1900 – Πέθανε ο μεγάλος Ιρλανδός συγγραφέας, Όσκαρ Ουάιλντ
Αστείρευτη πηγή συγγραφικού έργου αλλά και αιρετικού πνεύματος, ο Όσκαρ Ουάιλντ θεωρείται μέχρι και σήμερα, ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς την παγκόσμιας λογοτεχνίας, έχοντας χαρίσει στην ανθρωπότητα αριστουργήματα, όπως το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι» και το «De profundis(Εκ Βαθέων)».
Γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1854. Το πλήρες όνομά του ήταν Όσκαρ Φίνγκαλ Ο’ Φλάερτυ Ουίλς Ουάιλντ και καταγόταν από εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια, αφού ο πατέρας του ήταν χειρούργος ωτορινολαρυγγολόγος που χρίστηκε ιππότης, όταν ο Όσκαρ ήταν 10 χρονών. Την αγάπη όμως για την ποίηση και τα γράμματα, την πήρε από την μητέρα του που διάβαζε σε αυτόν και στα δυο αδέρφια του, ποιήματα του κινήματος επανένωσης της Ιρλανδίας, από μικρή ηλικία.
Σπούδασε κλασσική φιλολογία το Trinity College του Δουβλίνου και συνέχισε τις σπουδές του μέχρι το 1978, στο κολλέγιο Magdalen στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Γοητευμένος από την Μασονική Στοά Apollo, έκανε αίτηση να γίνει μέλος και έγινε δεκτός. Μάλιστα έφτασε στον βαθμό του «Ανώτερου Διδασκάλου». Ενδιαφέρθηκε να ασπαστείο τον Καθολικισμό, όμως ύστερα από μια μακρά περίοδο προσπάθειας το μετάνιωσε και την ημέρα της βάπτισής του, αντί γι’ αυτόν, στην εκκλησία εμφανίστηκε ένα μπουκέτο από λευκούς κρίνους.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1881. Πούλησε και τα 750 αντίτυπά του και επανεκδόθηκε τον επόμενο χρόνο. Το 1882 πήγε στην Αμερική για μια σειρά διαλέξεων με θέμα τον Αισθητισμό. Η περιοδεία ήταν αρχικά σχεδιασμένη να κρατήσει 4 μήνες αλλά τελικά έμεινε στις ΗΠΑ για περισσότερο από έναν χρόνο.
Επέστρεψε στην Ευρώπη και από τα έσοδα του θεατρικού του έργου «Η Δούκισσα της Παδούας» μπορούσε να ζήσει μια άνετη ζωή. Το 1881, γνωρίζει την Κονστανς Λουντ, την οποία και παντρεύτηκε τρία χρόνια αργότερα. Απέκτησαν δυο γιούς, τον Κύριλλο ακι τον Βίβιαν.
Το 1886 θα γνωρίσει τον θαυμαστή του Ρόμπερτ Ρος, έναν 17χρονο που εναντιωνόταν στην Βικτωριανή απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας, τόσο που είχε έρθει σε ρήξη με την οικογένειά του. Ο Ντάνιελ Μέντελσον, κριτικός και συγγραφέας, θεωρεί πως ο Ουάιλντ σύναψε ερωτική σχέση με τον Ρος, σε μια εποχή που ο γάμος του περνούσε μια μεγάλη κρίση.
Τα τρία επόμενα χρόνια, ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία και την επιμέλεια κειμένων. Το 1890 θα εκδώσει το πιο γνωστό έργο του, «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι». Το βιβλίο δέχτηκε άμεσα δριμείες κριτικές εξαιτίας των παρακμιακών και ομοφυλοφιλικών αναφορών του. Η Daily Chronicle παραδείγματος χάριν, το χαρακτήρισε «βρομερό», «δηλητηριώδες» και ανέφερε ότι «αναδύει όλες εκείνες τις σιχαμερές οσμές της ηθικής και πνευματικής σήψης». Ο Όσκαρ Ουάιλντ υπεραμύνθηκε του μυθιστορήματος του με επιστολές και δημόσιες αντιπαραθέσεις.
Το 1891 επέστρεψε στο αγαπημένο του Παρίσι, όπου είχε μείνει για μερικούς μήνες μετά το ταξίδι στις ΗΠΑ, ως καταξιωμένος συγγραφέας. Έγραψε το θεατρικό έργο «Σαλώμη», το οποίο κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε Λονδίνο και Παρίσι. Την ίδια χρονιά θα γνωρίσει τον κακομαθημένο αριστοκράτη Άλφρεντ Ντάγκλας, με τον οποίο αποκτά μια στενή σχέση. Μέχρι το 1893, ο Ουάιλντ έχει ξελογιαστεί από τον νεαρό, με την σχέση να έχει μια θυελλώδη πορεία.
Ο Ντάγκλας μύησε τον Ουάιλντ στον υπόγειο κόσμο της ανδρικής πορνείας. Γνώρισε έτσι δεκάδες νεαρούς, που γευμάτιζαν αρχικά μαζί του, μην ξέροντας ούτε ποιος είναι, ούτε φυσικά το έργο του. Κατάφερε έτσι να ζει δυο παράλληλες ζωές. Ο πατέρας του Άλφρεντ, ο Μαρκήσιος του Κουίνσμπερι, απαιτούσε συχνά να μάθει την σχέση του γιού του με τον Ουάιλντ. Όταν τον αποκάλεσε «σοδομίτη», ο Μαρκήσιος συνελήφθη για συκοφαντική δυσφήμιση. Βάλθηκε λοιπόν να αποδείξει προσλαμβάνοντας ιδιωτικούς ντετέκτιβ, πως ο χαρακτηρισμός ευσταθούσε. Και κατάφερε να αθωωθεί αποδεικνύοντας πως η κατηγορία είχε βάση. Η υπόθεση οδηγήθηκε σε δεύτερη δίκη, αυτή την φορά με κατηγορούμενο τον Ουάιλντ. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε δυο χρόνια καταναγκαστικά έργα, για προσβολή των χρηστών ηθών.
Στις φυλακές, η υγεία του επιδεινώθηκε γρήγορα και το 1895 κατέρρευσε. Από την πτώση αποκόμισε ρήξη τυμπάνου του δεξιού αυτιού, η οποία αργότερα θα αποδεικνυόταν μοιραία. Τους επόμενους δύο μήνες τους πέρασε στο αναρρωτήριο. Μέσα στην φυλακή έγραψε και το αυτοβιογραφικό «De Profundis (Εκ Βαθέων)», που δημοσιεύτηκε με αρκετές ελλείψεις μετά τον θάνατό του.
Από την στιγμή που αποφυλακίστηκε το 1897, έφυγε για την Ευρώπη και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε μια εξαθλιωμένη εξορία μαζί με τον Ρόμπερτ Ρος. Άλλαξε το όνομά του σε Σεβαστιανός Μέλμοθ. Πέθανε από μηνιγγίτιδα στις 30 Νοεμβρίου του 1900. Ήταν μόλις 46 ετών. Η ταφή του έγινε στο Παρίσι στο κοιμητήριο του Bagneux. Ο Ουάιλντ, τα αμέσως επόμενα χρόνια απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη φήμη από αυτή που είχε εν ζωή, ενώ σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο κλασσικούς λογοτέχνες και θεατρικούς συγγραφείς της ιστορίας.
2015 – Πέθανε σε ηλικία 67 ετών, ο ηθοποιός Μηνάς Χατζησσάβας
Γεννήθηκε το 1948 στην Αθήνα. Σπούδασε υποκριτική στο Παρίσι στην Δραματική Σχολή «Cours Simon» αλλά και σε εκείνη του Εθνικού Θεάτρου, από όπου αποφοίτησε το 1969.
Εργάστηκε στους θιάσους της Κατερίνας Ανδρέαδη, της Αντιγόνης Βαλάκου και των Γιάννη Φέρτη και Ξένιας Καλογεροπούλου. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του θιάσου «Ελεύθερο Θέατρο», ενώ από το 1984 έως και το 1998 υπήρξε βασικό στέλεχος του «Ανοιχτού Θεάτρου» του Γιώργου Μιχαηλίδη. Είχε στενές σχέσεις με το αρχαίο δράμα, πρωταγωνιστώντας σε πολλές αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες στην Επίδαυρο. Ενδεικτικά, μερικοί από τους ρόλους του ήταν ο Ιππόλυτος στο ομώνυμο έργο του Ευριπίδη (1989), ο Βλέπυρος στις «Εκκλησιάζουσες» (1992), ο Διόνυσος στις πολυσυζητημένες «Βάκχες» του Ματίας Λάνγκχοφ (1997), ενώ συμμετείχε στις παραστάσεις «Ηρακλής μαινόμενος» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού (2011), «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (2012) και «Αγαμέμνων» του Αισχύλου (2013).
Είχε πλούσια καριέρα και στον κινηματογράφο αλλά και την τηλεόραση. Η πορεία του στην μεγάλη οθόνη, ξεκίνησε το 19070, με την συμμετοχή του στην ταινία του Κώστα Ασημακόπουλου, «Όμορφες μέρες». Τιμήθηκε δύο φορές με το βραβείο β’ ανδρικού ρόλου στη Θεσσαλονίκη («Lilly’s story» του Ροβήρου Μανθούλη και «Τα παιδιά του Κρόνου» του Γιώργου Κόρρα) και μία φορά με το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου («Κλειστή στροφή» του Νίκου Γραμματικού). Κύκνειο άσμα του στη μεγάλη οθόνη ήταν η συμμετοχή του στην ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη «Ένας άλλος κόσμος» (2015), όπου ερμηνεύει έναν ακροδεξιό, που μισεί τους πρόσφυγες.
Στην τηλεόραση έγινε ευρύτερα γνωστός με την συμμετοχή του στην επιτυχημένη σειρά του 1993, «Αναστασία». Συμμετείχε σε αρκετές ακόμα σειρές, με κυριότερες τις αυτοτελείς σειρές «10η Εντολή» και «Κόκκινος Κύκλος».
Εξέδωσε επίσης και τρεις συλλογές διηγημάτων με το ψευδώμυνο Πρόδρομος Μαυρίδης, το οποίο χρησιμοποίησε σε συγγραφή σεναρίων. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία «Η Ζωή Ενάμισυ χιλιάρικο» της Φωτεινής Σισκοπούλου.
Πέθανε σε ηλικία 67 ετών, στις 30 Νοεμβρίου του 2015, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Το ιατρικό του ιστορικό ήταν αρκετά βεβαρημένο, με καρδιολογικά προβλήματα. Μια εβδομάδα πριν τον θάνατό του, είχε υποστεί αιμορραγικο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Σαν σήμερα: Πέθανε σε ηλικία 67 ετών, ο ηθοποιός Μηνάς Χατζησσάβας
Κοινοποιήστε: