
Άφησε πίσω του μια σπουδαία κληρονομιά, όχι μόνο ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, αλλά και ως οραματιστής καθώς πίστεψε ότι η δύναμη της Τέχνης μπορεί να αλλάξει τον κόσμο
Σε ηλικία 89 ετών, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο χολιγουντιανός γόης, βραβευμένος με Όσκαρ και ακτιβιστής, άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στη Γιούτα, την Τρίτη, 16 Σεπτεμβρίου, το πρωί. Ο θάνατός του ανακοινώθηκε από την εκπρόσωπό του, Cindi Berger, η οποία δήλωσε ότι «αναπαύθηκε ήρεμα στο μέρος που αγαπούσε, περιτριγυρισμένος από τους ανθρώπους που ομοίως αγαπούσε».
Ο Ρέντφορντ, με τη βαθιά του αποστροφή προς την επιφανειακή προσέγγιση του Χόλιγουντ, απαίτησε οι ταινίες του να έχουν πολιτισμικό βάρος. Κατάφερε να κάνει σοβαρά θέματα, όπως το πένθος και η πολιτική διαφθορά, να αγγίξουν το ευρύ κοινό, κυρίως χάρη στην αστείρευτη γοητεία και το υποκριτικό του ταλέντο.
Ηθοποιός – σύμβολο μιας εποχής
Ως ηθοποιός, έμεινε στην ιστορία για την ερμηνεία του σε θρυλικές ταινίες, όπως η «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (Οι δύο ληστές) του 1969, όπου μαζί με τον Πολ Νιούμαν έδωσαν μια ρομαντική ματιά στους σκοτεινούς κόσμους της Άγριας Δύσης, και η «All the President’s Men» (Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου) του 1976, όπου ενσάρκωσε τον δημοσιογράφο Μπομπ Γούντγουορντ στην αποκάλυψη του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ.
Ο Ρέντφορντ αποτέλεσε για δεκαετίες τον απόλυτο πρωταγωνιστή του Χόλιγουντ, είτε σε κωμωδίες είτε σε θρίλερ. Η σπουδαία του πορεία ως πρωταγωνιστής ρομαντικών ταινιών οφειλόταν εν πολλοίς στις επιβλητικές γυναίκες ηθοποιούς με τις οποίες συνεργάστηκε, όπως η Τζέιν Φόντα στο «Barefoot in the Park» (Ξυπόλυτοι στο Πάρκο) το 1967, η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ στο «The Way We Were» (Τα καλύτερά μας χρόνια) το 1973 και η Μέριλ Στριπ στο «Out of Africa» (Πέρα από την Αφρική) το 1985.
Το 1974, η ερμηνεία του στο «The Great Gatsby» (Ο υπέροχος Γκάτσμπι) αντιμετωπίστηκε με σχεδόν καθολική αποδοκιμασία από τους κριτικούς. «Ο Ρέντφορντ δεν μπορούσε να ξεπεράσει την αψεγάδιαστη αποτύπωσή του», έγραψε η κριτικός Pauline Kael, ενώ ο Robert Mazzocco σχολίασε ότι «έχει τα συναισθήματα μιας τηλεφωνικής καταγραφής». Παρόλα αυτά, η ταινία γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία.
Το πέρασμα στη σκηνοθεσία και η αγάπη για την ανεξάρτητη δημιουργία
Στα 40 του χρόνια, ο Ρέντφορντ πέρασε στη σκηνοθεσία και κέρδισε Όσκαρ με την πρώτη του κιόλας ταινία, την «Ordinary People» (Συνήθεις Άνθρωποι) το 1980, μια συγκλονιστική ιστορία για τη διάλυση μιας οικογένειας. Η ταινία κέρδισε τρία ακόμα Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου αυτού της Καλύτερης Ταινίας.
Η μεγαλύτερη όμως πολιτιστική του κληρονομιά είναι το Sundance Institute, το μη κερδοσκοπικό ίδρυμα που ίδρυσε το 1981, με στόχο να αναδείξει νέες κινηματογραφικές φωνές. Το 1984, ανέλαβε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου στη Γιούτα και το μετονόμασε σε Sundance Film Festival, το οποίο εξελίχθηκε σε παγκόσμια πλατφόρμα για ανεξάρτητες αμερικανικές ταινίες.
Μέσα από το Sundance αναδείχθηκαν σκηνοθέτες όπως οι Κουέντιν Ταραντίνο, Στίβεν Σόντερμπεργκ, Πολ Τόμας Άντερσον, Ντάρεν Αρονόφσκι, Ράιαν Κούγκλερ, και Νικόλ Χολοφσένερ. Το φεστιβάλ έγινε επίσης ένα από τα κορυφαία παγκόσμια φόρα για ντοκιμαντέρ με προοδευτική θεματολογία.
Ο ακτιβιστής που δεν ήθελε να τον λένε ακτιβιστή
Προτιμώντας τη ζωή στο απομονωμένο ράντσο του στη Γιούτα, ο Ρέντφορντ δημιούργησε την εικόνα ενός απλησίαστου σταρ. Επέμενε ότι η καριέρα του στο Χόλιγουντ ήταν σε δεύτερη θέση, καθώς προείχαν οι πραγματικές του ανησυχίες, μία από τις οποίες ήταν το περιβάλλον. Σε μεγάλο βαθμό, δημιούργησε το προφίλ του ηθοποιού-περιβαλλοντολόγου, που αργότερα ακολούθησαν κι άλλοι αστέρες όπως ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο.

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ιδρυτής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance, πριν από την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ «Crip Camp» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance 2020 στο Παρκ Σίτι της Γιούτα, ΗΠΑ, 23 Ιανουαρίου 2020.
Αρχείου – EPA
Το 1970, ο Ρέντφορντ πρωτοστάτησε στην επιτυχημένη εκστρατεία κατά της κατασκευής ενός αυτοκινητόδρομου έξι λωρίδων σε φαράγγι της Γιούτα. Επίσης, το 1975 αντιστάθηκε επιτυχώς στην προτεινόμενη κατασκευή ενός εργοστασίου άνθρακα.
«Γεννήθηκα με κοφτερή ματιά», είχε δηλώσει στο Hollywood Reporter το 2014. «Έβλεπα τι ήταν λάθος. Έβλεπα τι θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Ανέπτυξα ένα είδος σκοτεινής άποψης για τη ζωή, κοιτάζοντας τη δική μου χώρα».

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ρόμπερτ Ρέντφορντ παραλαμβάνει το τιμητικό βραβείο για την καριέρα του κατά τη διάρκεια της 44ης ετήσιας τελετής απονομής των βραβείων Σεζάρ που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα συναυλιών Salle Pleyel στο Παρίσι, Γαλλία, 22 Φεβρουαρίου 2019.
Αρχείου – EPA
Προσωπικές τραγωδίες και οικονομικές αναταράξεις
Ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ Τζούνιορ γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1936 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια. Ο θάνατος της μητέρας του σε νεαρή ηλικία του άφησε θυμό και απογοήτευση, και όπως ο ίδιος ομολόγησε «ένιωσε προδομένος από τον Θεό».
Στην πορεία, ο γάμος του Ρέντφορντ με τη Λόλα Βαν Γουάγκενεν, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, έληξε το 1985. Η ζωή του σημαδεύτηκε από προσωπικές τραγωδίες, όπως ο θάνατος του γιου του, του Σκοτ, σε βρεφική ηλικία και η δολοφονία του φίλου της κόρης του, Σόνα, το 1983. Το 2020, ο γιος του Τζέιμι, που είχε υποβληθεί σε δύο μεταμοσχεύσεις ήπατος, πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 58 ετών.

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ φτάνει στην πρεμιέρα της ταινίας «Η παρέα που κρατάς», κατά τη διάρκεια του 69ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας στο Λίντο της Βενετίας – 6 Σεπτεμβρίου 2012.
Αρχείου – EPA
Παράλληλα, ο Ρέντφορντ αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες λόγω κακών επιχειρηματικών κινήσεων. Η αλυσίδα κινηματογράφων Sundance Cinemas απέτυχε το 2000, ενώ το 2008 αναγκάστηκε να πουλήσει το μερίδιό του στο Sundance Channel.
Χολιγουντιανό σύμβολο του σεξ
Παρόλο που το Χόλιγουντ τον ανέδειξε σε σύμβολο του σεξ, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν ένιωθε πάντα άνετα με αυτόν τον τίτλο. «Αυτή η εικόνα μπορεί να είναι πραγματικό μειονέκτημα», παραπονέθηκε σε ένα αφιέρωμα των The Times το 1974.
Ωστόσο, το πλατύ του χαμόγελο, τα ατημέλητα, καστανόξανθα μαλλιά και η καθαρή αμερικανική του εμφάνιση ήταν αυτά που κέρδισαν το κοινό.

Ασυμβίβαστος μέχρι τέλους
Παρά τις οικονομικές και προσωπικές δυσκολίες, ο Ρέντφορντ συνέχισε να πιέζει τον εαυτό του υποκριτικά. Το 2013, σε ηλικία 75 ετών, πρωταγωνίστησε στην ταινία «All Is Lost» (Όλα χάθηκαν), υποδυόμενος έναν ναυτικό που παλεύει να επιβιώσει στη θάλασσα. Ο μοναδικός ρόλος του, χωρίς σχεδόν καθόλου διαλόγους, απαιτούσε να περνά ώρες μέσα σε μια δεξαμενή νερού. Παρά τις προσπάθειές του, η απουσία υποψηφιότητας στα Όσκαρ τον απογοήτευσε, οδηγώντας τον σε δημόσια επίθεση κατά της εταιρείας διανομής της ταινίας.
Οι τελευταίοι του ρόλοι περιλαμβάνουν το “Our Souls at Night” (2017) με τη Τζέιν Φόντα και το “The Old Man and the Gun” (2018). Τελικά, αποσύρθηκε από την υποκριτική λόγω προβλημάτων υγείας, καθώς οι δεκαετίες ιππασίας και τένις είχαν καταπονήσει το σώμα του.
Από την αρχή της καριέρας του, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ παρέμεινε ασυμβίβαστος. Όταν ο επικεφαλής της 20th Century Fox, Ρίτσαρντ Ζάνουκ, του ζήτησε να ξυρίσει το μουστάκι που είχε αφήσει για τον ρόλο του “Σάντανς Κιντ”, εκείνος αρνήθηκε. «Ήταν αυθεντικό», είπε στον βιογράφο του. «Έκανα αυτό που ήθελα».
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ άφησε πίσω του μια σπουδαία κληρονομιά, όχι μόνο ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, αλλά και ως οραματιστής και ακτιβιστής, που πίστεψε ότι η δύναμη της Τέχνης μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
*Με πληροφορίες από New York Times
Κοινοποιήστε: