Το σήμερα είναι μια μέρα που δεν ήρθε. Το σήμερα είναι μια μέρα που περιπλανιέται παραζαλισμένη ανάμεσα στο χτες και στο αύριο. Το πιο πιθανό: μοιάζει ότι δεν πρόκειται να έρθει ποτέ και ότι θα περάσουμε κατ’ ευθείαν από το χτες στο αύριο. Έτσι. Με τα καμένα μας δέντρα και τα καμένα μας παιδιά, αποδιωγμένοι από το σήμερα. Μετανάστες από το χτες, στο αύριο. Διωγμένοι για πάντα από το σήμερα των σπιτιών μας, από την σημερινή μας λαλιά. Αποσβολωμένοι από την φρυκτωρία μιας γης που κανένα καράβι δεν το οδήγησε σε κάποιο λιμάνι, παρά μονάχα στον χέρσο θάνατο. Διωγμένοι σ’ ένα αύριο όπου η γη καπνίζει, λες και το σήμερα δεν υπήρξε ποτέ! Αλήθεια είναι. Το σήμερα δεν υπήρξε ποτέ. Εδώ, δεν υπήρξε ποτέ.
Κι όμως, κανονικά, εδώ θα έπρεπε να είναι ο τόπος μας για το «εδώ» του «σήμερα». Αυτός ο τόπος που έφυγε κάτω από τα πόδια μας και έγινε ο ου τόπος. Ένας εφιάλτης της ουτοπίας. Και έγινε ου τις ο καθένας από μας, ένας λυμφατικός Οδυσσέας που παίζει μαζί με την Κίρκη στο «Survivor».
Τυφλή μέρα. Δεν υπάρχει πουθενά. Σε κανένα χάρτη. Σε κανένα κτηματολόγιο του χρόνου που ήταν καιρός και χάθηκε. Χαμένος καιρός, καμένος χρόνος, χαμένο σήμερα. Δεν υπάρχει. Δεν θα υπάρξει ποτέ. Για όλους. Αλλά αυτό δεν είναι κοινοκτημοσύνη. Είναι απλώς η κοινότητα της ακτημοσύνης των ακτημόνων. Ο χρόνος παραμένει κτήμα των ολίγων. Ο απάτητος χρόνος από τους πολλούς. Εκείνους που συνωστίζονται μπροστά στις πύλες διανομής ενός καιρού που δεν θα γίνει ποτέ χρόνος. Και οι μέρες θα παρακρατούνται ως κεφαλικός φόρος ενός φριχτά δανεισμένου καιρού που λέγεται τόπος. Μια διάπλατα κλειστή πραγματικότητα.
Όλα τα επιδέχεται αυτή η πραγματικότητα: καταπατήσεις, αυθαίρετες «αστικές πυκνώσεις», αποκλεισμούς αιγιαλού και άλλα συναφή εργαλεία μιας άγριας υπαρξιακής ματαιότητας, αφού τίποτε από αυτά δεν υπάρχει σήμερα. Γιατί το σήμερα δεν υπάρχει. Κάηκε χτες.
Σ’ αυτό το χτες που κρατάει χρόνια και χρόνια σαν αιώνες, κάηκε το σήμερα. Με χιλιάδες εστίες φωτιάς που άναψαν ταυτόχρονα μέσα στα χρόνια. Χιλιάδες εστίες –χρόνια, μέσα σε σκοτεινά γραφεία, σε σκοτεινές ψυχές, σε σκοτεινές μπετονιέρες με χείλη ακονισμένα σαν ξυράφι, σε ψηφοδέλτια ακόμα πιο ακονισμένα, σαν όπλα της πιο ανήκουστης οπλοχρησίας εναντίον των αδύναμων που τους μετέτρεψαν σε ψοφοδεείς (και ψηφοδεείς), χιλιάδες εστίες πυρκαγιάς μέσα σε προθαλάμους πολιτικής επαιτείας, χιλιάδες ταυτόχρονες πυρκαγιές που κατέκαψαν αυτό το σήμερα που δεν υπάρχει. Αυτή τη μέρα που δεν ήρθε ποτέ, γιατί κάηκε από χιλιάδες εμπρηστικές υπογραφές, από χιλιάδες εμπρηστικούς αριθμούς τραπεζικών λογαριασμών και τραπεζικών νόμων, αυτή τη μέρα που κάηκε από «χρήμα» ανθρώπων, ανάξιων να αποτελέσουν «μέτρον» ανθρώπων κατά Πρωταγόρα.
Γιατί το σήμερα, αυτή η μέρα που δεν ήρθε ποτέ, είναι μια μέρα κλεμμένη. Η μέρα που δεν ήρθε ποτέ, είναι μια τεράστια περιουσία που κάποιοι την άρπαξαν. Είναι η περιουσία από τα κέρδη ζωής χιλιάδων ημερών. Το κλεμμένο κέρδος από χιλιάδες χρόνια βιωμένου χρόνου χιλιάδων ανθρώπων μέσα σε μια μέρα. Αδιανέμητου χρόνου. Γιατί πριν προλάβει να γίνει διανεμητός, τον άρπαξαν. Πάει. Και η μέρα η σημερινή δεν ήρθε ποτέ.
Αυτή η μέρα που είναι χιλιάδες μέρες. Πακτωλός «χρήματος ανθρώπων» που μετατράπηκε σε χρυσίον χαλασμένων ψυχών. Ψυχών που κρώζουν μετατρέποντας τον κρωγμό σε μέθοδο εμπορίου. Γιατί, κρώζοντας, ήδη εμπορεύονται τις επόμενες κλεμμένες στιγμές, τις εκατομμύρια κλεμμένες στιγμές… μέσα σε μια στιγμή. Όταν η ζωή –εκατοντάδες χρόνια τόπου, εκατοντάδες χρόνια χρόνου– θα σωριάζεται αθορύβως μέσα στους αφανείς θανάτους, της καθ’ όλου εξουσίας. Εκεί, «κάτω από τον τάπητα των πολυκατοικιών» όπου κρύβονται οι αισχροί φόβοι μιας μέρας που δεν ήρθε ποτέ. Οι φόβοι μιας μέρας που πέρασε από το χτες στο αύριο και που ο τάπητας των πολυκατοικιών της είναι φτιαγμένος από δάσος αληθινό. Κάποτε θα αναφλεγεί. Γιατί αυτή είναι η φυσική ανανέωση του χρόνου.
Η «χαλέπιος πεύκη» του καιρού που καίγεται για να ανανεωθεί ο χρόνος. Η απόλυτη Τράπεζα της κοινοκτημοσύνης. Αλλιώς δεν γίνεται. Έτσι κι αλλιώς έτσι, μονάχα θάνατος. Κι άσε αν λένε τα θηρία της χρυσοβόρου θρηνωδίας που λέγεται καθεστώς. Εκεί, στο καθεστώς, δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί ζωή. Εκεί έχει ανακαλυφθεί μονάχα θάνατος. Μέρες που δεν θα έρθουνε ποτέ.
Κοινοποιήστε: