Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Η εκτέλεση του Κατσίφα και μάλιστα με πράσινο φως αναμμένο από το γραφείο του Αλβανού πρωθυπουργού επιβεβαιώνει ότι ο Έντι Ράμα παραμένει στην ίδια γραμμή πλεύσης. Χρησιμοποιεί ως πολιτικό-εκλογικό όπλο τον αλβανικό εθνικισμό-μεγαλοϊδεατισμό και όποτε χρειάζεται την ειδική εκδοχή του, τον ανθελληνισμό.
Πριν ένα χρόνο, η Αθήνα είχε διαμαρτυρηθεί για την πρωτοβουλία της αλβανικής κυβέρνησης να εντάξει συμβολικά στο σχήμα της “Μεγάλης Αλβανίας” και ελληνικό έδαφος. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο ανάπλασης της κεντρικής πλατείας των Τιράνων, είχαν τοποθετηθεί πέτρες από όλα τα “αλβανικά εδάφη”. Είχε, λοιπόν, τοποθετηθεί μία πέτρα από τις Φιλιάτες της Θεσπρωτίας σαν συμβολική καταγραφή της διεκδίκησης των Αλβανοτσάμηδων. Δεν επρόκειτο για λόγια κάποιων ακραίων εθνικιστικών κύκλων, αλλά για ενέργεια της κυβέρνησης Ράμα.
Ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός συντηρήθηκε σε χαμηλή ένταση από το καθεστώς του Χότζα και αναζωπυρώθηκε όταν η Αλβανία εισήλθε στην μεταψυχροπολεμική εποχή. Η ευκαιρία, όμως, δόθηκε όταν στη δεκαετία του 1990 το καθεστώς Μιλόσεβιτς έγινε το “μαύρο πρόβατο” για τη Δύση. Ο περιβόητος αλβανικός UCK άρχισε τον ανταρτοπόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο, γεγονός που έδωσε το πρόσχημα στη Δύση να επέμβει στρατιωτικά.
Η απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου
Το αποτέλεσμα ήταν η de facto απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία και μετά από αρκετά χρόνια η αναγνώρισή του ως ανεξάρτητο κράτος. Η εξέλιξη εκείνη παρόξυνε τον αλβανικό εθνικισμό και του προσέδωσε μία επιθετικότητα. Οι Αλβανοί θεώρησαν τότε ότι ήταν η ώρα να διεκδικήσουν και να αποσπάσουν όσα περισσότερα μπορούσαν από τις γειτονικές χώρες.
Ο τότε πρωθυπουργός της Αλβανίας Μάϊκο είχε δηλώσει με νόημα ότι οι εκτός Αλβανίας Αλβανοί έχουν δικαίωμα στη συλλογική αυτοάμυνα! Ουσιαστικά, δεν είχε κάνει τίποτα λιγότερο από το να περιγράψει εμμέσως τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό, ο οποίος, αν και απουσίαζε από την επίσημη διπλωματική ρητορική, βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο όλων των άτυπων συζητήσεων. Είναι ενδεικτικό ότι ο τότε πρόεδρος της Αλβανίας Μεϊντάνι είχε αρνηθεί να απαντήσει σε ερώτηση που του είχε γίνει στο φόρουμ του Νταβός εάν στόχος της χώρας του είναι η δημιουργία της «μεγάλης Αλβανίας».
Η απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία θεωρείται το πρώτο και μεγάλο βήμα για τη «Μεγάλη Αλβανία». Από τη στιγμή που αυτός ο κρίκος έσπασε ήταν αναπόφευκτο ο αλβανικός εθνικισμός να επιδιώξει το σπάσιμο και των υπόλοιπων κρίκων με την ίδια μέθοδο. Έτσι ξεκίνησαν αντάρτικες επιθέσεις στη νότια Σερβία (στο τρίγωνο Πρέσεβο-Μπουγιάνοβατς-Μεντβέντια), όπου υπάρχει μεγάλη αλβανική μειονότητα.
Μετά την πτώση του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, όμως, η Ουάσιγκτον δεν ήταν διατεθειμένη να συνεχίσει να παίζει το παιχνίδι του αλβανικού εθνικισμού. Και τότε, όμως, τον χρησιμοποίησε σαν μοχλό πίεσης εναντίον του Βελιγραδίου. Όταν η κυβέρνηση Κοστούνιτσα είχε αρνηθεί να παραδώσει τον Μιλόσεβιτς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, οι αλβανικές επιθέσεις στη νότια Σερβία είχαν κλιμακωθεί!
Ο κρίκος του Τέτοβο
Αν και το κλίμα δεν ήταν πια τόσο ευνοϊκό για τον αλβανικό εθνικισμό, η αμερικανική ανοχή τον ώθησε να βάλει φωτιά και στη ΠΓΔΜ. Παραλλήλως με τις πολιτικές διεκδικήσεις των αλβανικών κομμάτων, παρακλάδι του UCK είχε εξαπολύσει το 2001 ένοπλες επιθέσεις εναντίον αστυνομικών στόχων. Σκοπός του ήταν να αμφισβητήσει εμπράκτως την κυριαρχία των Σλαβομακεδόνων κυρίως στη συνορεύουσα με το Κοσσυφοπέδιο βορειοδυτική περιοχή του Τέτοβο, όπου κυριαρχεί το αλβανικό στοιχείο.
Δεδομένου ότι η Δύση υποστήριζε την ακεραιότητα της FYROM, οι εθνοτικές συγκρούσεις δεν μπορούσαν να έχουν την κατάληξη που είχαν στο Κοσσυφοπέδιο. Έτσι φθάσαμε στη συμφωνία της Αχρίδας (2001), με την οποία το αλβανικό στοιχείο κατοχύρωσε διευρυμένα δικαιώματα, χωρίς, ωστόσο, να επιτύχει την ομοσπονδοποίηση του νεοπαγούς κράτους.
Με τη συμφωνία της Αχρίδας έκλεισε ο κύκλος της χρήσης βίας για την προώθηση του οράματος της «Mεγάλης Αλβανίας». Από τότε έλαβαν χώρα κάποιες σποραδικές επιθέσεις ενόπλων αλβανικών ομάδων στην ΠΓΔΜ, αλλά το διεθνές κλίμα δεν ευνοούσε τη γενίκευση. Έτσι, είχαμε διάφορους λεονταρισμούς, αλλά τίποτα περισσότερο. Από αυτούς τους λεονταρισμούς δεν εξαιρέθηκε και η Ελλάδα.
Ο «Απελευθερωτικός Στρατός της Τσαμουριάς»
Στα τέλη του 2003 το κατά τα άλλα σοβαρό γερμανικό περιοδικό Σπίγκελ είχε δημοσιεύσει άρθρο με αλβανικές απειλές ότι ο «Απελευθερωτικός Στρατός της Τσαμουριάς» θα πραγματοποιήσει ένοπλες επιθέσεις στην Ελλάδα. Στις ελληνικές αρχές έχουν κατά καιρούς περιέλθει πληροφορίες για σχετικές κινήσεις στους κόλπους των εδώ Αλβανών μεταναστών, οι οποίες, όμως, ποτέ δεν έφθασαν στο σημείο υλοποίησης.
Η Ελλάδα διαφέρει ποιοτικά από το Κοσσυφοπέδιο, τη νότια Σερβία και την ΠΓΔΜ. Μπορεί να φιλοξενεί πολλούς Αλβανούς μετανάστες, αλλά δεν έχει γηγενή αλβανική μειονότητα. Το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει, βεβαίως, τους Αλβανούς εθνικιστές να θέτουν τα νότια σύνορα της «μεγάλης Αλβανίας» στον Αμβρακικό κόλπο! Σχετικοί χάρτες κυκλοφορούν εδώ και χρόνια στα Τίρανα, στην Πρίστινα και στο Τέτοβο.
Οι εθνικιστικές αυτές φαντασιώσεις είναι τόσο παράλογες, που δεν θα άξιζε τον κόπο να αναφέρεται κανείς σ’ αυτές. Ο αλβανικός εθνικισμός, όμως, έχει αποδείξει ότι ρέπει στον τυχοδιωκτισμό. Μετά τις αιματηρές συγκρούσεις που προκάλεσε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1990 στα Βαλκάνια έχει επέλθει μία ισορροπία. Ο μεγάλος κερδισμένος από τις ανακατατάξεις είναι ο αλβανικός εθνικισμός. Παρόλα αυτά, δεν κρύβει πως θεωρεί τη σημερινή ισορροπία προσωρινή.
Οι φαντασιώσεις για τη «Μεγάλη Αλβανία» τροφοδοτούν τον αναθεωρητισμό, δηλαδή την αλλαγή των υφιστάμενων συνόρων. Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, πραγματοποιήθηκαν και επαφές μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας για ανταλλαγή εδαφών, χωρίς προς το παρόν να υπάρξει συνέχεια.
Η προβοκάτσια στο Βελιγράδι
Είναι ενδεικτικό του αλβανικού θράσους ότι τον Οκτώβριο του 2014, κατά τη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα Σερβίας-Αλβανίας στο Βελιγράδι, Αλβανοί σήκωσαν πάνω από το γήπεδο τηλεκατευθυνόμενο ελικοπτεράκι με τη σημαία της «Μεγάλης Αλβανίας». Δεν ήταν μία χωρίς πολιτικό βάρος πρόκληση θερμοκέφαλων εθνικιστών. Αυτό που της προσέδωσε πολιτικό βάρος δεν ήταν μόνο ότι πρωτοστάτησε ο παρευρισκόμενος στο γήπεδο αδελφός του Αλβανού πρωθυπουργού Όλσι Ράμα, αλλά και ο τρόπος που αγκάλιασε αυτή την πρόκληση η αλβανική κυβέρνηση και σύσσωμο σχεδόν το πολιτικό σύστημα των Τιράνων.
Την ίδια συνταγή χρησιμοποίησαν οργανωμένοι οπαδοί της ποδοσφαιρικής ομάδας Παρτιζάνι, την οποία διευθύνει ο αδελφός του Αλβανού πρωθυπουργού, για την εκτέλεση Κατσίφα. Όπως είναι γνωστό ανάρτησαν πανό που έγραφε «Ένας Έλληνας νεκρός, ένας μπάσταρδος λιγότερος». Ας σημειωθεί πως χρειάστηκε να εκδηλωθούν έντονες αντιδράσεις για να υποχρεωθεί η διοίκηση της ομάδας να πάρει αποστάσεις από το γεγονός, χωρίς να καταδικάζει ρητά.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στην προβοκάτσια στο Βελιγράδι, η οποία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία προσπάθεια να αναζωπυρωθούν και να επανέλθουν στη δημοσιότητα οι αλβανικές εθνικιστικές διεκδικήσεις. Το περιστατικό είχε προκαλέσει τη σερβική κοινή γνώμη και αυτή η πρόκληση είχε παροξυνθεί από το γεγονός ότι τα Τίρανα, όπως και στην περίπτωση Κατσίφα, είχαν ρίξει λάδι στη φωτιά. Αποδείχθηκε για μία ακόμα φορά ότι ο εθνικισμός-μεγαλοϊδεατισμός δεν είναι μόνο φαντασιώσεις κάποιων φανατικών, αλλά εμμέσως πλην σαφώς το υπόστρωμα της επίσημης αλβανικής πολιτικής.
Η ένταση που είχε προκληθεί με το επεισόδιο στον ποδοσφαιρικό αγώνα είχε οδηγήσει στην απόφαση και των δύο κυβερνήσεων να αναβληθεί για αργότερα η επικείμενη τότε επίσκεψη του Ράμα στη Σερβία. Η επίσκεψη είχε χαρακτηρισθεί ιστορική, επειδή θα ήταν η πρώτη επίσκεψη Αλβανού πρωθυπουργού στο Βελιγράδι μετά από 68 χρόνια και υποτίθεται ότι θα έθετε τις εχθρικές σχέσεις των δύο γειτονικών χωρών σε άλλη τροχιά. Κάτι σας θυμίζει αυτό όσον αφορά τις ελληνοαλβανικές σχέσεις!
Από την εποχή που ήταν δήμαρχος Τιράνων, ο Ράμα είχε καλλιεργήσει για τον εαυτό του την εικόνα ενός διανοούμενου ευρωπαϊστή πολιτικού, ο οποίος δεν διστάζει να συγκρούεται με οργανωμένα συμφέροντα. Ως αρχηγός του Σοσιαλιστικού Κόμματος και ως πρωθυπουργός, όμως, αποδείχθηκε άξιος συνεχιστής της θλιβερής αλβανικής πολιτικής παράδοσης.
Πυροδοτεί τον διάχυτο στην αλβανική κοινωνία ακραίο εθνικισμό-μεγαλοϊδεατισμό και βεβαίως –σύμφωνα με επανειλημμένες καταγγελίες– έχει βουτήξει για τα καλά στη διαπλοκή και στη διαφθορά. Για την ακρίβεια αυτός και στενοί συνεργάτες του έχουν καταγγελθεί σαν προστάτες του κυκλώματος που ελέγχει την καλλιέργεια και το λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ράμα έχει αναπτύξει δεσμούς με τον Ερντογάν σε ανθελληνική βάση. Ο δε Τούρκος πρόεδρος δεν είχε διστάσει να παρέμβει στις παραμονές των αλβανικών εκλογών για να υποστηρίξει τον εκλεκτό του.
Αποσταθεροποιητικές κινήσεις στη νότια Σερβία
Το 2017, σε συνέντευξή του στο αμερικανικό Politico, ο Ράμα δεν είχε αποκλείσει τον σχηματισμό μιας ένωσης μεταξύ Αλβανίας και Κοσσυφοπεδίου σε περίπτωση που η ΕΕ δεν προχωρήσει την ενταξιακή διαδικασία του Κοσσυφοπεδίου. Στο ίδιος μήκος κύματος και ο πρόεδρος του Κοσσυφοπεδίου Χασίμ Θάτσι, ο οποίος είχε δηλώσει: «όλοι οι Αλβανοί της περιοχής θα ζήσουν σε μία ενωμένη χώρα» εάν η ΕΕ κλείσει τις πόρτες της.
Ο πρόεδρος του Αλβανικού Εθνικού Συμβουλίου στο Πρέσεβο της νότιας Σερβίας Γιονούζ Μουσλίου είχε πάει ακόμα παραπέρα: είχε ζητήσει οι σερβικές περιοχές Πρέσεβο, Μεντβέντια και Μπουγιάνοβατς, όπου υπάρχει ισχυρή αλβανική μειονότητα, να ενταχθούν σε μια μελλοντική ένωση Αλβανίας και Κοσσυφοπεδίου. Με το γνωστό αλβανικό θράσος είχε προσθέσει ότι «η Σερβία θα πρέπει να είναι ευγνώμων», επειδή οι Αλβανοί δεν ζητούν ακόμη περισσότερα εδάφη!
Οι προκλητικές δηλώσεις των Αλβανών είχαν προκαλέσει την δικαιολογημένη αντίδραση των Σέρβων. Ο τότε πρωθυπουργός Αλεξάντερ Βούτσιτς, μάλιστα, είχε δηλώσει ότι «θα με κρεμούσαν αντί σημαίας στις Βρυξέλλες εάν έκανα παρόμοιες δηλώσεις περί ενοποίησης όλων των Σέρβων». Δεν είχε άδικο. Ο Σέρβος υπουργός Εξωτερικών Ίβιτσα Ντάτσιτς, μάλιστα, είχε καταστήσει υπεύθυνες τις ΗΠΑ και την ΕΕ εάν οι Αλβανοί διεκδικήσουν σερβικά εδάφη.
Είναι δεδομένο πως ο εθνικισμός-μεγαλοϊδεατισμός χρησιμοποιείται από Αλβανούς πολιτικούς για εκλογικούς λόγους. Η ρητορική αυτή, ωστόσο, καλλιεργεί ένα κλίμα, το οποίο στο παρελθόν ήταν η βάση για ένοπλη βία και αποσταθεροποιητικές ενέργειες. Ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου ανώδυνο, όπως το εμφανίζουν ορισμένοι Δυτικοί αναλυτές και διπλωμάτες, οι οποίοι έχουν παραμείνει εγκλωβισμένοι στα στερεότυπα της δεκαετίας του 1990.
ΠΗΓΗΠηγή Σημαιοφόρος της «Μεγάλης Αλβανίας» ο Ράμα
Comments are closed.
Κοινοποιήστε: