Για να διηγηθώ τη ζωή μου, πρέπει να ξεκινήσω από τα πολύ παλιά χρόνια. Αν μου ήταν μπορετό, έπρεπε να πάω πολύ πίσω, ως τα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας κι ακόμα πιο μακριά, στις ίδιες τις ρίζες της καταγωγής μου.
Οι λογοτέχνες, όταν γράφουν μυθιστορήματα, φροντίζουν να φαίνονται σαν θεοί και πιστεύουν πως μπορούν την κάθε ανθρώπινη ιστορία να την εξετάζουν και να την περιγράφουν με όλες τις λεπτομέρειες και συνάμα να την παρουσιάζουν με τέτοιο τρόπο, που μόνο ο Θεός θα μπορούσε να τη διηγηθεί, χωρίς σκοτεινά σημεία και με όλα τα ουσιαστικά γνωρίσματα. Κάτι τέτοιο δεν μπορώ να το κάνω, όπως άλλωστε και οι λογοτέχνες πολύ λίγο το καταφέρνουν. Αλλά η ιστορία μου είναι πολύ πιο σημαντική από την ιστορία ενός οποιουδήποτε άλλου λογοτέχνη. Γιατί είναι μια ιστορία πέρα για πέρα δική μου. Πρόκειται για την ιστορία ενός πραγματικού, ζωντανού και μοναδικού ανθρώπου, κι όχι για έναν πλαστό, υποτιθέμενο ή ιδανικό ήρωα. Σήμερα λιγότερο από κάθε άλλη φορά ξέρουμε τι είναι πραγματικά ένας ζωντανός άνθρωπος. Έτσι φτάνουμε στο σημείο να εξοντώνουμε κατά μάζες τους ανθρώπους, που ο καθένας τους αποτελεί μια πολύτιμη και μοναδική προσπάθεια της φύσης. Αν δεν ήμασταν άνθρωποι, με ανεπανάληπτη προσωπικότητα, τότε θα αρκούσε μια σφαίρα να μας εξαφανίσει από τη γη, χωρίς να υπάρχει κανένα νόημα να διηγείται κανείς ιστορίες. Κάθε άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα άτομο, αλλά κάτι το ανεπανάληπτο, το ιδιαίτερο πέρα για πέρα, το πάντοτε σπουδαίο και αξιοσημείωτο κέντρο, όπου διασταυρώνονται τα φαινόμενα του κόσμου, με ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο χαρακτήρα. Γι’ αυτό ακριβώς η ιστορία του κάθε ανθρώπου είναι σπουδαία, αιώνια, θεία. Γι’ αυτό ο κάθε άνθρωπος, όσο ζει και εκπληρώνει τη θέληση της φύσης, είναι άξιος θαυμασμού και κάθε προσοχής. Στον καθένα μορφοποιείται το πνεύμα, στον καθένα πάσχει η δημιουργία, στον καθένα σταυρώνεται κι ένας λυτρωτής.
Λίγοι ξέρουν σήμερα τι είναι ο άνθρωπος. Πολλοί όμως το νιώθουν και πεθαίνουν πιο εύκολα, όπως κι εγώ πιο εύκολα θα πεθάνω στην ώρα μου, αφού τελειώσω την ιστορία αυτή.
Δεν μπορώ να ονομάσω τον εαυτό μου πολύξερο. Ήμουν ένας ερευνητής και εξακολουθώ ακόμα να είμαι, αλλά δεν ψάχνω την αλήθεια στα αστέρια και τα βιβλία. Αρχίζω να αφουγκράζομαι το αίμα που κυλά μουρμουριστά μέσα στο σώμα μου. Η δική μου ιστορία δεν είναι ευχάριστη ούτε γλυκιά και αρμονική, όπως είναι οι κατασκευασμένες ιστορίες. Φαίνεται να γεύεται το άλογο στοιχείο και τη σύγχυση, την τρέλα και το όνειρο, όπως είναι η ζωή όλων των ανθρώπων που δεν θέλουν να πουν ψέματα.
Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ένας δικός του δρόμος, η προσπάθεια για την εύρεση ενός δρόμου, η διαίσθηση πως κάπου υπάρχει ένα μονοπάτι. Κανένας άνθρωπος δεν μπόρεσε να γίνει αυτό που ήθελε ο ίδιος. Όλοι προσπαθούν να γίνουν κάτι, άλλος στα τυφλά, άλλος στα φανερά, ο καθένας όπως μπορεί. Ο καθένας φέρνει μαζί του ως το τέλος τα υπολείμματα από τη γέννησή του, τις μεμβράνες και το κέλυφος του αυγού ενός αρχέτυπου κόσμου. Πολλοί δεν γίνονται ποτέ άνθρωποι, παραμένοντας βατράχια, σαύρες, μυρμήγκια. Άλλοι πάλι στο πάνω μέρος είναι άνθρωποι και στο κάτω είναι ψάρια. Αλλά ο καθένας είναι η πορεία της φύσης για τη μορφοποίηση του ανθρώπου. Σε όλους μας είναι κοινές οι ρίζες και οι μάνες. Προερχόμαστε από την ίδια άβυσσο. Αλλά ο καθένας επιδιώκει τον δικό του σκοπό, βγαίνοντας μέσα από τα βάθη της με προσπάθεια και ορμή. Μπορούμε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον, αλλά ο καθένας ξέρει μόνο ο ίδιος να εξηγήσει τον εαυτό του.
Έρμαν Έσσε: “Ντέμιαν “
Κοινοποιήστε: