Η διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης συντελεί σε υγιές βάρος, ακόμα και στα άτομα με γενετική επιρρέπεια για παχυσαρκία
Όσα περισσότερα χρόνια έχει πάει κανείς σχολείο τόσο καλύτερα για την υγεία του μακροπρόθεσμα, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Proceedings of the National Academy of Sciences.
Ερευνητές του Κολεγίου Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών Dana and David Dornsife του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια υποστηρίζουν ότι όταν το 1972 αυξήθηκε κατά ένα έτος η υποχρεωτική εκπαίδευση, από 15 στα 16 έτη, δεκαετίες αργότερα διαπιστώθηκε ότι η αλλαγή αυτή είχε οφέλη υγείας για όσους ολοκλήρωσαν τη βασική σχολική εκπαίδευση και ειδικότερα για όσους διέτρεχαν κίνδυνο να εξελιχθούν σε παχύσαρκα άτομα.
Πριν την αύξηση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης 31 στα 100 άτομα με υψηλό γενετικό κίνδυνο είχαν μη υγιές βάρος. Μετά την αλλαγή, το ποσοστό έπεσε στα 18 ανά 100 άτομα. Συνεπώς το ένα επιπλέον έτος μόρφωσης συντελούσε σε απώλεια κιλών, παρά το γενετικό κίνδυνο.
Αυτό σημαίνει ότι τα γονίδια δεν καθορίζουν μόνο το αν κάποιος θα είναι παχύσαρκος ή όχι. Μάλιστα, ένας χρόνος επιπλέον μόρφωσης μειώνει την επιρροή των γονιδίων ως προς το ενδεχόμενο παχυσαρκίας, εξηγεί η Δρ Σιλβια Μπαρσέλλος, ερευνήτρια στο αμερικανικό κολέγιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το δείγμα της μελέτης απαρτιζόταν από 250.000 άτομα των οποίων το γονιδίωμα βρισκόταν καταχωρημένο στη βρετανική βάση δεδομένων UK Biobank. Οι ερευνητές εστίασαν σε τρεις δείκτες υγείας: την αρτηριακή πίεση, την πνευμονική λειτουργία και το σωματικό μέγεθος, δηλαδή τον συνδυασμό Δείκτη Μάζας Σώματος, ποσοστού σωματικού λίπους και την αναλογία μέσης-ισχίων. Οι δείκτες αυτοί συνδυάστηκαν με πληροφορίες για την υγεία των εθελοντών ώστε να καθοριστεί η γενετική επιρροή και η μόρφωση στην συνολική υγεία του κάθε ατόμου.
Το φαγητό προδίδει τη μόρφωση μας
Έχει αποδειχθεί ότι όσο πιο μορφωμένος είναι κάποιος, τόσο πιο σωστή δίαιτα ακολουθεί όταν θέλει να χάσει κιλά. Συνήθως ακολουθούνται δίαιτες χαμηλών θερμίδων, με τροφές όμως που περιέχουν υψηλά ποσοστά θρεπτικών συστατικών. Επίσης, δεν είναι ασύνηθες να δίνονται μεγαλύτερα χρηματικά ποσά για αυτό το σκοπό, από ό,τι θα έδινε κάποιος με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2009 σε Αμερικανική εφημερίδα διατροφής, από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και στην οποία έλαβαν μέρος 164 ενήλικες, η ενεργειακή πυκνότητα της δίαιτας, δηλαδή η ενέργεια που προσλαμβάνει κανείς όταν κάνει δίαιτα από τις τροφές σύμφωνα με το βάρος τους, είναι και ο δείκτης της διατροφικής ποιότητας. Το άπαχο κρέας, τα ψάρια, τα χαμηλής περιεκτικότητας γαλακτοκομικά προϊόντα, τα νωπά λαχανικά και τα φρούτα, περιέχουν λιγότερες θερμίδες ανά μονάδα βάρους απ’ ό,τι τα έτοιμα φαγητά, τα ζαχαρωτά και τα γλυκά.
Δίαιτες με χαμηλή ενεργειακή πυκνότητα και υψηλή περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά, έχουν συσχετιστεί με μικρότερη αύξηση βάρους, χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας, διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακά νοσήματα και μερικές μορφές καρκίνου. Αντίθετα, οι δίαιτες υψηλής ενεργειακής πυκνότητας έχουν συνδεθεί με υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας και μεγαλύτερες πιθανότητες να νοσήσει κανείς από διάφορες ασθένειες. Η βελτίωση της ποιότητας της διατροφής αποτελεί ένα μέσο μείωσης της ενεργειακής πυκνότητας που προσλαμβάνει κανείς μέσω των γευμάτων αλλά είναι και ένας σωστός τρόπος ελέγχου του σωματικού βάρους και της πρόληψης ασθενειών.
Σύμφωνα με τους 164 συμμετέχοντες, συγκέντρωση υψηλότερης ενεργειακής πυκνότητας παρουσίασαν τα άτομα που κατανάλωναν τρόφιμα που περιλάμβαναν κορεσμένα λίπη και περιορισμένες ποσότητες φρούτων και λαχανικών. Ενώ αντίθετα, συγκέντρωση χαμηλής ενεργειακής πυκνότητας παρουσίασαν εκείνοι που έτρωγαν τροφές με χαμηλά λιπαρά και πολλές φυτικές ίνες.
Εκτός των παραπάνω παρατηρήσεων, σύμφωνα με τους ερευνητές, τα τρόφιμα που διάλεγαν εκείνοι που πρόσεχαν περισσότερο τη διατροφή τους, κόστιζαν πιο ακριβά από ότι εκείνα των συμμετεχόντων που κατανάλωναν λιπαρά, άσχετα από το οικονομικό επίπεδό τους. Φαίνεται πως τα άτομα τα οποία είχαν λάβει ανώτερη μόρφωση, ασχέτως της οικονομικής τους κατάστασης, πρόσεχαν περισσότερο τις διατροφικές τους επιλογές.
Κοινοποιήστε: