Υπάρχει μια γνωστή τάση σχετικής απαξίωσης των παγκόσμιων ημερών εορτασμού, από δύο, κυρίως, σκοπιές: είτε αναδεικνύοντας την υποκρισία της υπόμνησης ενός γεγονότος, μιας κοινωνικής ομάδας, ενός ζητήματος για μια μόλις μέρα το χρόνο,
είτε υπογραμμίζοντας ότι αυτές οι παγκόσμιες μέρες τείνουν να ουδετεροποιούν το εκάστοτε ζήτημα, απογυμνώνοντας το από το περιεχόμενό του και εντάσσοντας το σε μια κυρίαρχη, συχνά συστημική, αφήγηση.
Όσο υπαρκτές όψεις κι αν έχουν οι κριτικές αυτές, παραγνωρίζουν μια αρκετά βασική παραδοχή: ότι, όπως και για κάθε ζήτημα, η νοηματοδότηση είναι κάθε φορά, διαρκές διακύβευμα, που εξαρτάται από την ίδια την ταξική πάλη και την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων – πολύ περισσότερο, για ημέρες όπως η 8η Μάρτη, που έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια Μέρα των Γυναικών, κι έχει τις ρίζες της ακριβώς στους αγώνες των γυναικών για ισότητα και χειραφέτηση. Είναι λοιπόν στοίχημα να αποτελεί όχι απλά μέρα εορτασμού, αλλά μέρα μάχης και αγώνα, ανάπτυξης της πολιτικής συζήτησης για ζητήματα που, δυστυχώς, συζητάμε πολύ λιγότερο απ’ όσο θα’ πρεπε, μέρα μνήμης και κινητοποίησης.
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=eOv5fF7maFY]
Οι μουσικές με αναφορά στο φεμινιστικό κίνημα είναι πολλές και διαφορετικές. Ένα πολύ ωραίο mixtape μπορεί να βρεθεί από το Μιχάλη Παπαμακάριο στο periodiko.gr εδώ . Και εδώ, δέκα τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά για τη μέρα της γυναίκας, έτσι, επειδή μας αρέσει πολύ.
Fight like a girl!
Η 8η Μάρτη θεωρείται ότι καθιερώθηκε ως παγκόσμια μέρα των γυναικών, ως αναφορά στην 8η Μάρτη του 1857, όταν οι γυναίκες εργαζόμενες στα εργοστάσια υφαντουργίας και ιματισμού στη Νέα Υόρκη, διεξήγαγαν την πρώτη καταγεγραμμένη στην ιστορία απεργία γυναικών εργαζομένων. Τα κεντρικά αιτήματα τους αφορούσαν τη μείωση των ορών εργασίας, ίσα μεροκάματα με τους άντρες και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, ενώ η διαδήλωση καταστάλθηκε βίαια από την αστυνομία. Στην πραγματικότητα ωστόσο, πέρα από τη συγκεκριμένη σημαντική στιγμή, σε όλη την περίοδο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και ως τις αρχές του 20ου, οι γυναικείες κινητοποιήσεις είναι πολλές, πολύμορφες και μαχητικές, και καταστέλλονται συνήθως με βία σ.1.
Η επίσημη καθιέρωση της 8ης Μάρτη ως παγκόσμια μέρα της γυναίκας προτάθηκε και έγινε δεκτή από τη Γερμανίδα κομμουνίστρια Κλάρα Τσέτκιν το 1910, στη Β’ Διεθνή Συνδιάσκεψη των σοσιαλιστριών γυναικών στην Κοπεγχάγη. Η ημέρα τιμάται για πρώτη φορά στη Ρωσία το 1917: το ξέσπασμα της επανάστασης του Φλεβάρη σηματοδοτείται από την απεργία των γυναικών της Πετρούπολης στις βιοτεχνίες της κλωστοϋφαντουργίας, διεκδικώντας “ψωμί και ειρήνη”. Η ΕΣΣΔ την καθιερώνει ως μέρα μνήμης και αγώνα αμέσως μετά την επανάσταση του 1917, μετά από εισήγηση του Λένιν και της Αλεξάνδρας Κολοντάι. Στο “δυτικό κόσμο” αναγνωρίστηκε από τα Ηνωμένη Έθνη μόλις το 1977, υπό την πίεση του κύματος φεμινιστικών αγώνων της περιόδου. Στην Ελλάδα η μέρα τιμάται για πρώτη φορά από το ΚΚΕ το 1924, ενώ η παράδοση γυναικείων αγώνων και κινητοποιήσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική, όσο κι αν παραμένει ανεπαρκώς γνωστή. Περίοδος-σταθμός υπήρξε ο μεσοπόλεμος, που σημαδεύτηκε από γυναικείους-εργατικούς αγώνες με σημαντικές νίκες, που αργότερα ανασχέθηκαν από το καθεστώς Μεταξά. Κομβικά βήματα για τη θέση της γυναίκας και τη γυναικεία χειραφέτηση έγιναν κατά τη διάρκεια της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου. Η πρώτη φορά που οι γυναίκες συμμετείχαν σε εθνικές εκλογές ήταν για το Εθνικό Συμβούλιο της ΠΕΕΑ (κυβέρνηση του Βουνού), το 1944, όπου εκλέγονται 5 βουλεύτριες. Το δε άρθρο 5 του ιστορικού Ψηφίσματος των Κορυσχάδων κατοχύρωνε, για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία, “ισότητα πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων ανδρών και γυναικών”, ενώ οι γυναίκες είχαν ενεργό ρόλο στην αντίσταση και τον εμφύλιο. Η ήττα των δυνάμεων του ΕΑΜ και του ΔΣΕ επέφερε μια σημαντική αναστροφή των κατακτήσεων υπέρ των γυναικών, ενώ οι αγωνίστριες που συμμετείχαν δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν, κακοποιήθηκαν σεξουαλικά, ενώ στιγματίστηκαν με πολλούς τρόπους (δημόσιοι διασυρμοί, κουρέματα μαλλιών, εξευτελισμοί). Οι επιθέσεις αυτές δεν αποτελούσαν απλώς αντίποινα, αλλά στόχευαν συγκεκριμένα στην ανάσχεση των προοδευτικών κατακτήσεων που είχε επιφέρει το κομμουνιστικό κίνημα, με αποτέλεσμα να γίνουν σημαντικές οπισθοχωρήσεις σε κοινωνικό επίπεδο σε ό,τι αφορά το ρόλο της γυναίκας.
Το επόμενο κύμα φεμινισμού αναπτύχθηκε στην Ελλάδα κατά τη μεταπολίτευση, απηχώντας την επίδραση των ριζοσπαστικών κινημάτων του τέλους του 1960 σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στη βάση των δυνατοτήτων εκδημοκρατισμού μετά την πτώση της δικτατορίας. Οι αγώνες αυτοί, με πιο φιλελεύθερη οπτική, οδήγησαν στην κατοχύρωση σημαντικών αστικών δικαιωμάτων (πολιτικός γάμος, δικαίωμα στο διαζύγιο, διατήρησης επωνύμου, έκτρωσης, ισότητα στην εργασία, ποινικοποίηση του βιασμού), ενώ ταυτόχρονα σημαδεύτηκαν από μαζικές κινητοποιήσεις, αλλά και την ανάπτυξη πιο ριζοσπαστικών, αν και μάλλον μειοψηφικών, ρευμάτων στο εσωτερικό τους. Κατά τη δεκαετία του ’80 λειτούργησαν πολλές αυτόνομες φεμινιστικές συλλογικότητες, αλλά και γυναικείες ομάδες σε συνδικάτα, κόμματα κλπ., ενώ εκδίδονταν πολλά σχετικά περιοδικά. Ωστόσο, την περίοδο αυτή άνθισε, και εξαιτίας της επικράτησης του ΠΑΣΟΚ στο πολιτικό σκηνικό, μια πιο θεσμική εκδοχή του φεμινισμού, η οποία συνέβαλλε σε μια σχετική υποτίμηση ή και απαξίωση του θέματος από μεγάλο μέρος της αριστεράς.
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=Z9WI8DLGWns]
Το καρναβάλι τραγουδάει η χορωδία των γυναικείων φυλακών Αβέρωφ (1948-1952). Μετά το 1945 και ως το 1971 οι γυναικείες φυλακές Αβέρωφ χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για πολιτικές κρατούμενες, κομμουνίστριες, αντάρτισσες, αγωνίστριες, αντιστασιακές, και τα παιδιά τους. Στον ίδιο χώρο γίνονταν οι εκτελέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου.
Ούτε άγιες ούτε πουτάνες. Μόνο γυναίκες σ.2
Το γυναικείο κίνημα έχει λοιπόν μια μαχητική ιστορική παράδοση. Στην Αριστερά ωστόσο επικρατεί μια σχετική αμηχανία στον τρόπο που αντιλαμβάνεται το γυναικείο και το έμφυλο ζήτημα. Η αμηχανία αυτή έχει διάφορες αιτίες. Σχετίζεται, καταρχήν, με μια ευρύτερη επικράτηση συντηρητικών αξιών παραδοσιακά στην ελληνική κοινωνία, την αναπαραγωγή αντιδραστικών αντιλήψεων και στερεοτύπων για τους “ρόλους” των φύλων, και την αποδοχή των καταμερισμών αυτών ως “φυσικών/βιολογικών”. Έτσι, η σεξουαλική χειραφέτηση θεωρείται συχνά μέχρι και ζήτημα-ταμπού, ενώ οι γυναικείες συμπεριφορές βρίσκονται διαρκώς κάτω από μικροσκόπιο και στιγματίζονται αν αποκλίνουν από φαντασιακά (και ταυτοχρόνως, εξόχως υλικά) στερεοτυπικά πρότυπα σ.3. Πολύ γυμνή, πολύ ντυμένη, πολύ τσούλα, αγάμητη, θεούσα, υστερική, υπερβολικά θηλυκή, υπερβολικά ανδροπρεπής, προκλητική, θείτσα, άσχημη, ανασφαλής, και η λίστα εκτείνεται στο άπειρο, καλώντας τις γυναίκες σε έναν αγώνα δρόμου που φυσικά ούτε έχει τέλος ούτε μπορεί να εκπληρωθεί: οδηγεί απλά στην αδυναμία αποδοχής του εαυτού και τον αγώνα διαρκούς ανακαθορισμού μιας ταυτότητας με βάση πρότυπα που είναι ολοκληρωτικά, ισοπεδωτικά, και φυσικά, πολύ μικρή σχέση έχουν με την πραγματική ερωτική και σεξουαλική επιθυμία. Φυσικά, αντίστοιχα είναι τα στερεότυπα σε ότι αφορά την πρόσληψη των ερωτικών σχέσεων, όπου επικρατεί η εμμονική και καθολική προβολή του ετεροκανονικού “ζευγαριού” και οικογένειας ως ο μόνος δυνατός ορίζοντας ζωής για τον καθένα και την καθεμία. Παράλληλα, κι ενώ ένα από τα κεντρικά συνθήματα των φεμινιστικών και lgbtq κινημάτων είναι ότι “το προσωπικό είναι πολιτικό”, εδώ το “προσωπικό” εξορίζεται από την πολιτική συζήτηση, και συχνά προκαλεί δυσφορία, απαξίωση ή σάστισμα.
Επιπλέον, η υποτίμηση του γυναικείου ζητήματος, των αντιθέσεων φύλου και των μαχητικών μορφών κινημάτων που σχετίζονται με αυτές, σχετίζεται με την επικράτηση μιας οικονομίστικης παράδοσης στην Αριστερά που τείνει να υπάγει άμεσα και ευθύγραμμα κάθε ζήτημα στην κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Οι συζητήσεις περί φύλου στιγματίζονται συχνά μέχρι και ως “μικροαστικές παρεκκλίσεις”, ενώ υποτιμάται η σχετική αυτοτέλεια των αντιθέσεων αυτών και των κινημάτων που αναπτύσσονται στη βάση τους. Υπονομεύεται έτσι η δυνατότητα συγκρότησης μιας μαχητικής συμμαχίας όλων αυτών των κινημάτων σε ένα κοινωνικοπολιτικό μέτωπο χειραφέτησης, με σεβασμό στην αυτοτέλεια και τη διαφορετικότητα τους, στη βάση της λενινιστικής “ενότητας στη διαφορά” σ.4). Η απαξίωση αυτή συνεπάγεται την αναπαραγωγή και την ένταση της καταπίεσης κοινωνικών ομάδων στη βάση των διακρίσεων φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού. Όσο σαφές είναι ότι η σεξουαλική χειραφέτηση και απελευθέρωση δεν μπορεί να νοηθεί ή να επιτευχθεί καθολικά ανεξάρτητα από την κοινωνική χειραφέτηση και απελευθέρωση, άλλο τόσο είναι προφανές ότι απαιτείται μια διαλεκτική πρόσληψη του ζητήματος, θεμελιώνοντας το συγκεκριμένα πάνω στις πραγματικές όψεις της καθημερινής ζωής και εκμετάλλευσης.
Οι όψεις αυτές είναι ακόμα πιο προφανείς σήμερα, που, στο έδαφος της κρίσης, οξύνονται οι αντιθέσεις και η εκμετάλλευση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, κατεξοχήν των γυναικών. Τα στοιχεία είναι καταιγιστικά σε ότι αφορά τη γυναικεία εργασία και ανεργία, την καταστρατήγηση δικαιωμάτων, τις συνθήκες εργασίας, τη μετακύλιση του κόστους αναγκαίων αναπαραγωγικών λειτουργιών στις γυναίκες, τις επιπτώσεις από τις ιδιωτικοποιήσεις και την αναίρεση κοινωνικών παροχών καθώς και την αναίρεση μέτρων ισότητας μεταξύ των φύλων. Ακόμα, σε ότι αφορά την έμφυλη βία, το τράφικινγκ, την ένταση των σεξιστικών και ομοφοβικών πρακτικών και συμπεριφορών – πρακτικές που αποτελούν, συνειδητά ή ασυνείδητα, καθημερινές παραστάσεις στις ζωές μας. Το δε προσφυγικό ζήτημα, και η επέκταση των δικτύων εμπορίας ανθρώπων, κατεξοχήν γυναικών και παιδιών, επανατοποθετεί με νέους και οξυμένους όρους το γυναικείο ζήτημα στο επίκεντρο. Ωστόσο, η σημερινή κατάσταση παροξύνει αλλά δε γεννά την έμφυλη ανισότητα. Όπως υπογράμμιζε η γνωστή φεμινίστρια φιλόσοφος Σίλβια Φεντερίτσι σ.5 “ο καπιταλισμός, ως κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, είναι αναγκαστικά προσηλωμένος στο ρατσισμό και το σεξισμό. Γιατί ο καπιταλισμός πρέπει να δικαιολογήσει και να προκαλέσει σύγχυση ως προς τις αντιφάσεις που ενσωματώνουν οι κοινωνικές του σχέσεις – την υπόσχεση της ελευθερίας έναντι της πραγματικότητας του εκτεταμένου καταναγκασμού, και την υπόσχεση της ευημερίας έναντι της πραγματικότητας της εκτεταμένης ένδειας – υποτιμώντας τη «φύση» αυτών που εκμεταλλεύεται: γυναίκες, αποικιακά υποκείμενα, απόγονοι Αφρικανών σκλάβων, μετανάστες που εκτοπίστηκαν από την παγκοσμιοποίηση.”
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=uGR4OljREP8]
Ο ύμνος του γαλλικού MLF (Κίνημα για την Απελευθέρωση των Γυναικών), από την La Compagnie Jolie Môme.
Στα σκοτεινά σε ρίξανε, μα εσύ γυμνή χορεύεις σ.6
Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν αρκεί να μείνουμε στη στείρα αναπαραγωγή στατιστικών στοιχείων για να θεμελιώσουμε την ανάγκη συζήτησης γύρω από το έμφυλο ζήτημα σ.7. Ο όλος διάλογος οφείλει να επανακαθοριστεί, ορίζοντας ιεραρχήσεις και ελλείμματα, και εμβαθύνοντας σε όλες τις όψεις του ζητήματος. Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο με τον οποίο μνημονεύουμε την 8η Μάρτη. Συχνά κυριαρχούν, ιδιαίτερα στη διαμεσολαβημένη έκφραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι εύκολες ατάκες ή ο στείρος διαχωρισμός μεταξύ γυναικών “συνειδητοποιημένων ή μη, επαναστατριών ή μη”. Επαναφέρουμε έτσι την πολιτική στα μέτρα μας, και ξεχνιούνται εκείνες οι γυναίκες – η συντριπτική πλειοψηφία – που καλούνται καθημερινά να αντιμετωπίζουν με δύναμη, κουράγιο και σθένος πάνω από τις δυνάμεις τους, μια καθημερινότητα που γίνεται όλο και πιο δύσκολη: να σφίγγουν τα δόντια και να σκύβουν το κεφάλι, να διαλύουν τα όνειρα και τις επιθυμίες τους μέσα στον αγώνα δρόμου τους, να φυλακίζονται στους φόβους τους και να αδυνατούν να βρουν δρόμους διαφυγής, ατομικούς και συλλογικούς. “Ζούμε άχαρες μικρές ζωές · ποια τα μάγια θα μας σβήσει · μες τα σπίτια ζούμε σιωπηλές · ποια τον φόβο θα νικήσει”, τραγουδούσε η Νένα Βενετσάνου στη Λίλιθ της.
Η εμβάθυνση αυτού του διαλόγου είναι λοιπόν εξαιρετικά σημαντική και θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να προσβλέπει στο να δώσει τη δυνατότητα να μιλήσουν και να ακουστούν τα ίδια τα υποκείμενα της καταπίεσης, οι γυναίκες και τα άτομα που υφίστανται διακρίσεις στη βάση σεξουαλικού προσανατολισμού. Να δημιουργηθούν νέοι, κοινοί χώροι διαλόγου και δράσης. Και να προβληματιστούμε όλες και όλοι για τη σχετική ευκολία με την οποία επιλέγουμε συχνά να μιλήσουμε υπερβολικά και με ευκολίες, ή πολύ λίγο, (από αμηχανία ή αδιαφορία, “συνειδητά” ή “ασυνείδητα”), για το έμφυλο ζήτημα. Να προβληματιστούμε για την, άμεση ή έμμεση, απαξίωση των υποκειμένων που πραγματικά υφίστανται την καταπίεση, των λόγων, των πράξεων και των συναισθημάτων τους. Για τους πολλαπλούς τρόπους και όλες εκείνες τις μικρές συμπεριφορές που αναπαράγουν το σεξισμό στην καθημερινή μας ζωή, κοινωνική και πολιτική. Για την ενσωμάτωση και υιοθέτηση σεξιστικών προτύπων σε όλες και όλους μας, αλλά και για τη δυνατότητα μικρών κάθε φορά, αλλά σημαντικών, βημάτων για την απελευθέρωση και τη χειραφέτηση μας.
Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τη συλλογική μας Λίλιθ, τη νυχτερινή δαίμονα που επέλεξε να φύγει από τον Κήπο της Εδέμ αρνούμενη να καθυποταχτεί στον Αδάμ και να θυσιάσει την ελεύθερη βούλησή της (και αντικαταστάθηκε έτσι από την υποτακτική Εύα), την αρχόντισσα του σκότους που σε σύγκρουση με τα συντηρητικά και στερεοτυπικά πρότυπα, θα σβήσει τα μάγια και θα ελευθερωθούμε, βγαίνοντας έξω από τις “άχαρες μικρές ζωές μας”. Αυτή τη συλλογική μας Λίλιθ, που θα ενώσει όλες αυτές τις παράξενες κοπέλες, αυτές που ζουν, επιλέγουν, δε χωράνε σε καλούπια (σπάνε τα καλούπια), δεν αντέχουν (σ)τα καλούπια, αγκαλιάζουν τη διαφορετικότητα τους, αυτές που ερωτεύονται, δίνονται, πολεμάνε, αυτές που σηκώνουν κεφάλι, πέφτουν και ξανασηκώνονται (αλλά πονάνε όταν πέφτουν), εκτίθενται, απογοητεύονται, νιώθουν μόνες (δεν είναι μόνες), και συνεχίζουν, αυτές που κάνουν ό,τι θέλουν, που δεν ξέρουν τι θέλουν, που ψάχνουν όμως τι θέλουν, αυτές που δεν παραδίνονται, που δεν ακολουθούν τους εύκολους δρόμους, που κάνουν τα πρώτα βήματα -τα δύσκολα- για να ανοίξει ο δρόμος, αυτές που δε φοβούνται (αλλά και δε φοβούνται να φοβούνται), που είναι πεισματάρες, δεν εγκαταλείπουν, που καταλαβαίνουν, που δίνουν το χέρι, σφίγγουν το χέρι, χαϊδεύουν, κοιτάνε ίσια στα μάτια, αυτές που χορεύουν, τραγουδάνε και γελάνε δυνατά, που αγωνίζονται για τη ζωή και την ελευθερία (και πολλές φορές δίνουν τη ζωή τους), που αγαπάνε τη ζωή.
Αυτές τις παράξενες κοπέλες, που παράξενα γιορτάζουν, και που ζουν σήμερα, κι από πάντα, στο διπλανό σπίτι ή σε μια άγνωστη γωνιά του κόσμου, και που σε αυτές οφείλεται εκείνη η σχισμή φωτός (που μεγαλώνει).
Κοινοποιήστε: