“Σε έναν τόπο που ψηφίζει γόνους από «χρυσά τζάκια» και κίβδηλα πολιτικά «golden boys»… Που ονοματίζει «χρυσό παιδί» κάθε καμένο, χαμένο ή χαζεμένο…”…
Το δικό μου σπίτι δεν έχει μπερζέρες, χρυσάφια και ροκοκό επίπλωση, πολυελαίους τύπου… ιεράς μητροπόλεως να πλανώνται πλάνην οικτράν περί ύπαρξης άλλων πλανητών. Ούτε κρύσταλλα Βοημίας και…
πορσελάνες, έργα εθνικής πινακοθήκης στους τοίχους του σαλονιού και τζάκι ικανό να χωρέσει όλο τον εθνικό δρυμό, σε ένα άναμμα.
Το διαμερισματάκι μου έχει άδειο ψυγείο, κρύα καλοριφέρ κι ένα πάκο λογαριασμούς στο τραπεζάκι του χωλ. Από κάτω, χάσκουν ατάιστες δυο λαγουδοπαντόφλες που περιμένουν να ζεστάνουν τα ταλαιπωρημένα επί οκτάωρο έως δωδεκάωρο πόδια μου, στο πηγαινέλα μιας κακοπληρωμένης εργασίας.
Η ξεχαρβαλωμένη πόρτα, τη λες και «χαρά του διαρρήκτη», διπλοκλειδώνεται μόλις μπούμε στο σπίτι, καθότι η γιαγιά έχει δύο χρυσές γέφυρες από την εποχή της… Αλαμάνας και μια λίρα με το Γεώργιο σε ένα κουτάκι τυλιγμένο με λάστιχο, κάτω από το μαξιλάρι της, δεξιά από το εικονισματάκι του Ταξιάρχη.
Τα κλειδιά δεν τα αφήνουμε «πρώτη-φορά-αριστερά» του μπολ με τα σοκολατάκια νουαζέτα, αλλά δίπλα σε ένα άδειο κουτί από μπισκότα όπου πετιούνται χύμα τα μπακιρένια ευροψειράκια μαζί με τις αποδείξεις από το σούπερ μάρκετ το οποίο ρουφά σα καμινάδα τζακιού όλο το πενιχρό περιεχόμενο του πορτοφολιού.
Στο σπίτι μας δεν θα ελλόχευε ως πιθανή παρουσία μια χρυσαφένια bimbo. Είμαστε φύσει-θέσει και αντίληψη, μελαχρινές. Η μάνα, μέσα στην παμπάλαια ρόμπα της, βογκά ολημερίς για την αρθρίτιδα. Για τα φάρμακα που πίνει με τις χούφτες και ο πόνος δεν περνά.
Για τη σύνταξη, που δε φτάνει ούτε για να αγοράσει δεύτερο νυχτικό και ζεστές παντόφλες. Για τη ρημαδοτηλεόραση που όλο δείχνει το Ριχάρδο το χρυσοκάνθαρο (όμοιο με… λαμέ ντολμαδοπαρασκευαστή) να την προσκαλεί να του παραδώσει σε «τιμή κοσμήματος» εκείνο το βίντατζ πια, χρυσό δαχτυλίδι που της δώρισε ο πατέρας μου όταν με γέννησε.
Το παιδί αγωνιά σκιαγμένο από την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας κι αναρωτιέται σε ποιάς γης την άκρη θα καταλήξει, ως σύγχρονο πτυχιούχο μεταναστάκι.
Και το μόνο χρυσό που θα βρει κανείς, όσο κι αν ψάξει, είναι κάτι βαφτιστικά σταυρουδάκια κι ίσως, στο βάθος ενός συρταριού με φουλάρια, κάτι ξεχασμένες βέρες…
«Οι δυο δραχμές στην άκρη», τα με κόπο αποταμιευμένα λιγοστά χρήματα «για τα γεράματα», η σύνταξη του παππού και της γιαγιάς τα κρυμμένα στη ντουλάπα «για μια κακή ώρα» κράτησαν για λίγο την ελληνική οικογένεια, όταν ξέσπασε ο πόλεμος της οικονομικής κρίσης. Κι ύστερα, ξεπουλήθηκαν όσο-όσο κάτι χρυσαφικά που περνούσαν από γενιά σε γενιά για να πληρωθεί ο… «καταργημένος» ΕΝΦΙΑ, τα τέλη κυκλοφορίας και οι λογαριασμοί ρεύματος…
Ο Έλληνας πεινάει. Ακόμη κι αυτός που δεν τρώει από σκουπίδια, ούτε συνωστίζεται σε κοινωνικά παντοπωλεία για δυο δέματα ρύζι και μακαρόνια. Εκείνος που δεν αυτοκτονεί υπό το βάρος των δυσβάσταχτων οικονομικών υποχρεώσεων, ή δεν έχει μεταναστεύσει στην αλλοδαπή για την εξασφάλιση της πολυπόθητης εργασίας. Πεινάει για πατρίδα και διψάει για αξιοπρέπεια. Αγωνιά για το αύριο των παιδιών του μα και το δικό του σήμερα.
Στο σατιρικό περιοδικό «Ασμοδαίος», στις 2 Φεβρουαρίου 1875, σχολίαζε σχετικά με το φαινόμενο της εξαπάτησης, ο εκδότης του Εμμανουήλ Ροΐδης:
«…Η πλουτολογική επιστήμη εξακρίβωσε προ πολλού από ποια στοιχεία συνίσταται ο συσσωρευμένος πλούτος. Υποβάλλοντας μάλιστα και μία λίρα σε χημική ανάλυση βρέθηκε ότι απαρτίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:
Δάκρυ ορφανού 0,02
Στεναγμοί χήρας 0,01
Πείνα συνταξιούχου 0,01
Εύνοια Τούρκου 0,03
Νωθρότητα εισαγγελέως 0,03
Ελαστικότητα νόμων 0,05
Ευπιστία λαού 0,85!
Γενικό σύνολο: λίρα 1 (μία)»
Σε μια χώρα που πλήρωσε αποζημίωση -εκ του κωδικού φυσικών καταστροφών- στο γεννημένο σε «χρυσή κούνια» Κοκό… Που φυλά το χέρι χρυσοποίκιλτων αφιονιστών… Που υμνεί τα «χρυσά πόδια» ποδοσφαιρισταράδων και τις «χρυσές φωνές» από τραγουδιάρες της οκάς…
Σε έναν τόπο που ψηφίζει γόνους από «χρυσά τζάκια» και κίβδηλα πολιτικά «golden boys»… Που ονοματίζει «χρυσό παιδί» κάθε καμένο, χαμένο ή χαζεμένο… Που χρυσοπληρώνει κάθε εκλογική αναμέτρηση για να εκλέγει τα ίδια και τα ίδια (σε εναλλαγή) κασσιτερωμένα τίποτε, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ξεπουλούν ως σύγχρονοι μαυραγορίτες όλο «το χρυσάφι» από εύρωστο πνευματικό δυναμικό της νέας γενιάς…
Ο Ριχάρδος ήταν απλά ένας ακόμη βδελυρός χρυσοκάνθαρος που μαζί με άλλα κολεόπτερα κυλούσαν με τα ποδαράκια τους, τη σβουνιά της εκμετάλλευσης.
Μαργαρίτα Ικαρίου
Πηγή Ριχάρδος, ο χρυσοκάνθαρος…
Κοινοποιήστε: