία, που θα καθοδηγεί την έρευνα, το εμπόριο και την επιβολή των αρχών της στον αγροτικό τομέα. Γίνεται φανερό ότι η Bayer κατασκεύασε το συγκεκριμένο site για να πείσει μετόχους και κοινό ότι η εξαγορά της Μonsanto είναι επικερδής για την εταιρεία και ωφέλιμη για τη γερμανική οικονομία. Πέρα από τα οικονομικά στοιχεία και εμπορικά δεδομένα που παρατίθενται και δηλώνουν την ολοκληρωτική συνθήκη που θα υπάρξει μετά την επικείμενη συνεργασία, η πραγματική τρομοκρατία είναι ο εξολοκλήρου έλεγχος όλης της εφοδιαστικής αλυσίδας που αφορά τη γεωργία και την αγροτική οικονομία. Ο έλεγχος αυτός, σε συνδυασμό με τον επόμενο κρίκο της αλυσίδας, που είναι η τυποποίηση και διάθεση τροφίμων, και την διαρκή συγκεντροποίηση εταιρειών και πολυεθνικών που καθορίζουν και επηρεάζουν τους κανονισμούς και τις οδηγίες που πηγάζουν από τα εκτελεστικά όργανα των κυβερνήσεων, δημιουργεί ένα εφιαλτικό σενάριο.
Διαμορφώνεται μια κατάσταση που περιέχει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και οι όποιες δυνατότητες για ελιγμούς από παραγωγούς και καταναλωτές περιορίζονται. Για την πλευρά του παραγωγού, όλοι οι υπολογισμοί κόστους και παραγωγής γίνονται από τους διαχειριστές/εξουσιαστές βάσει των δεδομένων και των καινοτομιών που οι leaders της αγοράς τούς παρουσιάζουν και έτσι καθορίζουν τις αποφάσεις τους για: φορολογία/ασφαλιστικές εισφορές/ενισχύσεις. Δηλαδή, με ωμό και ξεκάθαρο τρόπο γίνεται σαφές ότι εάν βάλεις στο χωράφι σου συγκεκριμένα «εφόδια» θα έχεις τόση αύξηση της παραγωγής και συνεπώς κερδοφορία που είναι ικανή να καλύψει τα έξοδα φορολογίας/εισφορών και να σου μείνουν οι «πενταροδεκάρες» επιβίωσης. Στον αντίποδα, ο καταναλωτής με τη διαρκή ελαχιστοποίηση των εισοδημάτων του και εξαρτημένος απόλυτα από ό,τι του προσφέρουν οι πολυεθνικές τροφίμων, είναι αναγκασμένος να τρέφεται με τα «σκουπίδια» τους, οι οποίες καθορίζουν τις τιμές τους με βάση την αγοραστική δύναμη του κοινού αφού ελέγχουν απόλυτα το κόστος παραγωγής και τυποποίησης, είτε αυτά λαμβάνουν χώρα στη Κίνα, στο Μπαγκλαντές και στην Ινδία, είτε στην Ελλάδα του 2016, που σιγά-σιγά θα ξαναγίνει ανταγωνιστική οικονομία, (όπως ήταν τις δεκαετίες ’60 και ’70, που έπαιξε πρώιμα το ρόλο των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών της δεκαετίας του ’90) και θα προσελκύσει τις δέουσες επενδύσεις, όσο οι μισθοί ελαστικής ή μη εργασίας θα συναγωνίζονται τις προαναφερόμενες χώρες. Συνεπώς έχουν τον απόλυτο έλεγχο σε όλη την αλυσίδα, παραγωγής και κατανάλωσης, με τα ποσοστά εξάρτησης να αυξάνονται σταθερά. Ασφαλώς πάντα θα υπάρχουν μη μεταλλαγμένα και «καθαρά» τρόφιμα, αλλά η απόκτηση εκείνων θα είναι για τους λίγους «κατέχοντες». Να υπενθυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι προ της επονομαζόμενης «πράσινης επανάστασης» με την ευρεία χρήση χημικών στα τρόφιμα, δηλαδή πριν τη δεκαετία του ’50 όλα τα παραγόμενα γεωργικά τρόφιμα δεν χρειάζονταν προσδιορισμό για να καθοριστούν: «βιολογικά», «συμβατικά», «γενετικά τροποποιημένα» κ.ά. Όλα ήταν βιολογικά. Όταν στο marketing και στο καταναλωτικό παιχνίδι μπήκε ο διαχωρισμός «συμβατικά»-«βιολογικά» τότε τα βιολογικά έπαιξαν το ρόλο του ποιοτικού και συνεπώς και του πιο ακριβού. Και έτσι συναντάμε σήμερα στα ράφια των supermarkets μεγάλες πολυεθνικές μαζί με τα «συμβατικά» να εμπορεύονται και τα «βιολογικά», αφού μπορεί οι πρώτες ύλες να είναι bio π.χ. από τη Κίνα και το εργοστάσιο παραδίπλα. Το τρόφιμο είναι τυπικά bio, αλλά ουσιαστικά δεν πληροί κανένα χαρακτηριστικό οικολογικής καλλιέργειας και τυποποίησης, στην ολιστική του διάσταση. Αυτό όμως που είναι ουσιαστικό δεν είναι η τυπικότητα της «βιολογικής» σήμανσης αλλά η ουσία. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη ξεφεύγοντας από λογικές μονοδιάστατης υγιεινιστικής αντίληψης που προσεγγίζουν τα ζητήματα αποσπασματικά και σε άλλη κατεύθυνση, αδιαφορώντας για τα όσα τεκταίνονται. Άλλωστε και ένα σημαντικό κομμάτι των ναζί της δεκαετίας του ’30 εμφανίζονταν ως χορτοφαγικό εκτός του «ανθρωποφαγικού» τους μίσους.
Η συγκεκριμένη χρονική περίοδος, εκτός της επιδιωκόμενης συνεργασίας/εξαγοράς των κολοσσών Bayer/Monsanto, στιγματίζεται και από τις εμπορικές συμφωνίες TTIP και CETA που βρίσκονται στο τελικό στάδιο υπογραφής και ενεργοποίησής τους. Δεν θεωρούμε τυχαία και συμπτωματική την πρόθεση εξαγοράς της Monsanto από τη Bayer από τις συμφωνίες TTIP /CETA. Είναι συμφωνίες που οριστικοποιούν, και με τη βούλα, την απόλυτη ισχύ των πολυεθνικών σε όλα τα διεθνή κυβερνητικά επίπεδα. Αυτά που συζητούνταν στις συνόδους G8/G7/G20 από τα τέλη του 20ουαι. τώρα παίρνουν σάρκα και οστά, διότι απλούστατα τα σημαντικότερα θέματα για αυτούς, για να γίνουν, αναλύονται, σχεδιάζονται, τροποποιούνται και μακροπρόθεσμα βαίνουν προς την υλοποίηση, όταν οι, τυχόν, αντιδράσεις έχουν καμφθεί. Το εάν θα εφαρμοστούν αφορά και τη παράμετρο: εμείς.
Πάντως, για να εστιάσουμε και στον ελλαδικό χώρο, οι αντιδράσεις-αντιστάσεις που υπήρχαν επί δεκαετίες απέναντι σε διεθνή φόρα ήταν με την σταθερή και σθεναρή συμπαράσταση του Σύριζα. Ο οποίος μπορούμε να πούμε, ότι βοηθήθηκε σημαντικά ως μετεξέλιξη και μετονομασία από συνασπισμό σε Σύριζα, από τη διεθνή επαναστατική τουριστική γυμναστική του. Διότι κατόρθωσε να ριζοσπαστικοποιήσει την ταυτότητα του, το φαίνεσθαι, όχι το είναι του, μέσω της συμμετοχής και της συνεργασίας του με κινήματα όπως οι Αττακ (Γαλλία), εκχωρώντας αλλά επιβλέποντας αυτό το κομμάτι της ενεργούς συμμετοχής σε αριστερίστικες συλλογικότητες και δίκτυα που διέθεταν και διαύλους επικοινωνίας με το λεγόμενο «χώρο». Ο,τιδήποτε κινηματικό, εντός ή εκτός συνόρων, μπροστά ο Σύριζα. Σήμερα, ως κυβέρνηση της ελληνικής επικράτειας, ψηφίζει υπέρ της συμφωνίας CETA, κάτι που διέπραξε χωρίς να δέχεται τους υποτιθέμενους εκβιασμούς των τροϊκανών, αλλά με ιδία βούληση. Και είναι ένα καλό μάθημα για πολλούς οι οποίοι επιμένουν να συγχέουν, σκόπιμα ή μη, τις έννοιεςαντικυβερνητισμός, αντικρατισμός, αντικρατικός. Έννοιες απόλυτα διακριτές μεταξύ τους, που η μια δεν προϋποθέτει την παρουσία της άλλης, πλην της περίπτωσης του αντικρατικού και μόνον αυτού. Μόνο μια αντικρατική προσπάθεια εμπεριέχει και το αντικρατισμό και το αντικυβερνητισμό. Ο αντικρατισμός ασκεί κριτική στη μορφή, και κυρίως στην έκταση της λειτουργίας του κράτους, αποδεχόμενος την ύπαρξη και παρουσία του. Όπως, επίσης, ο αντικυβερνητισμός απλά ενίσταται στον τρόπο κυβέρνησης/διακυβέρνησης ,χωρίς να υπάρχει ίχνος αντικρατικής σχέσης. Συνεπώς, η Αριστερά (όταν βρίσκεται στην αντιπολίτευση) και όσοι πορεύονται λίγο ή πολύ μαζί της, διεξάγουν από κοινού και μόνο αντικυβερνητική δράση…
Εν αναμονή, λοιπόν, των εξελίξεων στα εταιρικά και εμπορικά διατλαντικά μέτωπα αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι οι Monsanto/Bayer μπορούν να επαναλάβουν τις θανατηφόρες ανακαλύψεις της ΙG Farben αφού διαθέτουν όλη τη δυνατότητα, ευχέρεια και, πιθανώς, την υπόδειξη για να το κάνουν.
Κοινοποιήστε: