Είναι μεσημέρι της 9ης Αυγούστου 1978 και η Ελλάδα, παραλίγο, θα ζούσε την χειρότερη και μεγαλύτερη αεροπορική τραγωδία στην ιστορίας της, όταν ένα θηριώδες Boeing 747 jumbo jet κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να πέσει στα νότια προάστια. Η συντριβή εντός κατοικημένης περιοχής, του τεράστιου αυτού αεροσκάφους, θα προκαλούσε αμέτρητα θύματα, πόνο και καταστροφή.
Μέχρι σήμερα η κατασκευάστρια εταιρεία Boeing θεωρεί ότι το αεροπλάνο «έπεσε», καθώς σε καμία από τις προσομοιώσεις δεν ήταν εφικτό αυτό που έκανε ο πιλότος, Σήφης Μιγάδης.
Σε εκείνη την μεσημεριανή πτήση, το αεροπλάνο μετέφερε 418 επιβάτες μαζί με το 20-μελές πλήρωμα, καθώς και 150 τόνους καύσιμα. Ακριβώς την κρίσιμη στιγμή κατά την οποία απογειωνόταν, έχασε τον υπ’ αριθμόν 3 κινητήρα του, ο οποίος εξερράγη λόγω υπερθέρμανσης των αγωγών ψύξης του στροβίλου. Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσε να φρενάρει, ώστε να ματαιώσει την απογείωση και να σταματήσει. Η ταχύτητα άλλωστε ήταν αρκετά μεγάλη και δεν θα προλάβαινε να το ακινητοποιήσει ασφαλώς.
Οι εμπειρότατοι πιλότοι της Ολυμπιακής, αμέσως κατάλαβαν την κρισιμότητα της κατάστασης και επέδειξαν αξιόλογη ψυχραιμία, ενώ παράλληλα και προκειμένου να κρατήσουν το αεροσκάφος στον αέρα, παραβίασαν σχεδόν κάθε πρωτόκολλο της κατασκευάστριας εταιρείας Boeing.
Αμέσως μετά την απογείωση, ο κυβερνήτης Μιγάδης ζήτησε και ανέβασαν τους τροχούς, κάτι που απαγορεύεται από τις διαδικασίες, προκειμένου να περάσουν τον λόφο “Πανί” μπροστά από τον αεροδιάδρομο, από τον οποίον πέρασαν ξυστά, μόλις 2,74 μ. υψηλότερα από το σημείο επαφής.
Μόλις το αεροσκάφος πέρασε επιτυχώς πάνω από τον Λόφο Πανί, ο Κυβερνήτης παραβίασε κι’ άλλη διαδικασία της κατασκευάστριας εταιρείας και εσκεμμένα το άφησε να απωλέσει λίγο ύψος, προκειμένου να του αυξήσει την ταχύτητα και έτσι να μπορέσει να το κρατήσει στον αέρα. Εκείνη τη στιγμή ο Πύργος Ελέγχου Αθηνών απώλεσε την οπτική επαφή με το αεροσκάφος και υπέθεσε ότι αυτό κατέπεσε στον Άλιμο.
Όλοι πίστευαν πως το αεροπλάνο ήταν χαμένο. Όχι όμως και ο Σίφης Μιγάδης. Στην τριακονταετή καριέρα του δεν είχε συμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Αποφάσισε να το παλέψει, παρόλο που οι πιθανότητες σωτηρίας ήταν απειροελάχιστες.
Η ελάχιστη ταχύτητα ασφαλείας, προκειμένου το αεροσκάφος να παραμείνει στον αέρα ήταν οι 180 κόμβοι, αυτό βρισκόταν στους 164 κόμβους και ο καταγραφέας δεδομένων πτήσης έδειξε ως κατώτατη ταχύτητα, τους 158.
Ο Κυβερνήτης Μιγάδης, επέλεξε να κρατήσει το αεροσκάφος σταθερό και σε οριζόντια θέση, καθώς γνώριζε πολύ καλά την αεροδυναμική. Δεν μπορούσε να τραβήξει τα χειριστήρια πάνω, ώστε να ανεβάσει το αεροπλάνο, αλλά αντιθέτως το κόλλησε σε μικρή απόσταση από το έδαφος (στα 47,85 μ.), έτσι ώστε, κατα το δυνατό, να αυξήσει την άνωση.
Οι επιβάτες, στην πλειονότητά τους Αμερικανοί τουρίστες, νόμιζαν ότι ο πιλότος, το είχε κάνει εσκεμμένα, προκειμένου να τους δείξει τα Νότια Προάστια, και ορισμένοι έβγαζαν φωτογραφίες. Αντιθέτως, οι κάτοικοι έβλεπαν έκπληκτοι, να ίπταται πάνω απο τα κεφάλια τους, ένα θηριώδες αεροσκάφος.
Όπως παραδέχτηκε μετά από χρόνια μία από τις αεροσυνοδούς της πτήσης, είχε φτάσει τόσο χαμηλά που μπορούσε να δει τους εργαζομένους του πύργου της Interamerican στη Συγγρού οι οποίοι κοιτούσαν την πορεία του αεροπλάνο αποσβολωμένοι.
«Κατεβήκαμε στις κορυφές των σπιτιών. Υπήρχαν μερικές κεραίες πολυκατοικιών που τις καθαρίσαμε κυριολεκτικά» εξηγεί ο πιλότος Σήφης Μιγάδης, μετά από χρόνια, στην τηλεοπτική εκπομπή Μια στις χίλιες.
Επόμενο εμπόδιο, ήταν το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι και τέλος, ανυπέρβλητο εμπόδιο, το Όρος Αιγάλεω.
Τρίτη παραβίαση στις διαδικασίες της κατασκευάστριας εταιρείας, ήταν ότι ο Μιγάδης δεν επιχείρησε να το στρίψει, για να μην χάσει την στήριξη και έτσι να το κρατήσει στον αέρα. Κάθε φορά που επιχειρούσε να το στρίψει, το αεροσκάφος τρανταζόταν και έτριζε, ένδειξη ότι θα έχανε τη στήριξή του. Το μέγιστο που μπορούσε να στρίψει ήταν μόλις δύο μοίρες αριστερά.
Ο έμπειρος πιλότος, όμως, δεν προχώρησε σε αυτή τη ριψοκίνδυνη κίνηση τυχαία. Όπως σημείωσε ο ίδιος, η ισχύς που λάμβανε από τον κατεστραμμένο κινητήρα και η πολύ χαμηλή ταχύτητα (έφτασε να πετά με μόλις 158 μίλια πάνω από την Αθήνα) δεν του επέτρεπε να κάνει ελιγμούς. Οπότε επέλεξε να κρατήσει το αεροπλάνο σε σταθερή πορεία προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Και τα κατάφερε.
Από την αρχή του συμβάντος ο Κυβερνήτης Μιγάδης, “θεωρώντας εαυτούς νεκρούς” και στην προσπάθειά του να έχει όσο το δυνατόν λιγότερα θύματα στο έδαφος, ήθελε να φτάσει μέχρι το Όρος Αιγάλεω, έλεγε, «να το ρίξω τουλάχιστον στο Αιγάλεω, μήπως και σωθούν οι πίσω επιβάτες και τα Νότια Προάστια». Αξίζει να αναλογιστούμε μόνο, την πυρκαγιά που θα προκαλούσαν οι 150 τόνοι της φλεγόμενης κηροζίνης στα μέσα του καλοκαιριού, στις 2 η ώρα το μεσημέρι.
Αφού πέρασαν το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι, λίγο πριν από το Όρος Αιγάλεω, στις 14:05 φύσηξε ένα ελαφρό αεράκι που έδωσε στο αεροσκάφος λίγη άνωση. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι, από τη στιγμή της απογείωσης έως τη στιγμή που φύσηξε το αεράκι, το αεροσκάφος είχε καταναλώσει περί τους 10 τόνους καυσίμων, κάτι το οποίο ελάφρυνε κάπως το βάρος του αεροσκάφους, κι έτσι η ταχύτητα άρχισε σταδιακά να αυξάνεται και όταν αυτή ανέβηκε, ο Κυβερνήτης κατόρθωσε να ανυψώσει ελαφρώς το αεροσκάφος (στα 91,44 μ.), τόσο ώστε να κατευθυνθεί προς το Σκαραμαγκά και να καταφέρει να το στρίψει προς τη θάλασσα. Πάνω από τη θάλασσα και πάλι κατά παράβαση των διαδικασιών, άδειασε από τις δεξαμενές του αεροπλάνου μέρος των καυσίμων του και κράτησε περίπου 30 τόνους.
Με την αφαίρεση των 130 τόνων καυσίμου, το αεροσκάφος ελάφρυνε σημαντικά, οπότε πήρε κι’ άλλο ύψος, και κατάφερε να αναπτύξει την ταχύτητά που του επέτρεπε πλέον να πετάξει με ασφάλεια και έτσι το πλήρωμα μπόρεσε να το στρίψει προς το Καβούρι και εν συνεχεία να το προσγειώσει στο Ελληνικό, χωρίς κανένα άλλο πρόβλημα.
Όταν έγινε αντιληπτό από τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου, κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε συμβεί. Όλοι, άλλωστε, το είχαν για χαμένο
Η άφιξη του αεροσκάφους έγινε σε πανηγυρικό κλίμα. Ο Μιγάδης κατέβηκε από το αεροπλάνο ανακουφισμένος. Εκεί τον περίμεναν οι δύο του κόρες, τις οποίες είχε ειδοποιήσει ένας ξάδερφος τους, ο οποίος είδε το αεροπλάνο να πετάει λίγα μέτρα πάνω από το γήπεδο του Πανιωνίου και τους είπε ότι παραλίγο να χτυπήσει τον προβολέα του γηπέδου και ότι έπεφτε.
Οι επιβάτες κατάλαβαν την κρισιμότητα της κατάστασης, μόνο όταν το αεροσκάφος προσγειώθηκε και πάλι στο Ελληνικό.
Οι εμπειρογνώμονες της Boeing, πέταξαν σε προσομοιωτή το συγκεκριμένο αεροσκάφος, με ακριβώς τις ίδιες παραμέτρους και λεπτομέρειες της πτήσης, όπως δόθηκαν απο τους καταγραφείς δεδομένων του αεροσκάφους και με κάθε συνδυασμό το αεροσκάφος έπεφτε, καθώς δεν ήταν δυνατό με τόσο χαμηλή ταχύτητα να παραμείνει στον αέρα.
Η κατασκευάστρια εταιρεία Boeing, έχει χαρακτηρίσει το αεροσκάφος Boeing 747-200 SX-OAA ως χαμένο (lost), παρόλο που ο ηρωικός κυβερνήτης της Ολυμπιακής Σήφης Μιγάδης, κατάφερε να το προσγειώσει με ασφάλεια και μάλιστα με τη λιγότερο δυνατή επιβάρυνση, τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε υλικές ζημίες.
«Όλοι όσοι ζούμε μετά απ’ αυτό, ζούμε λαθραία»
«Όλοι όσοι ζούμε μετά από αυτό, ζούμε λαθραία. Δεν παύει, όμως, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές να υπάρχει μια κάποια πολύ μικρή ελπίδα που μπορεί να δώσει φως και ζωή» κατέληξε, μιλώντας στην εκπομπή Μία στις Χίλιες το 1994, μία χρονιά μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση.
Μήνες μετά το συμβάν, ο πιλότος κλήθηκε από τις επίσημες ελληνικές αρχές προκειμένου να περιγράψει όλα όσα συνέβησαν εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου του 1978 στην Αθήνα. Όπως αποδείχτηκε τελικά, ύστερα από ενδελεχή έρευνα, μια εταιρεία κινητήρων έκανε λανθασμένη επισκευή στο Boeing, με αποτέλεσμα να προκαλέσει πρόβλημα ψύξης στον κινητήρα και τελικά να εκραγεί λίγο πριν από την απογείωση.Η Boeing ακόμη μέχρι σήμερα δεν μπορεί να εξηγήσει πως το συγκεκριμένο αεροσκάφος δεν κατέπεσε, ενώ ο τρόπος χειρισμού του Σίφη Μιγάδη διδάσκεται ακόμη μέχρι σήμερα στις πτητικές σχολές.
Πηγή: kliktv.gr
Κοινοποιήστε: