Πώς τα δεδομένα που κάποτε είχες κι απολάμβανες με έξτρα χαμόγελα κι υποτιθέμενη ευτυχία, πια δεν είναι ούτε καν ζητούμενα. Είναι στιγμές μέσα σε φούσκες διαφανείς, που πασχίζεις να διακρίνεις αν πρόκειται για πραγματικότητα ή για κάποιο κακόγουστο αστειάκι, καλά μελετημένο κι εκτελεσμένο διεστραμμένα ορθά.
Μα όταν αυτές αποτελούν τμήμα της κάποτε ζωής σου, σου προκαλούν μια χαρμολύπη βλέποντάς τις τόσο χαμηλά, βλέποντάς τις πια να αρμόζουν και να υφίστανται μόνο ως ψευδαισθήσεις ή ως όνειρα.
Κι ακόμα πιο λυπηρό να νιώθεις αυτήν τη γλυκιά νοσταλγία∙ όχι για το άλλον, όχι για το άτομο που κάποτε ήταν κάτι παραπάνω από ένας απλός γνωστός, μα για όσα έζησες. Για το πώς υπήρξες εσύ. Εσύ μαζί του. Μα αυτός όσο κεκαλυμμένα θες να το θέσεις, όσο ευγενικά και καθώς πρέπει κι αν θες να εκφραστείς, ήταν πιο μέτριος κι απ’ τον καφέ σου. Γιατί ζητιάνευε λίγη προσοχή, λίγα παροδικά αισθήματα να περάσει η ώρα και λίγες πνιγμένες υποσχέσεις στη βροχή των άσκοπων δακρύων που προκάλεσε.
Ήταν κάτι λίγο, που απλά έκανε βρόντο η έκρηξή του. Που σου παίδεψε το μυαλό με περίτρανα ψέματα, για να καταφέρει να υπάρξει, να πάρει υπόσταση και μέλλον, ενώ ούτε καλά-καλά παρόν δεν πρόσφερε. Και το μυαλό έπαιζε στην οδύνη των στιγμών, τις ονόμαζε «ευκαιρίες», τις ονόμαζε «έpωτα», τις ονόμαζε «ευτυχία».
Μα δεν είχε γνωρίσει ποτέ την πραγματική ευτυχία. Και σαν αποτυχημένος μαθηματικός έπαιρνε πιθανότητες με βελτιστοποιημένο το σφάλμα. Όριζε τις πιθανές αντιδράσεις κι έπαιρνε συνθήκες ως δεδομένες -ενώ καθόλου δεν ήταν. Και μετά έφτασε να απορρίπτει το αποτέλεσμά του ως αναληθές. Όλη η σχέση σας σε δυο προτάσεις. Αρκούν. Να περιγράψουν το «λίγο» των στιγμών που σου πρόσφερε και τη μεγιστοποίηση της κατάστασης, απ’ την πλευρά σου μόνο, τη μεγιστοποίηση που επιθυμούσες.
Και δε φταίνε οι μη ειπωμένες, ανάξιες κουβέντες του. Αυτός ήταν λίγος απ’ την αρχή, είχε δείξει τι μπορούσε να προσφέρει, ή μάλλον τι δεν μπορούσε. Μα φταις εσύ και τι επιδίωκες μανιωδώς να βγάλεις από μια κατάσταση στεγνή. Κι ενώ αυτός αρνιόταν να προσφέρει ακόμα και τα ελάχιστα, εσύ ακόμα προκαλούσες μια αντίδραση ζητώντας τα δεδομένα.
Τι περίμενες, ούτε εγώ ξέρω. Ζητούσες απεγνωσμένες παρακλήσεις, να λάβεις δύο στιγμές, δύο φιλιά, δυο λόγια που θα σε καθησύχαζαν στο αόριστο της ζωής. Μα αυτή η καθησύχαση θα πηγάζει μόνο μέσα απ’ την καθημερινότητα και το συνειρμικό πέρασμα της ζωής. Και καθόλου τα λόγια δεν μπορούν να την κλειδώσουν.
Τα λόγια βάζουν απλά το κλειδί, μα μόνο οι πράξεις μπορούν να το γυρίσουν. Και να το πετάξουν τόσο μακριά, ώστε κανείς να μην μπορέσει να σπάσει αυτή τη σύνδεση. Αυτή που κάποτε θα χτίσετε, εμποτισμένη με επιμονή. Ποτισμένη με έpωτα. Μα αυτό μαζί του ποτέ δεν το έζησες. Την πηγαία, αυθόρμητη κι αμοιβαία ανάγκη του ενός για τον άλλον. Ό,τι δίνει να το κάνει τόσο φυσικά, όσο ένας πρωινός καφές. Αβίαστα να περνά η ζωή, χωρίς επιπλέον σκέψεις για το τι μπορεί να θέλει, τι σκέφτεται, πώς νιώθει.
Κανείς δεν επιθυμεί δίπλα του ένα ανέκφραστο ρομπότ και μια καθημερινότητα αποτελούμενη από αναπάντητα ερωτήματα κι αδικαιολόγητες περίεργες συμπεριφορές. Άνθρωποι είμαστε κι επιθυμούμε να λάβουμε ό,τι προσφέρουμε σε μια ικανοποιητική αντιστοιχία. Αν δώσουμε επιπλέον προσοχή σε κάποιον, τίποτα λιγότερο δε θα μας έκανε ευτυχισμένους. Η ισότητα, άλλωστε, δεν περιορίζεται στις σχέσεις των δυο φύλων, μα στην αντιστοιχία των αντιδράσεων.
Κι η μετριότητα μιας απροσδιόριστης σχέσης τίποτα κακό δε θα είχε, αν αυτή αποτελούσε το σκοπό και των δύο πλευρών. Στο μυαλό κανενός δεν μπορούμε να μπούμε και να προβλέψουμε με σιγουριά τίποτα. Ίσως για κάποιους αυτό είναι ένα είδος επιθυμητής κατάστασης. Μα για ό,τι ξέρω εγώ, για ό,τι νιώθω εγώ κι αισθάνομαι, μόνο το «πολύ» μπορεί να σε κάνει να νιώσεις και μόνο το καθόλου. Το λίγο, το μέτριο, το κάθε «μπορεί» κι «ίσως», μόνο πληγώνει. Μόνο χαρακώνει τα χείλη του ενός και την ψυχή του άλλου.
Στην υγειά, λοιπόν, όλων αυτών, που υπάρχουν πάντα σε ένα κουτάκι στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Αυτών που καταλάβαμε την πραγματική τους σημασία πολύ αργότερα απ’ όταν έπρεπε, που δώσαμε υπερβολικά πολλά, συγκριτικά με όσα πήραμε, σε αυτούς τους αναποφάσιστους, που απλόχερα μας πρόσφεραν τα πιο βίαια σκαμπανεβάσματα της ζωής μας, που κάθε κίνηση λιγοστή μας φαινόταν πολυσέλιδη εξομολόγησή τους.
Σε αυτούς που όσο βαθιά επιθυμούσαμε να υπάρξουν δίπλα μας, δεν κατάφεραν ποτέ να αντεπεξέλθουν και πάντα βρίσκονταν πίσω, μπροστά μας, μα ποτέ παράλληλα με εμάς. Σε ό,τι μέτριο βρέθηκε στο δρόμο μας και το βαφτίσαμε ευκαιρία, μέλλον, απωθημένο.
Στην υγειά όποιου χαρίσαμε την καρδιά μας και μας την επέστρεψε για αλλαγή. Δε μετανιώνουμε, όμως. Καλά ας είναι, μακριά μας ας είναι.
Κοινοποιήστε: