2002 – Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιδικάζει το ποσό των 13,7 εκατ. ευρώ, ως αποζημίωση στον τέως Βασιλιά Κωνσταντίνο από το Ελληνικό Δημόσιο
Στις 28 Νοεμβρίου του 2002, ύστερα από μια μακρά δικαστική διαδικασία που ξεκίνησε το 1994, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιδίκασε ως αποζημίωση το ποσό των 13,7 εκατ. ευρώ στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο, το οποίο έπρεπε να πληρώσει το Ελληνικό Δημόσιο.
Μετά την συμφωνία του 1992 με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που προέβλεπε εκχώρηση της περιουσία τους τέως βασιλιά σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την εξαγωγή μεγάλου αριθμού της κινητής περιουσίας στο εξωτερικό, ήρθε το 1994 θα ανάκληση αυτής της απόφασης από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Επιπροσθέτως, αφαίρεσε από τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο την περιουσία του στην Ελλάδα αλλά και την ελληνική ιθαγένεια (νόμος 2215/1994).
Η βασιλική οικογένεια προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια και στο ΣτΕ. Δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο, αλλά το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή της. Το 1997, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, συμφώνησε τελικά με το ΣτΕ.
Από το 1994, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, μαζί με ακόμα οκτώ μέλη της βασιλικής οικογένειας, κατέθεσε προσφυγή εις βάρος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο ισχυριζόμενος ότι ο νόμος 2215/1994 παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η βασιλική οικογένεια υποστήριζε πως με την δήμευση της περιουσίας της χωρίς αποζημίωση, παραβιάστηκαν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα, ενώ κατήγγειλαν πως είχαν υποστεί εξευτελιστική μεταχείριση με την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας και την επιβολή του επωνύμου «Γλύξμπουργκ».
Το 1998 η απόφαση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ως παραδεκτό τον λόγο της προσφυγής για τα περιουσιακά στοιχεία αλλά όχι τα υπόλοιπα. Το 2000, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Ελλάδα, ενώ στις 28 Νοεμβρίου του 2002, επιδίκασε 13,7 εκατ. ευρώ ως αποζημίωση στον τέως βασιλιά. Στην προσφυγή του ο Κωνσταντίνος ζητούσε 161 εκατ. ευρώ. Το ελληνικό κράτος έδωσε τελικά 12 εκατ., τα οποία κατέβαλε από τον προϋπολογισμό «φυσικών καταστροφών», κάνοντας πολιτικό υπαινιγμό.
Όταν ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος έλαβε τα χρήματα της αποζημίωσης ίδρυσε το Ίδρυμα «Άννα Μαρία» ως φορέα διάθεσης της αποζημίωσής του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
2010 – Πεθαίνει ο αγαπημένος ηθοποιός, Γιώργος Φούντας
Γεννήθηκε το 1924 στο χωριό Μαυρολιθάρι του νομού Φωκίδας. Πήγε μικρός στην Αθήνα και έζησε με την οικογένειά του στην συνοικία της Ριζούπολης. Ο πατέρας του είχε γαλατάδικο στην περιοχή του Ψυρρή και ο Γιώργος μόλις τελείωσε το δημοτικό εργάστηκε εκεί για ένα μικρό διάστημα.
Πηγαίνει σε νυχτερινό λύκειο και συγχρόνως παίζει μποξ και ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ. Το 1943, παίρνει ένα μικρό ρόλο στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Χειροκροτήματα». Ο κινηματογράφος τον γοήτευσε και αποφάσισε να σπουδάσει στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Δάσκαλός του ήταν ο Αιμίλιος Βεάκης.
Αφού πρωταγωνίστησε σε παραστάσεις στο θέατρο, το 1951, θα συναντήσει τον Φιλοποίμενα Φίνο, ο οποίος θα το δώσει ρόλο στην ταινία του Φρίξου Ηλιάδη, «Νεκρή Πολιτεία», η οποία συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών. Γνωστός στο κοινό έγινε με την ταινία «Μαγική Πόλη» αλλά η καριέρα του απογειώθηκε το 1955, όταν και πρωταγωνίστησε στην ταινία «Στέλλα», στο πλευρό της Μελίνας Μερκούρη. Η ατάκα του στο τέλος της ταινίας «Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι», έχει μείνει στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Η ταινία κέρδισε Χρυσή Σφαίρα Ξενόγλωσσης ταινίας και η καριέρα του θα απογειωθεί ακόμα και στο εξωτερικό. Αφιερώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στον κινηματογράφο, με το θέατρο να μην είναι προτεραιότητά του για αρκετά χρόνια.
Το 1960, θα πρωταγωνιστήσει ξανά με την Μελίνα Μερκούρη στην αριστουργηματική ταινία του Ζιλ Ντασέν, «Ποτέ την Κυριακή», ενώ το 1963, η ταινία «Κόκκινα Φανάρια» θα φτάσει μέχρι τα Όσκαρ, όπου θα χάσει από το «8 ½ » του Φεντερίκο Φελίνι. Το 1963 είναι μια ξεχωριστή χρονιά για τον Γιώργο Φούντα, αφού τότε γνώρισε και την δεύτερή του γυναίκα με την οποία απέκτησε ένα γιο. Είχε άλλα δυο παιδιά από τον πρώτο του γάμο.
Το 1973 έπαιξε και στην τηλεόραση για πρώτη φορά, ενώ συνολικά πρωταγωνίστησε σε τρείς τηλεοπτικές σειρές, ανάμεσά τους και η θρυλική σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη.
Το 1997, ολοκλήρωσε την παρουσία του στον κινηματογράφο. Η ερμηνευτική του προσέγγιση έχει μείνει αξέχαστη, με την στιβαρότητα και την σιγουριά πού είχε στην υποκριτική του. Έγινε σύμβολο του σeξ, όχι σαν ένας απλός γόης, αλλά σαν ένας παραδοσιακός και δυναμικός άνδρας που ήξερε πότε να επιβληθεί και πότε να αγαπήσει.
Πέθανε στις 28 Νοεμβρίου του 2010, σε ηλικία 86 ετών. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του έπασχε από την νόσο του Αλτσχάιμερ.
Κοινοποιήστε: