Το θέμα της ανειλικρίνειας αποτελεί αντικείμενο επισταμένων μελετών εδώ και δεκαετίες, καθώς οι επιστήμονες προσπαθούν να καταλάβουν γιατί λέμε τόσα ψέματα. Ως φαίνεται, το κάνουμε για αναρίθμητους λόγους – από την επιθυμία μας να κερδίσουμε κάτι έως την προσπάθειά μας να προστατεύσουμε αυτούς που αγαπάμε. Η ικανότητά μας να εξαπατούμε μοιάζει ατέλειωτη και συχνά-πυκνά λέμε ψέματα στον ίδιο μας τον εαυτό (αν δεν το πιστεύετε, σκεφθείτε πόσες φορές έχετε πει «εντάξει, λίγο έφαγα» όταν στην πραγματικότητα έχετε φάει τον… άμπακο). «Οι μελέτες μας δείχνουν ότι μόλις αισθανθεί κάποιος ότι απειλείται η αυτοεκτίμησή του, σχεδόν ενστικτωδώς αρχίζει να λέει ψέματα», λέει ο δρ Ρόμπερτ Φέλντμαν, καθηγητής Ψυχολογίας και πρύτανης του Κολεγίου Κοινωνικών & Συμπεριφορικών Επιστημών (SBS) του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης και συμπληρώνει: «Ως φαίνεται, όταν λέμε ψέματα που αφορούν (και) τον εαυτό μας, ο κύριος σκοπός δεν είναι να εντυπωσιάσουμε τους άλλους, αλλά υποσυνείδητα καταφεύγουμε σε αυτά για να συντηρήσουμε την εικόνα του εαυτού μας έτσι όπως θα θέλαμε να είναι. Εγγενώς θέλουμε να είμαστε αρεστοί, κοινωνικώς αποδεκτοί και να αποφεύγουμε να προσβάλλουμε τους άλλους». Καλά όλ’ αυτά, αλλά υπάρχει τρόπος να καταλάβουμε εάν κάποιος λέει ψέματα; Μελέτες έχουν δείξει ότι αναγνωρίζουμε τους ψεύτες στο 54% των περιπτώσεων, εφ’ όσον τους έχουμε απέναντί μας και τους κοιτάμε κατά πρόσωπον, διότι υιοθετούν ορισμένες συμπεριφορές και αντιδράσεις που τους προδίδουν. Ποιες είναι αυτές οι συμπεριφορές; Το θέμα έχει μελετήσει ενδελεχώς ο δρ Ρ. Έντουαρντ Γκάισελμαν, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA), ο οποίος μάλιστα εκπαιδεύει σχετικώς πράκτορες από το FBI, την Αστυνομία του Λος Άντζελες και άλλες υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ.
Όπως έγραψαν ο δρ Γκάισελμαν και οι συνεργάτες του το 2011 στο επιστημονικό περιοδικό «AmericanJournalofForensicPsychiatry», οι κύριες ενδείξεις ότι κάποιος λέει ψέματα είναι οι εξής: Είναι λακωνικός στα ουσιώδη… «Οι περισσότεροι ψεύτες δεν θέλουν να λένε πολλά, εν μέρει διότι ξέρουν ότι θα πρέπει να θυμούνται τα ψέματά τους και όσο περισσότερα πουν, τόσο πιο εύκολο είναι να ξεχάσουν κάτι και να προδοθούν», εξηγεί ο δρ Γκάισελμαν. «Έτσι, αποφεύγουν να δώσουν λεπτομέρειες, ακόμα κι αν αυτές τους ζητηθούν». αλλά χειμαρρώδης στα επουσιώδη. Αν, λ.χ., τεθεί το απλό ερώτημα σε κάποιον «πού ήσουν;» κι αρχίσει να λέει «πήγα στο σούπερ μάρκετ και χρειαζόμουν αυγά, τυρί και ζάχαρη, και κόντεψα στο δρόμο να πατήσω ένα σκύλο και έτσι χρειάστηκα να οδηγήσω αργά», δίνει υπερβολικά πολλές λεπτομέρειες. Αυτό μπορεί κάλλιστα να υποδηλώνει ότι έχει σκεφτεί εκ των προτέρων την απάντησή του, για να είναι έτοιμος να βγει από τη δύσκολη θέση με ένα ψέμα. Δίνει περιττές εξηγήσεις. Αν και όσοι λένε ψέματα δεν μιλάνε πολύ, έχουν την τάση να δικαιολογούν αυτομάτως ό,τι λένε, παρότι δεν τους ζητάει κανείς να το κάνουν. Απαντά σε μία ερώτηση με μία άλλη ερώτηση. Αν, λ.χ., η ερώτηση «πού ήσουν χθες το βράδυ;» απαντηθεί με ένα «πού ήμουν χθες το βράδυ;», κάτι δεν πάει καλά. Ο λόγος του δεν έχει σταθερό ρυθμό. Όταν κάποιος λέει ψέματα, συχνά αρχίζει να απαντά με αργό ρυθμό που επιταχύνεται στη συνέχεια ή απαντά με πολλές διακοπές και επανεκκινήσεις. Άλλες φορές, πάλι, απαντά διστακτικά, σαν να σκέφτεται καλά τι θα πει πριν μιλήσει. Αντιθέτως, όταν κάποιος λέει την αλήθεια, η ομιλία του δεν έχει διακυμάνσεις στον ρυθμό της στην ίδια πρόταση. Σφίγγει τα χείλη του και κοιτάζει μακριά. «Το σφίξιμο των χειλιών προδίδει έντονα το ψέμα», τονίζει ο δρ Γκάισελμαν. «Υποδηλώνει ότι κάποιος σκέφτεται σκληρά για να βρει μια απάντηση και η προσπάθειά του αποτυπώνεται στο πρόσωπό του». Οι ψεύτες έχουν επίσης την τάση να κάνουν μηχανικές κινήσεις, όπως να ισιώνουν τα ρούχα τους ή να «παίζουν» με τα μαλλιά τους ή ένα κουμπί στη μπλούζα τους. Ρίχνει «κλεφτές» ματιές προς το μέρος σας. Όσοι λένε ψέματα έχουν ανάγκη να μάθουν αν γίνονται πιστευτοί και έτσι ρίχνουν «κλεφτές» ματιές προς το μέρος εκείνου στον οποίο ψεύδονται, για να παρακολουθούν τις αντιδράσεις του. Αποφυγή χρήσης των προσωπικών και κτητικών αντωνυμιών στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Όταν επινοεί κάποιος ιστορίες που ουδέποτε συνέβησαν, τείνει να χρησιμοποιεί λιγότερο τα «εγώ», «εμένα», «μου» κ.τ.λ.. Να έχετε το νου σας για αιφνίδια… εξαφάνιση των λέξεων αυτών σε μία συζήτηση. Ακινησία. Το να λέει κάποιος ψέματα δεν είναι διόλου εύκολο, αλλά απαιτεί μεγάλη νοητική συγκέντρωση. Το να μείνει ξαφνικά κάποιος εντελώς ακίνητος στην πορεία μιας συζήτησης, είναι ύποπτη ένδειξη. Δισταγμός. Όσοι λένε ψέματα μιλούν πολύ πιο διστακτικά απ’ όσους λένε την αλήθεια και έχουν την τάση να «σκοντάφτουν» στις λέξεις τους. Να έχετε το νου σας για υπερβολικά πολλά «εεεεεεεεεε» και «ααααααααα». Αιφνίδιες παύσεις. Οι ψεύτες εύκολα αιφνιδιάζονται, οπότε πρέπει να σταματήσουν για να σκεφτούν τι θα πουν. Να γίνετε καχύποπτοι αν εκεί που μιλούσατε αβίαστα, μία ερώτησή σας προκαλέσει αιφνίδια παύση.
Όπως έγραψαν ο δρ Γκάισελμαν και οι συνεργάτες του το 2011 στο επιστημονικό περιοδικό «AmericanJournalofForensicPsychiatry», οι κύριες ενδείξεις ότι κάποιος λέει ψέματα είναι οι εξής: Είναι λακωνικός στα ουσιώδη… «Οι περισσότεροι ψεύτες δεν θέλουν να λένε πολλά, εν μέρει διότι ξέρουν ότι θα πρέπει να θυμούνται τα ψέματά τους και όσο περισσότερα πουν, τόσο πιο εύκολο είναι να ξεχάσουν κάτι και να προδοθούν», εξηγεί ο δρ Γκάισελμαν. «Έτσι, αποφεύγουν να δώσουν λεπτομέρειες, ακόμα κι αν αυτές τους ζητηθούν». αλλά χειμαρρώδης στα επουσιώδη. Αν, λ.χ., τεθεί το απλό ερώτημα σε κάποιον «πού ήσουν;» κι αρχίσει να λέει «πήγα στο σούπερ μάρκετ και χρειαζόμουν αυγά, τυρί και ζάχαρη, και κόντεψα στο δρόμο να πατήσω ένα σκύλο και έτσι χρειάστηκα να οδηγήσω αργά», δίνει υπερβολικά πολλές λεπτομέρειες. Αυτό μπορεί κάλλιστα να υποδηλώνει ότι έχει σκεφτεί εκ των προτέρων την απάντησή του, για να είναι έτοιμος να βγει από τη δύσκολη θέση με ένα ψέμα. Δίνει περιττές εξηγήσεις. Αν και όσοι λένε ψέματα δεν μιλάνε πολύ, έχουν την τάση να δικαιολογούν αυτομάτως ό,τι λένε, παρότι δεν τους ζητάει κανείς να το κάνουν. Απαντά σε μία ερώτηση με μία άλλη ερώτηση. Αν, λ.χ., η ερώτηση «πού ήσουν χθες το βράδυ;» απαντηθεί με ένα «πού ήμουν χθες το βράδυ;», κάτι δεν πάει καλά. Ο λόγος του δεν έχει σταθερό ρυθμό. Όταν κάποιος λέει ψέματα, συχνά αρχίζει να απαντά με αργό ρυθμό που επιταχύνεται στη συνέχεια ή απαντά με πολλές διακοπές και επανεκκινήσεις. Άλλες φορές, πάλι, απαντά διστακτικά, σαν να σκέφτεται καλά τι θα πει πριν μιλήσει. Αντιθέτως, όταν κάποιος λέει την αλήθεια, η ομιλία του δεν έχει διακυμάνσεις στον ρυθμό της στην ίδια πρόταση. Σφίγγει τα χείλη του και κοιτάζει μακριά. «Το σφίξιμο των χειλιών προδίδει έντονα το ψέμα», τονίζει ο δρ Γκάισελμαν. «Υποδηλώνει ότι κάποιος σκέφτεται σκληρά για να βρει μια απάντηση και η προσπάθειά του αποτυπώνεται στο πρόσωπό του». Οι ψεύτες έχουν επίσης την τάση να κάνουν μηχανικές κινήσεις, όπως να ισιώνουν τα ρούχα τους ή να «παίζουν» με τα μαλλιά τους ή ένα κουμπί στη μπλούζα τους. Ρίχνει «κλεφτές» ματιές προς το μέρος σας. Όσοι λένε ψέματα έχουν ανάγκη να μάθουν αν γίνονται πιστευτοί και έτσι ρίχνουν «κλεφτές» ματιές προς το μέρος εκείνου στον οποίο ψεύδονται, για να παρακολουθούν τις αντιδράσεις του. Αποφυγή χρήσης των προσωπικών και κτητικών αντωνυμιών στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Όταν επινοεί κάποιος ιστορίες που ουδέποτε συνέβησαν, τείνει να χρησιμοποιεί λιγότερο τα «εγώ», «εμένα», «μου» κ.τ.λ.. Να έχετε το νου σας για αιφνίδια… εξαφάνιση των λέξεων αυτών σε μία συζήτηση. Ακινησία. Το να λέει κάποιος ψέματα δεν είναι διόλου εύκολο, αλλά απαιτεί μεγάλη νοητική συγκέντρωση. Το να μείνει ξαφνικά κάποιος εντελώς ακίνητος στην πορεία μιας συζήτησης, είναι ύποπτη ένδειξη. Δισταγμός. Όσοι λένε ψέματα μιλούν πολύ πιο διστακτικά απ’ όσους λένε την αλήθεια και έχουν την τάση να «σκοντάφτουν» στις λέξεις τους. Να έχετε το νου σας για υπερβολικά πολλά «εεεεεεεεεε» και «ααααααααα». Αιφνίδιες παύσεις. Οι ψεύτες εύκολα αιφνιδιάζονται, οπότε πρέπει να σταματήσουν για να σκεφτούν τι θα πουν. Να γίνετε καχύποπτοι αν εκεί που μιλούσατε αβίαστα, μία ερώτησή σας προκαλέσει αιφνίδια παύση.
Κοινοποιήστε: