Πολύ συχνά, κατά την διάρκεια της συμβουλευτικής διαδικασίας, συζητώ με γονείς οι οποίοι μου εκφράζουν τις παρακάτω ανησυχίες «Πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια…Υπήρχαν εντάσεις, καβγάδες και ένα μόνιμο αίσθημα φόβου και ανασφάλειας στο σπίτι…», «Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 8 και μεγάλωσα με την μητέρα μου…ο πατέρας μου ήταν απών…Φοβάμαι να χωρίσω…Δεν θέλω το παιδί μου να περάσει τα ίδια, να μεγαλώσει νιώθοντας αυτή την έλλειψη…».
Όλα τα παραπάνω αποτελούν βιώματα παιδικής ηλικίας, γονέων που ανησυχούν μήπως οι παραπάνω εμπειρίες επηρεάσουν (άλλοτε σε ένα περισσότερο ή λιγότερο συνειδητό επίπεδο) τον γονικό τους ρόλο.
Τι συμβαίνει όμως στην πράξη; Κατά πόσο επηρεαζόμαστε από τον τρόπο που μας μεγάλωσαν και πώς μπορούμε να βελτιωθούμε οι ίδιοι ως γονείς;
Αρχικά, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα την συμπεριφορά που έχουμε στο παρόν με τα παιδιά μας, είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε στη δική μας παιδική ηλικία και να διερευνήσουμε το δικό μας προσωπικό στυλ συνηθειών ή προσκόλλησης στους δικούς μας γονείς.
Σύμφωνα με τη θεωρία του δεσμού του Bowlby, ο τρόπος με τον οποίο αλληλοεπιδρούμε με σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μας (λ.χ. γονείς), καταγράφεται εσωτερικά και αποτελεί ένα «μοντέλο σχετίζεσθαι», έναν ισχυρό προγνωστικό παράγοντα που διαμορφώνει όλες τις μετέπειτα σημαντικές σχέσεις της ζωής μας, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων με τα παιδιά μας.
– Για παράδειγμα, γονείς που είναι φυσικά και συναισθηματικά διαθέσιμοι για το παιδί τους, που του παρέχουν ψυχολογικό χώρο και είναι δίπλα του με υπομονή, επιμονή και σταθερότητα, αντιμετωπίζοντάς το σαν μια ξεχωριστή ύπαρξη, του παρέχουν ένα ασφαλές μοντέλο σχετίζεσθαι. Το παιδί μαθαίνει κατά αυτόν τον τρόπο ότι μπορεί να εμπιστεύεται τους άλλους όταν το έχει ανάγκη, και να σχετίζεται μαζί τους διατηρώντας παράλληλα τη δική του μοναδική αίσθηση εαυτού.
– Σε περιπτώσεις που ο γονέας άλλοτε είναι διαθέσιμος για το παιδί και άλλοτε όχι, σχετιζόμενος μαζί του με ένα αγχωμένο και ασυνεπή τρόπο, το παιδί εσωτερικεύει ότι δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στους άλλους (καθώς ενδέχεται να το απογοητεύσουν), και έχει την τάση να δημιουργεί εξαρτημένες και ανασφαλείς σχέσεις στην ενήλικη ζωή.
– Στην περίπτωση που ως γονείς καλύπτουμε τις βασικές και όχι τόσο τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών μας, ώντας συναισθηματικά απόμακροι, τα παιδιά μαθαίνουν ότι πρέπει να μην εκφράζουν τις ανάγκες τους προκειμένου να είναι αποδεκτά. Ως ενήλικες, εσωτερικεύουν πως είναι απαραίτητο να κρατούν απόσταση ασφαλείας από τους άλλους, προκειμένου να μην απογητευθούν και να παραμείνουν ασφαλείς.
– Σε περιπτώσεις που οι γονείς είναι απρόβλεπτοι και δίνουν αντιφατικά «διπλά μηνύματα» στην σχέση με το παιδί τους, το παιδί διαμορφώνει ένα ασταθές, μπερδεμένο και αποδιοργανωμένο μοντέλο σχετίζεσθαι. Ως ενήλικες τα παιδιά αυτά έχουν την τάση να προσκολλώνται σε ένα άλλο άτομο όταν εκείνο απομακρύνεται και ύστερα να αποσύρονται όταν εκείνο τους πλησιάζει.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως αγκαλιάζοντας τις αναμνήσεις και τα κομμάτια του εαυτού μας που μας δυσκολεύουν, επεξεργαζόμενοι τα οδυνηρά συναισθήματα και εξελίσσοντας τον εαυτό μας μέσα από την θεραπεία, μπορούμε να αλλάξουμε τα μη λειτουργικά μοντέλα σχετίζεσθαι και να διεκδικήσουμε μια πληρέστερη σχέση με τον εαυτό μας και κατά επέκταση, ως γονείς με τα παιδιά μας.
Ιωάννα Φαντζίκη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Κοινοποιήστε: