Το Ψάρεμα στην εποχή του Περικλή
Σκηνή ψαρέματος
|
Σε αντίθεση με το κυνήγι το ψάρεμα στην αρχαία Ελλάδα δεν έχαιρε καμίας εκτίμησης. Για τον Πλάτωνα «Το ψάρεμα είναι μία απασχόληση που δεν αρμόζει σε άντρα από καλή γενιά».
Με το ψάρεμα ασχολούνταν οι επαγγελματίες ψαράδες και περιστασιακά ο απλός λαός. Το ψάρεμα με καλάμι και «πετονιά» από πλεγμένο λινό ή αλογότριχα, γινόταν παντού. Για δόλωμα χρησιμοποιούσαν ένα κομμάτι ψαριού, ένα σκουλήκι ή ένα έντομο.
Ο Πλάτωνας και πάλι χαρακτηρίζει το ψάρεμα με κιούρτο (καλάθι) τεμπέλικο. Το συναντάμε όμως συχνά στην αρχαία Ελλάδα κυρίως στην Κωπαΐδα και τη Βοιωτία για χέλια.
Στη θάλασσα ψάρευαν κυρίως με δίχτυα τα οποία βύθιζαν χρησιμοποιώντας λίθινα ή πήλινα βαρίδια. Τη νύχτα χρησιμοποιούσαν ρητινοφόρα δαδιά για να προσελκύσουν τα ψάρια με το φως τους.
Ο πραγματικός θησαυρός για τους επαγγελματίες ψαράδες ήταν ο τόνος, που κολυμπά 80 χιλιόμετρα την ώρα ενώ, μπορούσε να ξεπερνά τα πέντε μέτρα και τα 900 κιλά. Το ψάρεμά τους γινόταν στη Μεσόγειο, κυρίως όμως στη θάλασσα του Μαρμαρά. Γενικά χρησιμοποιούσαν ένα ειδικό δίχτυ για τόνους. Την αυγή ή το δειλινό , τα κοπάδια των τόνων περικυκλώνονταν από βάρκες, έπειτα παρασύρονταν σε ένα λαβύρινθο διχτυών με μεγάλα ανοίγματα, στερεωμένων μόνιμα κοντά στην ακτή. Εγκλωβισμένα στο βάθος της παγίδας φτιαγμένης από πυκνά δίχτυα και πασσάλους, τα ψάρια θανατώνονταν με τρίαινες και καμάκια.
Στις μεγάλες πόλεις, η ζήτηση ψαριών και θαλασσινών ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δημιουργούντανεκτροφεία αλλά και χώροι συντήρησης σε μεγάλη κλίμακα. Για την επεξεργασία των ψαριών υπήρχαν επί τόπου πραγματικά εργοστάσια παστώματος. Μόλις ψαρευτούν τα ψάρια ρίχνονται σε πελώριες δεξαμενές με άλμη. Μετά τα αποξέραιναν και τα συμπίεζαν. Συσκευασμένα σε δοχεία μετά στέλνονταν σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο ακόμα και σε περιοχές μακριά από τις ακτές. Η εμπορική τους κίνηση ήταν τεράστια: μαζί με τα δημητριακά, αντιπροσωπεύουν αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο όγκο πωλήσεων. Οι «κονσέρβες» αυτές πουλιούνται στις αγορές, δίπλα στα φρέσκα ψάρια που ψαρεύτηκαν τη νύχτα. Η ψαραγορά της Αθήνας έχει τη φήμη του πιο ζωντανού και γραφικού τμήματος της Αγοράς.
Όταν έχει κανείς την τύχη να βάλει στην κουζίνα του ψάρι φρέσκο, οι συνταγές δεν λείπουν. Ο τόνος ψήνεται σε φέτες, ενώ το μουγγρί και το καλκάνι γίνονται ψαρόσουπα: το χέλι, τυλιγμένο σε φύλλα σέσκουλου, και η παλαμίδα, τυλιγμένη σε φύλλα συκιάς, ψήνονται στη λαδόκολλα. Το σαλάχι ήταν ιδιαίτερα αγαπητό βραστό, με τυρί και σίλφιον, η τσιπούρα με δαμάσκηνα. Στην πόλη, οι φτωχοί περιορίζονταν συχνά στον τάριχο, ψάρι παστό, με άλλα λόγια. Αφού μαριναριστεί στο λάδι, ο τάριχος τρωγόταν σκέτος, μαζί με ψωμί ή μια γαλέτα δημητριακών! Στην Αθήνα, το φαγητό αυτό ήταν τόσο διαδεδομένο, ώστε η λέξη «όψον», δηλαδή «κάθε στερεά τροφή που συνοδεύει το ψωμί»,κατέληξε να σημαίνει ψάρι, ενώ όποιος έχει αδυναμία στο ψάρι ονομάζεται οψοφάγος. Το όψον, πάντως, μπορούσε να γίνει πιο νόστιμο αν συνοδευόταν από θυμάρι και κρεμμύδι, όπως έκαναν οι στρατιώτες με το ψάρι που κουβαλούσανε μαζί τους στις εκστρατείες, τυλιγμένο σ’ένα φύλλο συκιάς.
Ιχθυοπινάκιο το σκεύος για την κατανάλωση των ψαριών
Ιχθυοπινάκιο
Τα ιχθυοπινάκια ήταν δημοφιλές είδος ερυθρόμορφων αγγείων στην αρχαιότητα. Στην επιφάνειά τους συνωστίζονται μπριάνες και λέστιες, γαρίδες και χταπόδια, αλλά και ιππόκαμποι. Ο υπομονετικός παρατηρητής ανακαλύπτει διαρκώς νέες λεπτομέρειες που χαρίζουν σε καθένα από τα πιάτα αυτά, ακόμη και σε καθένα από τα εικονιζόμενα θαλάσσια όντα, έναν μοναδικό, ανεπανάληπτο χαρακτήρα.
Η παραγωγή τους ξεκίνησε σε αττικά εργαστήρια γύρω στα τέλη του 5ου αρχές του 4ου αι. π.Χ. Γνώρισαν ωστόσο ευρύτατη διάδοση στα εργαστήρια των ελληνικών αποικιών της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, ιδιαίτερα στο διάστημα 350-320 π.Χ. Σήμερα υπάρχουν παγκοσμίως 1.000 γνωστά ιχθυοπινάκια.
Παρά την εύλογη σύνδεσή τους με την κατανάλωση ψαριών, η χρήση τους δεν είναι βεβαιωμένη ούτε ξεκάθαρη. Φαίνεται ότι τα ιχθυοπινάκια δεν έβρισκαν θέση μόνο στο τραπέζι των αρχαίων αλλά –κυρίως– συνόδευαν τους νεκρούς στο ταξίδι τους στον Κάτω Κόσμο.
Τα ιχθυοπινάκια της Συλλογής Florence Gottet, που παρουσιάζουμε εδώ, προέρχονται στο μεγαλύτερο μέρος τους από τις ελληνικές αποικίες στη δυτική Μεσόγειο (Σικελία και σημερινές περιοχές της Καμπανίας και της Απουλίας) και χρονολογούνται στο β´ μισό του 4ου αιώνα π.Χ.
Ως ιχθυοπινάκια χαρακτηρίζουμε καταρχάς ένα συγκεκριμένο σχήμα αγγείου, ανεξάρτητα από τη γραπτή του διακόσμηση. Τα αγγεία αυτά διακρίνονται για το χείλος με κάθετο περιχείλωμα και μία κεντρική κοίλανση, ενώ το πόδι ποικίλλει ανάλογα με το χώρο και το χρόνο κατασκευής τους. Η καθιέρωση της ονομασίας αυτής οφείλεται στην ερμηνεία της χρήσης των πινακίων, η οποία βασίστηκε στη διακόσμησή τους: θεωρείται πως τα ιχθυοπινάκια στην αρχαία Ελλάδα ήταν επιτραπέζια σκεύη για το σερβίρισμα του ψαριού και ότι η κεντρική κοίλανση χρησίμευε στη συγκέντρωση των υγρών του ψαριού, του γάρου.
Αγγεία με τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των ιχθυοπινακίων εμφανίζονται στην Αττική λίγο μετά το 400 π.Χ. Τότε προέκυψε από μια μεγάλη ποικιλία πινακίων μια ομάδα αγγείων (περίπου τριάντα) με χαμηλό πόδι, κάθετο περιχείλωμα και μικρό κοίλο ομφαλό, τα οποία έφεραν όλα στην επιφάνειά τους παραστάσεις του μύθου της αρπαγής της Ευρώπης. Σε αυτά, για πρώτη φορά, εμφανίζονται ως τμήμα της γραπτής διακόσμησης ψάρια και άλλα θαλάσσια πλάσματα συμβολίζοντας τη θάλασσα την οποία διέσχισε ο ταύρος του μύθου της αρπαγής της Ευρώπης.
Έτσι, η πρώτη παρουσία ψαριών σε ιχθυοπινάκια δεν συνδέεται με το διατροφικό είδος, αλλά με τη συμβολική απεικόνιση της θάλασσας.
Βιβλιογραφία:
Sophie Royer, Catherine Salles, Francois Trassard “Η Ζωή στην Ελλάδα την Εποχή του Περικλή” Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005.
Περιοδικό “Αρχαιολογία και Τέχνες”, τεύχος 116, christian zindel Meeresleben und Jenseitsfahrt. Die Fischteller der Sammlung Florence Gottet, Akanthus. (Σύνοψη κειμένων του καταλόγου και απόδοση από τα γερμανικά: Πελαγία Τσινάρη)
Κοινοποιήστε: