1972 – Πέθανε ο μεγάλος ρεμπέτης Μάρκος Βαμβακάρης
Το ρεμπέτικο τραγούδι δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ήταν ίσως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του ρεμπέτικου και εξύψωσε την λαϊκή μουσική με τα διαχρονικά τραγούδια του.
Γεννήθηκε το 1905 στην Σύρο από οικογένεια καθολικών. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη και αργότερα απέκτησε άλλα πέντε αδέρφια. Η οικογένεια του ήταν φτωχή, αλλά ήταν πλούσια σε καλλιτεχνική και μουσική έμπνευση, αφού ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του, έγραφε τραγούδια.
Σταμάτησε το σχολείο πολύ νωρίς. Ο πατέρας του κλήθηκε στον στρατό και έπιασε δουλειά σε ένα κλωστήριο μαζί με την μητέρα του. Αργότερα ακολούθησαν διάφορες δουλειές που αναγκάστηκε να κάνει για να βοηθήσει την οικογένειά του, όπως χασάπης, εφημεριδοπώλης, λούστρος κ.α. Σε ηλικία 12 ετών φεύγει για τον Πειραιά. Δούλεψε σε ορυχεία γαιάνθρακα, σαν χαμάλης στα τελωνεία και στα σφαγεία. Εγκαταστάθηκε από την αρχή στα Ταμπούρια και τα βράδια, μετά την σκληρή δουλειά, σύχναζε στους τεκέδες. Εκεί, σε ηλικία 19 ετών, θα ακούσει για πρώτη φορά στην ζωή του μπουζούκι. Του έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση που βάλθηκε να μάθει μόνος του. Λίγους μήνες μετά ήταν ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουκοπαίχτες.
Παράλληλα παντρεύτηκε την Ζιγκοάλα, μια γυναίκα που αρχικά αγάπησε αλλά αργότερα μίσησε όσο τίποτα στον κόσμο, όπως συνήθιζε να λέει. Η Ελένη, που εκείνος αποκαλούσε Ζιγκοάλα, ήταν πανέμορφη. Ο Μάρκος την αγαπούσε υπερβολικά. Όμως ο γάμος τους δεν στέριωσε αφού η Ζιγκοάλα τα έφτιαξε με τον φίλο του και κουμπάρο του τον Σήφη. Ο κουμπάρος του είχε γυναίκα και παιδί, αλλά τους παράτησε για την γυναίκα του Μάρκου. Όλοι ήξεραν για την κρυφή της σχέση εκτός από το Μάρκο. Μια μέρα ο αδελφός του, με τον οποίο τσακωνόταν συχνά για την Ζιγκοάλα, πήγε και του είπε πως η γυναίκα του τον απατά με τον κουμπάρο του. Εκείνος δεν τον πίστεψε. Τότε ο αδελφός του ο Φραγκίσκος έκοψε το αυτί του, του το έδωσε και του είπε «Τώρα με πιστεύεις;».
Ο καυγάς που ακολούθησε ήταν ομηρικός. Η Ζιγκοάλα έφυγε από το σπίτι και έμενε με τον Σήφη. Ο Βαμβακάρης δεν το είχε ακόμα ξεπεράσει και πήγαινε κάτω από το παράθυρό της και της πετούσε πέτρες για να βγει και να την δει. Τελικά ζήτησε διαζύγιο αλλά η Καθολική Εκκλησία δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο τότε. Τελικά, η πολιτεία έκρινε άκυρο τον γάμο γιατί ήταν μεικτός και είχε τελεστή μόνο σε Καθολική εκκλησία. Εκείνη την περίοδο βέβαια, έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του.
Η Ζιγκοάλα όμως είχε οικονομικές απαιτήσεις και εισέπραττε τα κέρδη του από την ΑΕΠΙ, αφού δεν έπαιρνε διατροφή. Τότε ο Μάρκος άρχισε να υπογράφει τα τραγούδια του με ψευδώνυμα.
Μέχρι το 1933, είχε γράψει περισσότερα από 50 τραγούδια. Με την παρότρυνση του φίλου του Σπύρου Περιστέρη ξεκίνησε η ηχογράφησή τους. Την επόμενη χρονιά δημιούργησε το μουσικό σχήμα «Η τετράς η ξακουστή του Πειραιά» μαζί με τους φίλους του Γιώργο Μπατή, Στράτο Παγιουμτζή και Ανέστη Δελιά. Άνοιξε και το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Όμως δεν πήρε άδεια από την αστυνομία και το έκλεισε. Πήγε για δυο μήνες στην Σύρο και όταν γύρισε έγραψε το πιο γνωστό του τραγούδι: την «Φραγκοσυριανή».
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=weXer8X0X_A]
Πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα και έγινε περιζήτητος. Οι εμφανίσεις του στον Βοτανικό μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου και τον Στέλιο Κερομύτη άφησαν εποχή. Στην κατοχή τα πράγματα όμως έγιναν δύσκολα. Έχασε έναν αδερφό και την μητέρα του. Τότε έκανε και το δεύτερο του (ορθόδοξο) γάμο με την νεαρή Βαγγελιώ. Η Καθολική Εκκλησία τον αφόρισε και έπρεπε να περάσουν περισσότερα από 20 χρόνια για να του επιτρέψει ξανά να κοινωνήσει. Με την Βαγγελιώ έκανε τρία παιδιά.
Μετά τον πόλεμο τα τραγούδια και οι δίσκοι του έγιναν ανάρπαστα. Το 1954 έπαθε μια βαριάς μορφής αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν επέστρεψε, η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε ξεπερασμένο και δεν έβρισκε δουλειά.
Όμως το 1960, με πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη τα τραγούδια του κυκλοφόρησαν από την Columbia και τραγουδήθηκαν από τον Τσιτσάνη, τον Μπιθικώτση, την Καίτη Γκρέι και τον Στράτο Διονυσίου. Ο Βαμβακάρης βρήκε πάλι δουλειά, έκανε περιοδείες και το 1966 έκανε εμφανίσεις σε μπουάτ της πλάκας.
Πέθανε σε ηλικία 67 ετών, στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο και μια παράδοση στην λαϊκή μουσική που παραμένει δημοφιλής και επίκαιρη μέχρι και σήμερα.
1981 – Η τραγωδία της Θύρας 7 με 21 νεκρούς
Ήταν Φεβρουαρίου του 1981, όταν συνέβη η μεγαλύτερη τραγωδία στα χρόνια του ελληνικού αθλητισμού. Η τραγωδία της Θύρας 7 άφησε πίσω της θλίψη και πολλά αναπάντητα ερωτήματα, όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο έγινε.
Κυριακή απόγευμα και στο στάδιο Καραϊσκάκη, ο Ολυμπιακός υποδέχεται την ΑΕΚ σε ένα κατάμεστο γήπεδο. Το παιχνίδι είναι ντέρμπι, με τις δυο ομάδες να βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας.
Ο Ολυμπιακός όμως δεν άφησε κανένα περιθώριο στην ΑΕΚ. Με τρία τέρματα του Γαλάκου και από ένα των Κουσουλάκη, Ορφανού και Βαμβακούλα, κερδίζει εύκολα με 6-0 και σκορπίζει τον ενθουσιασμό στους 35.450 οπαδούς του. Όμως αυτός ο ενθουσιασμός θα αποβεί μοιραίος…
Οι φανατικοί οπαδοί της Θύρας 7, βιάζονται να βγουν από το γήπεδο και να κατευθυνθούν στην Θύρα 1, ώστε να αποθεώσουν τους παίκτες. Κάποιος γλίστρησε και κατρακύλησε στα σκαλιά και έφτασε μέχρι την πόρτα που ήταν κλειστή (κάποιοι άλλοι λένε πως ήταν μισάνοιχτη). Ο κόσμος όμως είναι πολύς και βιαστικός. Αυτοί που ακολουθούν έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον. Δυο λεπτά πριν τις 5 η χαρά και ο ενθουσιασμός έδωσαν την θέσης τους στον θρήνο. Οι ενθουσιασμένοι φίλαθλοι του Ολυμπιακού έχουν πέσει ό ένας πάνω στον άλλο. Οι αστυνομικοί καταφέρνουν να απεγκλωβίσουν αρκετό κόσμο. Όμως υπήρχαν ήδη νεκροί και τραυματίες που μεταφέρθηκαν στο Τζάνειο. Φίλοι και συγγενείς έψαχναν του δικούς τους. Οι πρώτοι νεκροί αναγνωρίστηκαν και ακολούθησαν κι άλλοι. Έφτασαν τελικά τους 21.
Στο Τζάνειο έφθασαν εκπρόσωποι της κυβέρνησης με σκοπό να ενημερώνουν τον πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η τηλεόραση διακόπτει το πρόγραμμά της και μεταδίδει πένθιμη μουσική.
Η Ελλάδα θρηνεί. Ποδοσφαιρόφιλοι ή μη, οπαδοί άλλων ομάδων, δεν μπορούν παρά να θρηνήσουν για την μεγαλύτεροι τραγωδία στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Μέχρι και σήμερα, κανένας υπεύθυνος δεν έχει τιμωρηθεί για την τραγωδία της 8ης Φεβρουαρίου του 1981. Ακόμα και οι πέντε φύλακες της Θύρας 7 που καταδικάστηκαν πρωτόδικα σε 10 χρόνια κάθειρξης, αθωώθηκαν από το Τριμελές Εφετείο Πειραιά στις 22 Σεπτεμβρίου του 1986.
Κάθε χρόνο, οι φίλοι, οι παίκτες, η τεχνική ηγεσία και οι παράγοντες του Ολυμπιακού, τιμούν τον μνήμη των αδικοχαμένων φιλάθλων.
Κοινοποιήστε: