Andrea Zhok ο καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Μιλάνου που απογύμνωσε όλα τα σαθρά επιχειρήματα περί επιβολής νέων μέτρων στην περίοδο της πανδημίας στην Ιταλία.
Ο καθηγητής που με σεβασμό στο πνεύμα της δημοκρατίας κριτικάρει το κλίμα της πολιτικής υποκρισίας, τον πολιτικό αμοραλισμό την αλλοίωση των εννοιών, του επερχόμενου κόσμου της οργουελικής δυστοπίας.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Απόστολο Αποστόλου μιλάει για τη βαθμιαία εξέλιξη της αποδημοκρατικοποίησης.
Είτε πρόκειται για τρομοκρατική έκτακτη ανάγκη, είπε για κλιματική έκτακτη ανάγκη, είτε για πόλεμο έκτακτης ανάγκης ή οτιδήποτε άλλο, το μόνο βασικό σημείο είναι ότι μόλις κηρυχθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η εξουσία εκχωρείται αυτόματα σε μορφές τεχνικής ισχύος που δεν χρειάζονται πλέον την έγκριση του λαού ή του εκλογικού σώματος. Έτσι οι ειδήμονες καλούνται να αναλάβουν τα ηνία της χώρας (συνήθως πρόκειται για νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους), και κάποιες άλλες φορές για θεσμικούς εμπειρογνώμονες (όπως συνέβη με τους θεσμικούς βιοϊατρικούς κατά τη διάρκεια του Covid) που παρέχουν την υποστήριξη στην κυβέρνηση για να δικαιολογήσει με τη σειρά της η οποιαδήποτε κυβέρνηση τις ακυρώσεις των συνταγματικών αρχών, και τη λαϊκή βούληση. Η έκτακτη ανάγκη μας επιτρέπει να διατηρούμε πάντα τη λαϊκή βούληση δεμένη με «αλυσίδες».
Από την υγειονομική κρίση με τον κορωνοϊό περάσαμε στην επισιτιστική κρίση, οπότε οι πολίτες μαθαίνουν να ζουν πάντα με τα απαραίτητα μέτρα. Είμαστε σε μια κοινωνία πολλαπλασιασμού, αυτού που συνεχίζει να αναπτύσσεται χωρίς να μπορεί να είναι ανάλογο με τους δικούς του σκοπούς. Είμαστε σε μια νέα εποχή όπως λένε πολλοί στοχαστές του μετα-πολιτικού μοντέλου;
Βρισκόμαστε σε ένα μετα-δημοκρατικό μοντέλο, και σ’ ένα μετα-πολιτικό μοντέλο. Ο κόσμος έχει αποποιηθεί τη συμμετοχή του εδώ και κάποιες δεκαετίες, αναθέτει συστηματικά την εξουσία του σύμφωνα με το μοντέλο του καταμερισμού της εργασίας, στον τομέα μιας πολιτικής διαχείρισης όπου όλα διευθετούνται μόνο από μια ξεχωριστή τάξη, εκείνη των επαγγελματιών πολιτικών. Τα μέσα ενημέρωσης, που εξαρτώνται από μεγάλες κοινοπραξίες οικονομικής και πολιτικής ισχύος, αναλαμβάνουν τα υπόλοιπα, δημιουργώντας ένα ολόκληρο σύστημα ψευδών προτεραιοτήτων και ψευδο-έκτακτων καταστάσεων.
Βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου μπορούμε να περάσουμε μήνες στην Αθήνα ή τη Ρώμη συζητώντας για τα ζητήματα ρατσισμού της αστυνομίας της Μινεάπολης, ενώ αγνοούμε τις αυτοκτονίες ή τις καταστροφές που υπέστησαν χιλιάδες ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων που βρίσκονται κάτω από το σπίτι μας. Ζούμε σε έναν εικονικό κόσμο, φτιαγμένο από αφηγήσεις των μέσων ενημέρωσης που μας λένε τι θα πρέπει να φοβόμαστε και τι όχι, ποιοι θα είναι οι εχθροί μια και ποιοι δε θα είναι. Απλώς σκεφτείτε πώς για χρόνια λειτουργούσε αυτός ο μηχανισμός ώστε να απορροφηθεί από τους πολίτες για να μην αισθάνονται άβολα. Κατόπιν είδαμε στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εμβολιασμού, η νέα αφήγηση που κατέστη δυνατή ήταν οι «ανεμβολίστοι» να ονομαστούν προδότες, ή τρελοί ή ανίδεοι και να εισπράξουν τη δημόσια ντροπή καθώς και να υποστούν πειθαρχικές κυρώσεις. Πρέπει να καταλάβουμε το γεγονός ότι οι σχέσεις μας με τους γείτονες μας, τους συμπολίτες μας, οι οποίες διαμεσολαβούνται πλέον διαρκώς από αφηγήσεις που παρέχονται από τα μέσα ενημέρωσης, μας κάνει όλους προ-πολιτικά όντα και προ-κοινωνικά όντα, απομονωμένα και στο έλεος της επόμενης αφήγησης.
Μήπως ζούμε κάτω από τις συνθήκες του δια-πολιτικού σήμερα; Ή βρισκόμαστε στο στάδιο της πολιτικής υστερίας κάτω από τον εκβιασμό της συνέργειας και της συναίνεσης που μας επιβάλλεται; Ενδεχομένως να λέγαμε ότι ζούμε «μέσα στην αυτοκινούμενη ζωή αυτού που είναι νεκρό» όπως έλεγε ο Χέγκελ. Αλλά μήπως εντέλει ήρθε και η ώρα για να εκδημοκρατίσουμε τη δημοκρατία;
Η δημοκρατία είναι το μεγάλο θύμα της ιστορικής μας περιόδου. Αυτή η διαδικασία υποβάθμισης, που έχει δεχτεί είναι πλέον τερματική και προέρχεται από το γεγονός ότι δεν ξεκαθάριστηκε ποτέ ότι με τον όρο «φιλελεύθερη δημοκρατία» οι δύο όροι «φιλελεύθερη» και «δημοκρατία» βρίσκονταν ήδη από την αρχή σε μια ένταση που ήταν δύσκολο οι δύο όροι να συμβιβαστούν. Ο όρος «φιλελεύθερος» προσδιορίζει μια μορφή διακυβέρνησης με απογραφικό χαρακτήρα, στην οποία η οικονομική κατάσταση προσδίδει την πρωταρχική νομιμότητα για την άσκηση της εξουσίας. Αντίθετα, ο όρος «δημοκρατία» προέβαλε τα αιτήματα ίσης αξιοπρέπειας και ίσης εξουσίας για όλους τους πολίτες ενός πολιτικού φορέα. Στις απαρχές των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών, η Γαλλική Επανάσταση είχε προωθήσει φιλελεύθερα αιτήματα υπό την αιγίδα των Γιρονδιστών και δημοκρατικά υπό τη σημαία των Ιακωβίνων.
Αυτή η δυαδικότητα θα επανεμφανιστεί κατά τη διάρκεια του 1800 όπου τα δημοκρατικά αιτήματα προωθήθηκαν από τον σοσιαλισμό, σε αντίθεση με την αποτελεσματική κυβέρνηση της φιλελεύθερης αστικής τάξης. Τριάντα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη είχαμε δει μια άνοδο αυθεντικών δημοκρατικών πρακτικών, οι οποίες ωστόσο άρχισαν να υποχωρούν υπέρ της φιλελεύθερης συνιστώσας ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Σήμερα το χάσμα της οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας βρίσκεται και πάλι στα επίπεδα του τέλους του 1800, ακόμα κι αν η μορφή της διακυβέρνησης είναι πλέον επίσημα δημοκρατική (υπάρχουν για παράδειγμα επαναλαμβανόμενες εκλογές). Σήμερα ο φιλελευθερισμός ασκείται μέσω οικονομικών εκβιασμών για το χρέος, μέσω μιας διακυβέρνησης που ουσιαστικά συμπληρώνεται από τα ΜΜΕ και τους τεχνοκράτες. Οι παραπάνω μοχλοί διακυβέρνησης συμπιέζουν τις απαιτήσεις της πλειοψηφίας του πληθυσμού λειτουργώντας ως διαπραγματευτική δύναμη, και αυτό επιτυγχάνεται εν μέρει με την κατασκευασμένη πεποίθηση και εν μέρει με τον εξαναγκασμό.
Ο Zbigew Brzezinski μίλησε για την «τεχνοτρονική εποχή» του κόσμου που εκδηλώνεται ως νέο φαινόμενο και σηματοδοτεί μια ισχυρή ασυνέχεια στην ιστορία υπονομεύοντας όλα τα πολιτιστικά παραδείγματα που ξέραμε. Υπάρχει πολιτικό υποκείμενο σήμερα στην ιστορία;
Ο κοινωνικοπολιτικός ρόλος της τεχνολογίας έχει επισημανθεί αρκετές φορές από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα (με υποδειγματικό τρόπο τα έχει περιγράψει ο Günther Anders). Η σύγχρονη τεχνολογία αντιπροσωπεύει ξεκάθαρα μια ποσοτική αύξηση της ισχύος σε έναν τομέα όπου η ποσότητα έχει αντικατασταθεί από την ποιότητα. Είναι δύσκολο να συνοψίσουμε σε λίγες γραμμές την απεραντοσύνη των κατευθύνσεων στις οποίες η ανάπτυξη της τεχνολογικής ισχύος φέρνει πολιτικά αποτελέσματα, ωστόσο πιστεύω ότι θα πρέπει κάποτε να τεθεί στο προσκήνιο όλο αυτό το ζήτημα προς συζήτηση.
Κάθε τεχνολογική αύξηση αντιπροσωπεύει μια αύξηση της χρησιμοποιήσιμης ισχύος από όσους έχουν ήδη συγκριτικά μεγαλύτερη ισχύ. Αρκεί να σκεφτούμε την αύξηση της τεχνολογικής ισχύος στους εξοπλισμούς. Όταν τα όπλα ήταν ρόπαλα ή ξίφη, ο πολεμικός ανταγωνιστικός μεταξύ δύο ομάδων ήταν ανοιχτός, ακόμη κι αν η μία ομάδα κρατούσε τα πιο σύγχρονα όπλα και η άλλη δε τα διέθετε: δέκα άτομα οπλισμένα με πέτρες θα μπορούσαν να φέρουν καλύτερο αποτέλεσμα σε μια μάχη από έναν στρατό ο οποίος διέθετε τα καλύτερα σπαθιά. Σήμερα, όμως, ένα άτομο που κατ’ αρχήν διαθέτει την πιο σύγχρονη στρατιωτική τεχνολογία, μπορεί να υποτάξει ολόκληρους πληθυσμούς που διαθέτουν όπλα χαμηλής τεχνολογίας.
Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με την οικονομική τεχνολογία. Πριν από χίλια χρόνια, όσοι διέθεταν ένα τεράστιο χρηματικό κεφάλαιο (διέθεταν θησαυρό) μπορούσαν να αγοράσουν γη και υπηρέτες (με την έγκριση πάντα των αρχών). Σήμερα αυτοί που χειραγωγούν μεγάλα διεθνή χρηματοπιστωτικά κεφάλαια, ακόμη και μεμονωμένα, μπορούν να εκβιάσουν ολόκληρα έθνη και να τα γονατίσουν. Η μόχλευση που παρέχεται από μια πιο ισχυρή τεχνολογία ενισχύει τη δύναμη εκείνων που έχουν ήδη την εξουσία. Για το λόγο αυτό, η τεχνολογική αύξηση τείνει εγγενώς να τονίσει τις υπάρχουσες διαφορές ισχύος και να αυξήσει τη μετάβαση από μια δημοκρατική σε μια τεχνοκρατική τάξη πραγμάτων.
Μετάφραση: Απόστολος Αποστόλου
Ακολουθήστε το Sahiel.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Το Διαβάσαμε Andrea Zhok: Όταν η δημοκρατία γίνεται η σκιά του εαυτού της
Κοινοποιήστε: