Την εποχή του Βούδα, μια γυναίκα που ονομαζόταν Κισαγκοτάμι έχασε το μοναχοπαίδι της. Ανήμπορη να το δεχτεί, έτρεχε από τον ένα στον άλλον, αναζητώντας το φάρμακο που θα μπορούσε να επαναφέρει το παιδί της στη ζωή. Υπήρχε η διάδοση πως ο Βούδας είχε ένα τέτοιο φάρμακο.
Η Κισαγκοτάμι πήγε στον Βούδα, τον προσκύνησε και τον ρώτησε: «Μπορείτε να φτιάξετε ένα φάρμακο που θα ξαναδώσει στο παιδί μου τη ζωή;»
«Ξέρω ένα τέτοιο φάρμακο», απάντησε ο Βούδας. «Αλλά για να το παρασκευάσω πρέπει να έχω ορισμένα συστατικά».
Ανακουφισμένη, η γυναίκα ρώτησε: «Τι είδους συστατικά χρειάζεσαι;»
«Φέρε μου μια χούφτα από σιναπόσπορο», είπε ο Βούδας.
Η γυναίκα υποσχέθηκε αμέσως να τον φέρει, αλλά όταν έφευγε ο Βούδας πρόσθεσε, «οι σπόροι αυτοί του σιναπιού, θέλω να προέρχονται από ένα σπιτικό που να μην έχει πεθάνει παιδί, σύζυγος, γονέας ή υπηρέτης».
Η γυναίκα συμφώνησε και άρχισε να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι, ψάχνοντας γι’ αυτούς τους σπόρους. Σε όσα σπίτια πήγε, οι άνθρωποι ήταν πρόθυμοι να της δώσουν τους σπόρους, αλλά όταν τους ρώταγε αν έχει πεθάνει κάποιος μέσα στο σπιτικό τους, δεν μπορούσε να βρει ούτε ένα σπίτι που να μην το έχει επισκεφτεί ο θάνατος – στο ένα σπίτι η κόρη, σε άλλο ο υπηρέτης, σε άλλα ένας από τους συζυγούς ή τους γονείς είχε πεθάνει. Η Κισαγκοτάμι δεν μπορούσε να βρει ούτε ένα σπίτι που να μην είχαν βιώσει τη δυστυχία του θανάτου. Βλέποντας πως δεν ήταν μόνη στη λύπη της, η μητέρα άφησε το άψυχο σώμα του παιδιού της να ταφεί και γύρισε στον Βούδα ο οποίος της είπε με μεγάλη συμπόνια: «Νόμιζες πως μόνο εσύ έχεις χάσει ένα γιο, ο νόμος του θανάτου όμως είναι ότι όλα τα έμβια όντα είναι εφήμερα».
Τεντζίν Γκιάτσο ,14ος Δαλάι Λάμα
Πηγή Όλα είναι εφήμερα
Κοινοποιήστε: