Η Αφρική κατακλύζεται από καύσιμα χαμηλής ποιότητας, με ολέθριες συνέπειες για την υγεία του κόσμου. Ο ελβετικός οργανισμός Public Eye, που ασχολείται με την καταπολέμηση της διαφθοράς, σε πρόσφατη έκθεσή του αναφέρει πως ελβετικές εταιρείες εμπορίας καυσίμων όπως Vitol, Trafigura, Addax & Oryx και Lynx Energy διοχετεύουν τα κακής ποιότητας diesel στις αγορές της Αφρικής. Οι εταιρείες από την μεριά τους απαντούν πως είναι καθόλα νόμιμες, αλλά αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια, γιατί εκεί αφενός οι νόμοι πολύ συχνά καταπατούνται κατά συρροή, και αφετέρου η νομοθεσία είναι πολύ πιο ελαστική από την Ευρώπη.
Συγκεκριμένα το πρόβλημα είναι με τα επίπεδα θείου στο καύσιμο. Οι προσμίξεις θείου ευθύνονται για σοβαρά προβλήματα υγείας που σχετίζονται με το αναπνευστικό σύστημα, όπως άσθμα, χρόνια βρογχίτιδα, καρκίνος καθώς και διάφορες δερματολογικές παθήσεις. Στην παρακάτω εικόνα φαίνεται ποια είναι τα επιτρεπτά επίπεδα θείου σε κάθε χώρα. Ενώ το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο στην Ευρώπη είναι 10 μέρη θείου ανά εκατομμύριο μερών καυσίμου (ppm), σε πολλές χώρες φτάνουν και ξεπερνούν τα 5000 ppm.
Γι’αυτή την κατάσταση ευθύνεται το γεγονός πως πολλές χώρες έχουν διατηρήσει τα αποικιοκρατικά στάνταρ, δηλαδή την ποιότητα καυσίμου που υπήρχε πριν 40 και πλέον έτη. Ένας ακόμη λόγος είναι πως τα διυλιστήρια, όπου υπάρχουν, είναι παρωχημένης τεχνολογίας και αδυνατούν να μειώσουν την περιεκτικότητα σε θείο και έτσι αυτή εξαρτάται από την ποιότητα της παρτίδας του αργού πετρελαίου. Αρκετές κυβερνήσεις θεωρούν πως ο εκσυγχρονισμός των διυλιστηρίων και η “αυστηροποίηση” των ορίων θα αυξήσει την τιμή του καυσίμου που θα συμπαρασύρει προς τα πάνω τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών.
Η εμπειρία, όμως, έχει δείξει πως οι τιμές επηρεάζονται πολύ περισσότερο από τις μεταβολές στην τιμή του αργού πετρελαίου και βεβαίως στην φορολογία. Βέβαια το πρόβλημα είναι τόσο σοβαρό που ο ΟΗΕ και ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας το θέτουν αρκετά ψηλά στην ατζέντα τους και πιέζουν τις κυβερνήσεις με αρκετά θετικά αποτελέσματα. Αυτό φαίνεται από το πόσο έχει βελτιωθεί η κατάσταση σε σχέση με το 2005.
Κοινοποιήστε: