– Πέρσι μιλήσαμε για τις «Φάρσες», μια “επαναστατική” κωμωδία, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τον όρο. Φέτος, βλέπουμε κάτι τελείως διαφορετικό. Μίλησε μας για την performance «Θυμάμαι». Τι ακριβώς θα γίνει, πως και με ποιο σκοπό;
Από το εξωστρεφές λοιπόν, σε μια βουτιά προς τα μέσα. Η περιπατητική performance στην Αρχαία Μεσσήνη, θα έχει μια διαλογιστική χροιά. Οι θεατές, θα περιπλανηθούν στον υπέροχο αυτό αρχαιολογικό χώρο, ενώ στ’ αυτιά τους (με την βοήθεια ακουστικών) θ’ ακούγονται οι μνήμες τόσο των προσφύγων του ’22 όσο και σημερινών προσφύγων, που βρέθηκαν στην χώρα μας στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν. Θέλουμε να αφουγκραστούμε, μέσα στην ηρεμία του φυσικού τοπίου αλλά και στην μεστή από μνήμες αιώνων Αρχαία Μεσσήνη, τις διηγήσεις αυτών των ανθρώπων. Όταν επικεντρώνεσαι στον ήχο των διαδοχικών αυτών προτάσεων που ξεκινούν με το ρήμα Θυμάμαι, άθελα σου γίνεσαι κομμάτι μιας συλλογικής μνήμης.
-Η Προσφυγιά συναντά την Τέχνη. Όπως όλες οι εκφάνσεις της ζωής, έτσι κι αυτή έχει εμπνεύσει έργα, τραγούδια, εικαστικά. Δεν είναι όμως «στενάχωρο» ως θέμα; Ειδικά τώρα, που όλοι περνάμε δύσκολα. Τι σημασία έχει η μνήμη σε αυτήν την performance; Τι σημασία νομίζεις πως έχει η μνήμη, γενικά;
Σε μια παράστασή μας πριν τέσσερα χρόνια, που είχε σαν θέμα της την μνήμη, ένας από τους ηθοποιούς έλεγε: «Τις αναμνήσεις τις αλλάζεις όσο περνάει ο χρόνος. Τις διορθώνεις, τις συμπληρώνεις…άλλες, όπως λένε οι ψυχολόγοι, τις επινοείς. Για να μην πω για εκείνες που πάντα θυμάσαι να ξεχνάς…» Αυτό που είναι σίγουρο, θα συμπληρώσω εγώ, είναι ότι οι μνήμες μας, μας βοηθούν στο να μην χάνουμε αυτήν την νοητή γραμμή που μας φέρνει από το παρελθόν μας, στο παρόν μας. Οι μνήμες μας δίνουν ταυτότητα, μας θυμίζουν από που ξεκινήσαμε και μας βοηθούν να επαναπροσδιορίσουμε το πού πηγαίνουμε.
-Γιατί επιλέχθηκε η Αρχαία Μεσσήνη ως ο τόπος παρουσίασης του project;
Η Αρχαία Μεσσήνη μας «δόθηκε» τυχαία. Αυτή η τυχαιότητα όμως, μας οδήγησε σε μιαν έρευνα και μιαν αναζήτηση. Αυτό το χώμα που θα πατούν οι θεατές εκείνη την μέρα, το πάτησαν κι αυτοί που κατοίκησαν πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια αυτήν την πόλη, της αρχαίας Μεσσήνης. Αυτά τα υψώματα έβλεπαν, αυτόν τον ουρανό, αυτόν τον ήλιο, αυτές τις πέτρες. Όπως εκείνοι, είμαστε κι εμείς μακρινοί απόγονοι των ανθρώπων που έζησαν εδώ – μόλις 830 γενιές έχουν περάσει από τότε, οπότε μπορεί πολλοί να είμαστε και συγγενείς μεταξύ μας και να μην το γνωρίζουμε.
Και ξέρετε κάτι; Πρόσφυγες ήταν οι πρώτοι κάτοικοί της. Ήταν μεσσήνιοι και αρκάδες πρόσφυγες, που είχαν φύγει από τα χώματα τους για να γλυτώσουν από τους κατακτητές Σπαρτιάτες που είχαν εισβάλει στην πατρίδα τους. Κι όταν ο στρατηγός Επαμεινώνδας έδιωξε τους Λακεδαίμονες από τη Λακωνία, έστειλε κήρυκες στα μέρη που είχαν καταφύγει οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες, στην Ιταλία, στη Σικελία, στη Λιβύη, για να τους πει να γυρίσουν στην ολοκαίνουργια πόλη που χτίζεται γι’ αυτούς.
-Το «Θυμάμαι» πέρα από τον περίπατο, έχει και ακουστικά μέρη. Τι προσδίδουν στο όραμά σου;
Στην ΝΟΗΤΗ ΓΡΑΜΜΗ, έχουμε πειραματιστεί ξανά με την ηχητική εγκατάσταση. Μηδενίζοντας άλλες αισθήσεις, ενισχύεις την ακοή, που στην δική μας περίπτωση είναι ο πρωταγωνιστής. Η performance δεν έχει σωματικά δρώμενα, δεν έχει σκηνογραφία, ούτε κοστούμια. Η δύναμη του λόγου του Σάκη Σερέφα αλλά και τα λόγια των τωρινών προσφύγων, έρχονται και γιγαντώνονται στ’ αυτιά σου, μέσα από την χρήση των ακουστικών. Και το νόημά τους ισχυροποιείται.
-Τι θα ήθελες να πάρει μαζί του το κοινό, φεύγοντας από την performance;
Πιστεύω ότι κάποιο από τα ΘΥΜΑΜΑΙ του Σερέφα – διαφορετικό για τον καθένα – θα μείνει στην μνήμη των θεατών. Και για να πάρετε μία γεύση, σας προσφέρω ένα δικό μου αγαπημένο:
«Θυμάμαι που στο καράβι για τον Πειραιά οι σμυρνιοί πρόσφυγες είχαν βγάλει κι είχαν κουβαλήσει μέχρι και τις πόρτες των σπιτιών τους. Τις είχαν κρεμάσει με σχοινιά από τ’ άρμενα του καραβιού. Κρέμονταν σαν στολίδια σε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι ναύτες τις έβγαλαν μετά και τις πέταξαν στη θάλασσα για να ελαφρύνει το πλοίο. Ξέρεις τι είναι να βλέπεις την πόρτα του σπιτιού σου να την παίρνει η θάλασσα; Ο κόσμος αποχαιρετούσε ο καθένας την πόρτα του φωνάζοντας «Αντίο Γιάννη, αντίο Μαρία, αντίο Κώστα». Ο καθένας φώναζε όποιο αγαπημένο του πρόσωπο είχε διαβεί την πόρτα και τώρα πια δεν ήταν ζωντανό. Μικρό παιδί τότε, ακόμα ακούω τις φωνές τους όταν γέρνω να κοιμηθώ. Τα θυμάμαι, παθαίνομαι και τρέμω.»
Λεπτομέρειες για την παράσταση εδώ.
Το Διαβάσαμε Όλγα Ποζέλη – «Οι μνήμες μας δίνουν ταυτότητα»
Κοινοποιήστε: