7 διαβόητοι Έλληνες ληστές τραπεζών που άφησαν ιστορία: Πολλοί τις λήστεψαν, αυτοί οι επτά όμως έμειναν στην ιστορία
Πώς ακριβώς ενεργούσαν, ποια ήταν η τακτική τους και γιατί οι περισσότεροι τους θαυμάζουν ακόμα και σήμερα.
1. Αδερφοί Ρετζαίοι
Η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη μεγάλη ληστεία είχε γίνει το 1926 στην περιοχή Πέτρα, μεταξύ της Πρέβεζας και των Ιωαννίνων. Στις 13 Ιουνίου 1926, οι Έλληνες ληστές Γιάννης και Θύμιος Ρέτζος έκλεισαν με έναν κορμό δέντρου το δρόμο σε αυτοκίνητο που μετέφερε το μυθικό για την εποχή ποσό των 15 εκατομμυρίων δραχμών από την Εθνική Τράπεζα της Πρέβεζας.
Πυροβολώντας τον οδηγό, ακινητοποιώντας τον ταμία και τέσσερις χωροφύλακες, άρπαξαν τα χρήματα και εξαφανίστηκαν. Τρία χρόνια μετά οι αδελφοί Ρέτζου είχαν επικηρυχθεί με 2.000.000 δραχμές, συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη, όπου ομολόγησαν περισσότερες από σαράντα δολοφονίες!
Εκτελέστηκαν στην Κέρκυρα στις 5 Μαρτίου 1930.
2. Κώστας Πολυδώρου
Ο οδοντοτεχνίτης Κώστας Πολυδώρου ήταν ληστής με άποψη: «Η κοινωνία μας είναι άδικη και σκληρή. Όπου και να γυρίσεις στην Ελλάδα, βρίσκεις φτωχούς ανθρώπους». Για το λόγο αυτό ο ίδιος και η συμμορία του αποφάσισαν, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους ανακατανέμοντας οι ίδιοι τα εισοδήματα των πολιτών.
Έμπαιναν σε υποκαταστήματα Τραπεζών κρατώντας καραμπίνες στα χέρια και αφού ακινητοποιούσαν τους υπαλλήλους και τους πελάτες, λεηλατούσαν τα ταμεία. Για τα 87 εκατομμύρια (!!!) που έκλεψε από το Νοέμβριο του 1992 μέχρι και τον Ιούνιο του 1993 είχε δηλώσει αργότερα:
«Για να ελαφρύνω τη συνείδησή μου, από τις τύψεις και τις ενοχές, μοίραζα τα χρήματα στους φτωχούς»
Παρά τις έρευνες της Αστυνομίας, δεν βρέθηκε ούτε δραχμή απ’ αυτό το ποσό. Ο Πολυδώρου είχε καταδικασθεί σε 20 χρόνια κάθειρξη, στις 30 Ιουνίου του 2006 αποφυλακίστηκε αλλά οδηγήθηκε ξανά στα ίδια παράνομα μονοπάτια με αποτέλεσμα να συλληφθεί ξανά.
3. Σπύρος Ζολώτας
Επί τρεις ολόκληρες δεκαετίες ο Σπύρος Ζολώτας ήταν ο τρόμος των γκισέ. Περιποιημένος και καλοντυμένος, έμπαινε στα τραπεζικά καταστήματα της χώρας κρατώντας έναν χαρτοφύλακα. Οι τραπεζικοί υπάλληλοι εκτιμούσαν ότι ο σικάτος κύριος με το κουστούμι ήθελε να κάνει τραπεζικές συναλλαγές μεγάλων ποσών. Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου όμως και βγάζοντας το όπλο του ο Σπύρος Ζολώτας άδειαζε τα ταμεία των τραπεζών. Είχε διατελέσει μέλος της σπείρας του Κώστα Πολυδώρου και μαζί είχαν διαπράξει πάνω από 11 ληστείες. Ωστόσο από τα χρήματα που άρπαζαν μεγάλα ποσά τα μοίραζαν στους φτωχούς. Ο Ζολώτας όμως δεν έμεινε εκεί. Η αδυναμία του για τις τράπεζες τον οδήγησε και σε άλλα μονοπάτια της εγκληματικότητας, αφού είχε επαφές με τον Βασίλη Παλαιοκώστα και άλλους Έλληνες ληστές. Σήμερα κρατείται στις φυλακές με ποινή που ανέρχεται σε 41 χρόνια κάθειρξη (δηλαδή εκτιτέα 25 χρόνια) με πιστοποιημένη 67% αναπηρία, σάρκωμα Κaposi (μορφή καρκίνου του δέρματος αντιμετωπιζόμενη με χημειοθεραπείες), με σοβαρό ορθοπεδικό πρόβλημα στη σπονδυλική στήλη και διαταραχή προσωπικότητας με συναισθηματική αστάθεια.
4. Παύλος Μπάτσιος
Τη λίστα συμπληρώνει και ο Παύλος Μπάτσιος ο οποίος, μπορούμε να πούμε, ότι έφερε το επώνυμο ρούχο στις ληστείες ανατρέποντας όλους τους ενδυματολογικούς κανόνες της εποχής. Καλοντυμένος και με στιλ σα να είχε μόλις βγει από σελίδα περιοδικού μόδας ο Μπάτσιος δεν είχε καλύψει ποτέ το πρόσωπο του με κουκούλα. Οι αυτόπτες μάρτυρες και τα θύματα του τον περιέγραφαν ως έναν γοητευτικό στην εμφάνιση νέο με ωραίο βλέμμα, ακριβές καμπαρντίνες και προσεγμένο ντύσιμο. Ο Μπάτσιος ήταν ίσως από τους πιο ευγενικούς Έλληνες ληστές αφού απ΄ όποιο υποκατάστημα περνούσε, δεν παρέλειπε φεύγοντας να ευχαριστήσει ταμίες και πελάτες.
Ο ίδιος θα εξηγήσει αργότερα στους δημοσιογράφους:
«Εσάς αν σας έδιναν 18 εκατομμύρια δρχ. σε τρία λεπτά, δεν θα λέγατε ένα ευχαριστώ στους ανθρώπους που σας εξυπηρέτησαν;»,
Η εντυπωσιακή του εμφάνιση όμως ήταν αυτή η οποία τον πρόδωσε. Οι αστυνομικοί της Ασφάλειας αξιοποιώντας τις μαρτυρίες κατάφεραν με ευκολία να φτιάξουν το σκίτσο του και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήταν σεσημασμένος για κλοπές και για παραβάσεις του νόμου για ναρκωτικά, να τον εντοπίσουν. Ο Μπάτσιος είχε πέσει και ο ίδιος θύμα κλοπής από έναν άγνωστο συνάδελφό του, ο οποίος μάλιστα του έκλεψε και τη Lancia που είχε αγοράσει ο ίδιος από τα κλεμμένα των Τραπεζών. Μόλις αντιλήφθηκε την κλοπή ο Μπάτσιος πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής, όπου διέμενε προσωρινά, για να καταγγείλει αγανακτισμένος τον θρασύτατο κλέφτη. Εκεί οι αστυνομικοί του φόρεσαν χειροπέδες και τον οδήγησαν στο Αστυνομικό Μέγαρο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
5. Ο ψηλός και ο κοντός
Οι Έλληνες ληστές πρέπει να είναι υπερήφανοι γι’ αυτό το δίδυμο. Σαν βγαλμένοι από την ταινία «Twins» με τον Άρλνολντ Σβαρτζενέγκερ και Ντάνι ντε Βίτο, αυτό το αταίριαστο ντουέτο ληστών κατάφερε από το Δεκέμβριο του 1993 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1995 να διαπράξει 15 ληστείες σε τράπεζες, αποκομίζοντας περίπου 70 εκατομμύρια δραχμές. Οι δράστες ενεργούσαν πάντα βάσει συγκεκριμένου σχεδίου. Πρώτα έμπαινε στο υποκατάστημα που επέλεγαν να «κτυπήσουν» ο «ψηλός», Μάριος Χατζής (1.80, με άτσαλο βάδισμα) ο οποίος με την απειλή ενός όπλου ακινητοποιούσε τον διευθυντή της τράπεζας. Στη συνέχεια έκανε την εμφάνισή του ο «κοντός», Φλώρος – Θεόδωρος Βασιλακάκης (1.60, γυμνασμένος και ευκίνητος) που κρατώντας ένα όπλο κατευθυνόταν προς το ταμείο και έπαιρνε τα χρήματα. Αρκετές φορές υπάλληλοι και πελάτες των Τραπεζών τον είχαν ακούσει να φωνάζει στον συνεργό του, όταν καθυστερούσε: «Λετς γκόου, ρε. Άντε κουίκλι». Το δίδυμο «χώρισε» μετά τη σύλληψη και τη δίκη και ο καθένας πήρε τον δρόμο του για να εκτίσει την ποινή του στις φυλακές. Στο δικαστήριο, ο Βασιλακάκης είχε καλύψει τον συνεργό του και πήρε επάνω του όλη την ευθύνη:
«Δρούσαμε κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην κάνουμε κακό σε κανέναν άνθρωπο. Όταν του πρότεινα να συνεργασθούμε, είχε ενδοιασμούς. Εγώ φέρω την ευθύνη»
6. Βασίλης Παλαιοκώστας
«Επί χρόνια παραβίαζε το νόμο. Απέδρασε δύο φορές από τη φυλακή με ελικόπτερο. Χάρισε εκατομμύρια στους φτωχούς. Αυτή είναι η ιστορία του μεγαλύτερου Έλληνα καταζητούμενου που κατάφερε να γίνει ένας λαϊκός ήρωας», γράφει το ΒΒC σε ένα άρθρο-αφιέρωμα για τη ζωή και τη δράση του νούμερο ένα καταζητούμενου από τις ελληνικές αρχές, Βασίλη Παλαιοκώστα.
Από το 1979 μέχρι το 1986, τα αδέρφια Παλαιοκώστα λέγεται ότι ήταν υπεύθυνα για 27 ληστείες, κυρίως σε video recorders. Ήταν εκείνη η περίοδος, όπου ο νεαρός ληστής γνώρισε μια μεγάλη μορφή του είδους, η οποία άσκησε τεράστια επιρροή πάνω του, τον Κώστα Σαμαρά, γνωστό και ως Καλλιτέχνη. Η πιο αξιοσημείωτη ληστεία έγινε τον Ιούνιο του 1992. Οι ληστές οργάνωσαν μια πιο τολμηρή ληστεία η οποία έχει χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη ληστεία σε τράπεζα στην ελληνική ιστορία αφού κατάφεραν να μπλοκάρουν το δρόμο των αστυνομικών με μια κλεμμένη νταλίκα και να κλέψουν τράπεζα στα Μετέωρα. Στο δρόμο για τη διαφυγή από τους αστυνομικούς, ο Παλαιοκώστας μέσα σε τρία λεπτά, μοίρασε από το παράθυρο 125 εκατομμύρια δραχμές. Αργότερα ο Βασίλης Παλαιοκώστας αναγκάζεται να κλέψει το Nissan ενός ντόπιου. Λίγες ώρες αργότερα τού το επιστρέφει γυαλισμένο, αφήνοντας 150.000 δραχμές (σχεδόν 450 ευρώ) κάτω από το χαλί της εξώπορτας. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας είναι γνωστός και για την ικανότητα να διαφεύγει της σύλληψης, την ικανότητα να δραπετεύει και μάλιστα θεαματικά (το έχει καταφέρει ήδη δυο φορές) και την ικανότητα να «κινεί τα νήματα» μέσα κι έξω από τις φυλακές, εντός της χώρας με Έλληνες ληστές αλλά και εκτός αυτής λόγω του τεράστιου δικτύου επαφών του.
Tα τελευταία χρόνια υπήρξε βιντεοληπτικό υλικό που δείχνει το Βασίλη Παλαιοκώστα με προσθετική μαλλιών και λίφτινγκ που έχει αλλοιώσει κατά πολύ τα χαρακτηριστικά του προσώπου του όπως αυτά ήταν γνωστά.
7. Ο Θεόδωρος Βενάρδος
Ο Θεόδωρος Βενάρδος γεννήθηκε το 1949, με πολύ δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια και εγκαταστάθηκε στην Βραζιλία ενώ η μητέρα του πήρε αυτόν και την αδερφή του και πήγαν κι αυτοί στο Σάο Πάολο για 2,5 χρόνια.
Η περίπτωσή του παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, καθώς λόγω του εμφανίσιμου παρουσιαστικού και του αναίμακτου τρόπου δράσης του, έγινε αγαπητός στην κοινή γνώμη και η ιστορία του αντιμετωπίσθηκε με συμπάθεια.
Προέβη σε δυο ληστείες με πλούσια λεία, τη μία στις 16 Νοεμβρίου του 1973 στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο Παγκράτι όπου παρουσιάσθηκε μεταμφιεσμένος σε καθολικό ιερέα και τη δεύτερη σε υποκατάστημα της ίδιας τράπεζας, στις 17 Μαΐου του 1974 στα Σεπόλια, όπου εισέβαλε στην τράπεζα κρατώντας μια ανθοδέσμη με γλαδιόλες μέσα στην οποία είχε κρύψει μια καραμπίνα.
Με την απειλή του όπλου κατάφερε μέσα σε λίγα λεπτά να αποσπάσει 555.000 δραχμές από το ταμείο και να φύγει ανενόχλητος σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Φεύγοντας άφησε πίσω του την ανθοδέσμη και την επόμενη κιόλας μέρα, οι δημοσιογράφοι τον είχαν ήδη ονομάσει ληστή με τις γλαδιόλες.
Στις 10 Ιουλίου του 1984 και έπειτα από δεκάδες απόπειρες, ενώ παρουσίαζε εμφανή συμπτώματα ψυχικής νόσου, αυτοκτόνησε στο κελί του δι’ απαγχονισμού σε ηλικία 35 ετών.
Κοινοποιήστε: