Δεν είχε που να πάει.
Μα σαν ξημέρωνε η μέρα, δρασκέλιζε τη σιωπή και χανόταν ανάμεσα στο πλήθος.
Ένα γινόταν με τις φωνές των άλλων που τόσο του έλειπαν.
Χωνόταν σε κάθε ήχο, σε κάθε λέξη που τον προσπερνούσε και οικειοποιούσε αυθαίρετα φθόγγους χαράς, θυμού, προσδοκίας, ζωής ξένης.
Δεν τον ένοιαζε.
Αρκεί να προστεθεί κάπου γύρευε.
Να νιώσει πως μιλούσε, πως τον άκουγαν.
Να αισθανθεί τον πηγαιμό στο οπουδήποτε.
Κάθισε στο παγκάκι, στο ίδιο όπως και χθες, στο ίδιο που θα καθόταν και αύριο.
Το παγκάκι που χρόνια τώρα μετρούσε τις αναπνοές του.
Το κρύο περόνιαζε.
Μπροστά του το σήμερα του χαμογελούσε στολισμένο με γιρλάντες χριστουγεννιάτικες.
Πίσω του μια λόγχη απ’ το χθες κεντούσε τη σκέψη του με κοφτές, αιχμηρές λεπιδιές από το τίποτα.
Αίμα έσταζε το άδειο της μνήμης…
Λες και σβήστηκε όλη του η ύπαρξη.
Λες και ζούσε μόνο για τις στιγμές που αφουγκραζόταν τα βήματα των περαστικών, μέχρι να τα ακολουθήσει, μέχρι να συντονιστεί μαζί τους στις απατηλές, κλεμμένες διαδρομές.
Μια παρέα νέων παιδιών πέρασε σαν αστραπή από δίπλα του, φωτίζοντας με τη νιότη τους το σούρουπο.
Στο βάθος η νύχτα ακόνιζε τον ουρανό με τα σκοτάδια της.
Το βλέμμα του πλανεύτηκε για λίγο κάπου ανάμεσα στο λυκαυγές, στο λυκόφως..;
Ούτε κι αυτό δεν ήξερε..
«Καλά Χριστούγεννα κ. Σπύρο», του ευχήθηκε κάποιος..
Δεν τον γνώρισε.
Ήταν την ώρα που μια ξεκούρδιστη βροχή έσταζε από ψηλά στριγκλιές σταγόνες και του τρυπούσε τα βλέφαρα.
Από ψηλά, ή απ’ τα μέσα του..;
Είχε καιρό να δώσει την απάντηση…
Μακρύς ο δρόμος του γυρισμού…
..Κι η παράσταση Ζωής, κάπου κοντά, ακουγόταν ακόμη να παίζει τις χαρές των άλλων, τις αγάπες των άλλων.
Έβγαλε τα χέρια απ’ τις τσέπες και άρχισε να χειροκροτεί με τις παλάμες παράφωνες, το τέλος της παράστασης…την αρχή της επιστροφής του…
«Καλά Χριστούγεννα κ. Σπύρο», αντιλάλησαν τα φώτα της ασετιλίνης, συνηθισμένα κι αυτά στις κίτρινες περιπλανήσεις…
Κοινοποιήστε: