1507 – Ο σύζυγος της Λίζας Γκεραρντίνι, δίνει παραγγελία στον Λεονάρντο Ντα Βίντσι να ζωγραφίσει το πορτραίτο της γυναίκας του. Το πορτραίτο αυτό ονομάστηκε «Μόνα Λίζα»
Στις 3 Νοεμβρίου του 1507, ο εύπορος εμπόρου Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο, ζητά από τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι να ζωγραφίσει το πορτραίτο της συζύγου του, Λίζας Γκεραρντίνι, με την ανάλογη πληρωμή. Το πορτραίτο, ήταν μια παραγγελία, για να γιορτάσει την γέννηση του δεύτερου γιού του αλλά και για να κοσμήσει το καινούργιο του σπίτι.
Ο Ντα Βίντσι όμως δεν θέλησε να ζωγραφίσει ένα απλό πορτραίτο, έτσι η ενασχόληση του με τον συγκεκριμένο πίνακα κράτησε για περισσότερο από μια δεκαετία. Μάλιστα, το 1516, λέγεται πως ο Ντα Βίντσι τον πήρε μαζί του στην Γαλλία όπου και συνέχισε να τον δουλεύει μέχρι το 1519, λίγο πριν από τον θάνατό του.
Ο πίνακας ονομάστηκε «Μόνα Λίζα» και είναι ένας από τους πιο διαφημισμένους και πολυσυζητημένους πίνακες παγκοσμίως. Έχει μπει δε στο ρεκόρ Γκίνες, καθώς κατέχει την υψηλότερη ασφάλιση για έναν πίνακα στην ιστορία.
Για πολλά χρόνια, ο συγκεκριμένος πίνακας έγινε αντικείμενο ανάλυσης. Τα ερωτήματα που τέθηκαν ήταν αμέτρητα. Είναι άντρας ή γυναίκα; Χαμογελά ή δεν χαμογελά; Είναι η Λίζα Γκεραρντίνι ή όχι; Το μειδίαμα της γυναίκας στο πορτραίτο προκάλεσε μια μεγάλη κουβέντα γύρω από αυτό. Πολλοί λένε πως ο Ντα Βίντσι ζωγράφισε κάποιο άλλο πορτραίτο για τον Τζιοκόντο και ύστερα ασχολήθηκε με τον εμπλουτισμό του, σε αυτό που κατέληξε να είναι ο πίνακας της «Μόνα Λίζα». Ο Φρόιντ, πίστευε πως η γυναίκα στον πίνακα είναι μια ανάμνηση της μητέρας του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Μερίκοί μάλθστα υποστηρίζουν πως είναι ο ίδιος ο ζωγράφος.
Σήμερα οι ειδικοί πιστεύουν πως πρόκειται πράγματι για την Λίζα ντελ Τζιοκόντο. Η ταυτότητα της εικονιζόμενης γυναίκας αναγνωρίστηκε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης το 2005 από έναν ειδικό που ανακάλυψε ένα σημείωμα του 1503 το οποίο είχε γράψει ο Αγκοστίνο Βεσπούτσι. Ο αυθεντικός πίνακας βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, ενώ ένα αντίγραφό του, που δημιουργήθηκε την ίδια περίοδο, βρίσκεται στο Μουσείο του Πράδο στην Μαδρίτη.
1968 – Ξεκινά η δίκη του Αλέξανδρου Παναγούλη για την απόπειρα δολοφονίας κατά του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης γεννήθηκε το 1939 στην Γλυφάδα. Ήταν γιος αξιωματικού του Στρατού Ξηράς. Είχε δυο αδέρφια, τον Ευστάθιο Παναγούλη και τον Γεώργιο Παναγούλη, που έπεσε θύμα του καθεστώτος των συνταγματαρχών.
Λίγο μετά την γέννησή του, ξεκίνησε η γερμανική κατοχή, με αποτέλεσμα να περάσει κάποια από τα παιδικά του χρόνια στην Λευκάδα απ’ όπου καταγόταν. Όταν τελείωσε το σχολείο, σπούδασε στην σχολή Μηχανολόγων – Ηλεκτρολόγων στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης ‘ήταν ανήσυχος και ατίθασος χαρακτήρας. Από τα νεανικά του χρόνια εντάχθηκε στην πολιτική, αρχικά του κέντρου, καθώς έγινε μέλος της «Ένωσης Κέντρου» του Γεωργίου Παπανδρέου. Συγκεκριμένα, εντάχθηκε στην νεολαία του κόμματος, «Οργάνωση Νέων της Ένωσης Κέντρου», η οποία μετά την μεταπολίτευση ονομάστηκε «Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία». Το 1974 έγινε πρόεδρός της.
Ο Παναγούλης έγινε γνωστός για την αντιδικτατορική του δράση. Λίγο μετά την κατάλυση της δημοκρατίας, ο Παναγούλης λιποτάκτησε από το στράτευμα και αυτοεξορίστηκε στην Κύπρο όπου άρχισε να καταστρώνει τα σχέδια του για την επαναφορά του πολιτεύματος. Ιδρύει την οργάνωση «Εθνική Αντίσταση» και έρχεται σε επαφή με πολιτικούς άνδρες του τόπου, με σκοπό να τον βοηθήσουν στο εγχείρημά του.
Επανέρχεται στην Ελλάδα και μαζί με συνεργάτες, σχεδιάζει την δολοφονία του Γεωργίου Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου του 1968 κοντά στην περιοχή της Βάρκιζας. Όμως η απόπειρα δολοφονίας θα αποτύχει και ο Παναγούλης θα συλληφθεί. Η σύντροφός του, Ιταλίδα δημοσιογράφος, Όριάνα Φαλάτσι, θα πει αργότερα πως ο Παναγούλης είχε πει πως: «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».
Στις 3 Νοεμβρίου του 1968, ξεκινά το Στρατοδικείο με κατηγορούμενο τον Αλέξανδρο Παναγούλη. Από τις 13 Αυγούστου μέχρι και την ώρα της δίκης, ο Παναγούλης θα υποστεί φριχτά βασανιστήρια, που λίγο έλειψε να του στοιχίσουν και την ζωή του. Θα καταδικαστεί μαζί με μερικούς συντρόφους σε δις εις θάνατον στις 17 Νοεμβρίου του 1968 και θα μεταφερθεί στην Αίγινα.
Η εκτέλεσή του ματαιώνεται, όταν ο ίδιος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος θα ζητήσει να αποδοθεί χάρη στον Παναγούλη. Μεταφέρεται στις στρατιωτικές φυλακές της Αίγινας, απ’ όπου θα αποδράσει στις 5 Ιουνίου του 1969. Όμως θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί ξανά στις φυλακές της Αίγινας. Όλα αυτά τα χρόνια, Ο Παναγούλης δεν θέλησε ποτέ να δεχθεί την απονομή χάριτος από το καθεστώς και σύμφωνα με μαρτυρίες, προτιμούσε να πεθάνει.
Τον Αύγουστο του 1973, απελευθερώνεται βάσει της γενικής αμνηστίας που δόθηκε από την χούντα σε πολιτικούς κρατουμένους. Θα καταφύγει στην Φλωρεντία, όπου προσπαθεί εκ νέου να οργανώσει αντίσταση. Το 1974 θα εκλεγεί βουλευτής στην Β’ Αθηνών, με το κόμμα Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις. Θα έρθει σε ρήξη με την ηγεσία του κόμματος, όταν εξαπολύει σωρεία καταγγελιών για πολιτικούς που συνεργάστηκαν με την χούντα, έχοντας στοιχεί ακόμα και για τον Δημήτρη Τσάτσο.
Ο Παναγούλης συνέχισε να είναι ανεξάρτητος βουλευτής. Την πρωτομαγιά του 1976, σε ηλικία 36 ετών, ο Αλέξανδρος Παναγούλης σκοτώνεται σε τροχαίο κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Λίγες μέρες αργότερά, είχε ανακοινώσει πως θα αποκάλυπτε τους φακέλους με τα όργανα ασφαλείας της χούντας. Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με την χούντα. Κατά πολλούς, το τροχαίο ατύχημα είχε στηθεί για να θέσει τον Αλέξανδρο Παναγούλη εκτός μάχης και να εξαφανίσει τις αποδείξεις που είχε υπό την κατοχή του. Κάτι που δεν αποδείχτηκε ποτέ.
Σαν σήμερα: Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι λαμβάνει την παραγγελία να ζωγραφίσει την «Μόνα Λίζα»
Κοινοποιήστε: