«Now and Then» από Beatles με τη βοήθεια της ΑΙ
Ανήκει, θα λέγαμε συμβατικά, στο είδος της «πιανιστικής μπαλάντας». Το ύφος του – το ύφος του «ύστερου» Λένον – είναι μελαγχολικά αισιόδοξο, όμως η ενορχήστρωσή του χαρακτηρίζεται από μια μεγαλοπρέπεια, γνωστή στους θαυμαστές των «Σκαθαριών»: περιλαμβάνει μικρό σύνολο εγχόρδων, σύντομα χορωδιακά μέρη, ένα σόλο «slide» κιθάρας, ενώ και το φινάλε ακούγεται αναπάντεχα ζωηρό. Οι απολογητικοί στίχοι του απευθύνονται σε μια χαμένη αγάπη, όλα αυτά όμως μπορεί και να έχουν μικρότερη σημασία από το ίδιο το γεγονός της κυκλοφορίας του. Γιατί το τραγούδι «Now and Then», που ακούστηκε χθες έπειτα από μερικούς μήνες αναμονής, είναι σύμφωνα με την ανακοίνωση της δισκογραφικής Apple «το τελευταίο τραγούδι των Beatles». Οπως συμβαίνει σχεδόν με κάθε κομμάτι των «Fab Four», έτσι κι αυτό έχει τη δική του ιστορία. Ξεκίνησε ως ένα ακατέργαστο demo, που ο Λένον ηχογράφησε το 1978, συνοδεία ενός πιάνου, στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη. Το 1994 το κομμάτι έφθασε στα χέρια του Πολ Μακάρτνεϊ, σε μια κασέτα που του έδωσε η Γιόκο Ονο με τον τίτλο «Για τον Πολ». Οι Beatles επιχείρησαν να το συμπληρώσουν μουσικά και να το συμπεριλάβουν στη ρετροσπεκτίβα «Anthology» που κυκλοφόρησε το 1995-1996, όπως είχαν κάνει με τα «Free as a bird» και «Real Love». Ομως το «Now and Then» ακουγόταν «χάλια», σύμφωνα με τον Τζορτζ Χάρισον.
«Κάτι λίγο μαγικό»
Το ζήτημα λύθηκε πρόσφατα, με τη συμβολή της τεχνητής νοημοσύνης: τα φωνητικά του Λένον απομονώθηκαν και «καθαρίστηκαν» από τους θορύβους του περιβάλλοντος και οι εναπομείναντες Beatles έπαιξαν τα υπόλοιπα μουσικά όργανα, εκτός από μια κιθάρα που είχε ηχογραφήσει ο Χάρισον. Το «Now and Then» μεταδόθηκε χθες το μεσημέρι (στην Ελλάδα από τον Kosmos 93,6) και στην εισαγωγή του, συγκινημένος ίσως που ακούγονταν και πάλι όλοι «μαζί», ο Μακάρτνεϊ έλεγε: «Είναι κάτι λίγο μαγικό και λίγο ξεχωριστό. Είναι ένα νέο σινγκλ των Beatles. (…) Ελπίζω να το απολαύσετε. Αν όχι, κρίμα».
Είναι ωραίο λοιπόν το «τελευταίο τραγούδι» της σπουδαιότερης μπάντας του 20ού αιώνα; «Στην αρχή ήμουν επιφυλακτικός, με μια πρώτη ακρόαση όμως μου φαίνεται καλύτερο από ό,τι περίμενα», λέει ο Γιάννης Πετρίδης, κορυφαίος ραδιοφωνικός παραγωγός του Πρώτου Προγράμματος της ΕΡΤ και θαυμαστής των «Σκαθαριών». Κατά τη γνώμη του, το «νέο» κομμάτι είναι καλύτερο από τα «Free as a Bird» και «Real Love», που είχαν ανάλογη πορεία, καθώς εδώ έχει γίνει «καλύτερη δουλειά», ενώ το κομμάτι συνιστά και «ιστορικό ντοκουμέντο».
«Εχει τη χαρακτηριστική μουσικότητα του συγκροτήματος, αλλά μου θυμίζει και το ύφος των τραγουδιών του Τζον Λένον για το “Double Fantasy” (σ.σ.: το τελευταίο άλμπουμ του πριν από τον θάνατό του). Είναι ευχάριστο και λυρικό, όμως δεν νομίζω ότι έχει κάποιον μοναδικό χαρακτήρα», λέει στην «Κ» ο Φώτης Απέργης, διευθυντής των μουσικών σταθμών της ΕΡΤ, ο οποίος έχει συναντήσει τον Μακάρτνεϊ σε δύο συνεντεύξεις. Το κομμάτι, συνεχίζει, διαθέτει ευκολομνημόνευτη μελωδία, λυρισμό, ενώ γενικά «αισθάνεσαι ότι είναι ένα “κυριακάτικο” τραγούδι, που θες να το ακούσεις μια Κυριακή βγαίνοντας για βόλτα από το σπίτι σου. Δεν έχει όμως πιθανότητες να ενταχθεί σε μια λίστα καλύτερων τραγουδιών των Beatles».
«Δεν μου άρεσε καθόλου», λέει η Χίλντα Παπαδημητρίου, μεταφράστρια και συγγραφέας του βιβλίου «The Beatles. Here, there and everywhere». Βρήκε την ενορχήστρωση «πολύ ψυχρή», ενώ και ο ήχος συνολικά του «Now and Then» της θύμισε «τον ψεύτικο ήχο που χαρακτήριζε τα cd στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 και ο οποίος δεν διέθετε τη ζεστασιά που πρέπει να διαθέτει μια ηχογράφηση». Διαφωνεί εξάλλου και με την αξιοποίηση ακυκλοφόρητων τραγουδιών μουσικών που δεν βρίσκονται εν ζωή. «Αν ένας καλλιτέχνης δεν έχει χρησιμοποιήσει κάποιο έργο του, πολύ συχνά σημαίνει ότι δεν τον ενθουσίασε. Οσο και αν τον αγαπάμε εμείς, καλύτερα να μείνουμε σε όσα είχε ηχογραφήσει και τα είχε αναγνωρίσει ως δικά του έργα», σημειώνει.
«Οσο και αν αγαπάμε έναν καλλιτέχνη, καλύτερα να μείνουμε σε όσα είχε ηχογραφήσει», λέει στην «Κ» η συγγραφέας Χίλντα Παπαδημητρίου.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Πετρίδη, υπάρχουν πολύτιμες ηχογραφήσεις του παρελθόντος, αλλά θα προτιμούσε να τις ακούσει χωρίς μεγάλες τεχνολογικές επεμβάσεις. «Στο τεχνικό κομμάτι της ηχογράφησης, κάτι προσφέρει η τεχνολογία. Εκείνο που με τρομάζει είναι να μας παρουσιάζονται από την τεχνητή νοημοσύνη συνθέσεις και ηχογραφήσεις που δεν έχουν γίνει ποτέ, π.χ. του Φρανκ Σινάτρα να τραγουδάει Coolio και Στίβι Γουόντερ».
Στην περίπτωση των Beatles, αυτό που θα παρουσιαστεί εκτός από το «Now and Then» είναι και ένα βίντεο για το τραγούδι που σκηνοθέτησε ο Πίτερ Τζάκσον, το οποίο θα περιλαμβάνει άγνωστο μαγνητοσκοπημένο υλικό από τα πρώτα χρόνια των «Σκαθαριών», όταν εμφανίζονταν φορώντας δερμάτινα – το βίντεο θα κυκλοφορήσει σήμερα. To «Now and Then» θα ενταχθεί επίσης σε μια διευρυμένη έκδοση της συλλογής που έχει μείνει γνωστή ως το «Μπλε Αλμπουμ» και θα είναι διαθέσιμη από τις 10 Νοεμβρίου, ενώ η Apple TV έχει ανακοινώσει και ένα ντοκιμαντέρ για τη δολοφονία του Λένον, με τίτλο «John Lennon: Murder Without a Trial».
Τεχνολογία και Χατζιδάκις
Οσο για τη χρήση της τεχνολογίας και την ικανότητά της να φέρνει «κοντά» μουσικούς που έχουν χωριστεί για πάντα, κάτι ενδιαφέρον έλεγε σχετικά ο Σον Λένον, γιος του «Σκαθαριού», ο οποίος σε ένα μίνι ντοκιμαντέρ για τη δημιουργία του «Now and Then» υπενθύμιζε ότι ο πατέρας του θα το λάτρευε, γιατί κι εκείνος πειραματιζόταν ανέκαθεν με τις τεχνικές ηχογράφησης – και με θαυμαστά αποτελέσματα θα προσέθετε κανείς.
Ερωτώμενος σχετικά, ο Φώτης Απέργης λέει ότι στη διαχείριση της κληρονομιάς ενός τόσο μεγάλου συγκροτήματος ενίοτε ο τόνος δίνεται από το μάρκετινγκ της νοσταλγίας, άλλες φορές όμως υπάρχουν θησαυροί που αξίζει να κυκλοφορούν. Η επέμβαση της τεχνολογίας δεν χρειάζεται να είναι κραυγαλέα, προσθέτει. Και παραθέτει μια ωραία ιστορία.
«O περίφημος ηχολήπτης Γιάννης Σμυρναίος», λέει ο κ. Απέργης, «μου αφηγούνταν ότι κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις αρνήθηκε να ηχογραφήσει ένα τραγούδι του επειδή εκείνη την ημέρα απουσίαζε από το στούντιο ένας και μόνο από τους μουσικούς της ορχήστρας. Οταν ο κοντραμπασίστας Ανδρέας Ροδουσάκης παρατήρησε ότι ο απών μουσικός θα μπορούσε να προσθέσει την επομένη μόνος το δικό του μέρος, ο Χατζιδάκις απάντησε εκνευρισμένος: “Και ποιος σας είπε ότι αυτό λέγεται μουσική; Κάθε μουσικός οφείλει να παίζει σε σχέση με τον άλλον. Σε σχέση με ποιον θα παίξει αυτός αύριο; Ούτε οι δυναμικές ούτε ο χρωματισμός θα είναι αυτός που θέλω”».
ΑΠΟΨΗ
Αντίδοτο χαράς σε έναν άσχημο κόσμο
Του Αντώνη Σουσάμογλου*
Ποιος να το πίστευε πως εν έτει 2023 θα περιμέναμε με ταχυπαλμία μια νέα κυκλοφορία των Beatles και των Rolling Stones με διαφορά λίγων ημερών; Ακουσα το «Now and Then» μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους ομοιοπαθείς ανά τον κόσμο τη στιγμή της κυκλοφορίας του, αφού κατάφερα να αποφύγω επιμελώς τα demo που κυκλοφορούσαν στο YouTube – είμαι τύπος που δεν του αρέσουν τα σπόιλερ. Κράτησα τη χαρά μου πολύτιμα κρυφή μέσα μου.
Σε μια τόσο ταραγμένη εποχή, με το πιο σκληρό πρόσωπο του πολέμου μια ανάσα μακριά μας, μοιάζει με έλλειψη ενσυναίσθησης το να σε απασχολεί τόσο η κυκλοφορία ενός τραγουδιού. Αλλά από την άλλη, αυτό έκαναν πάντα οι Μπιτλς. Ηταν το αντίδοτο χαράς σε έναν άσχημο κόσμο. Το 1964, μετά τη δολοφονία του Κένεντι, ήταν το «I wand to hold your hand». Τo 1968 μέσα στον πόλεμο του Βιετνάμ, το «Hey Jude». To 2021 μέσα στη μαυρίλα της πανδημίας, το πολύωρο «Get back» του Πίτερ Τζάκσον. Και το 2023, ανάμεσα σε αιματηρούς πολέμους στη Γάζα και την Ουκρανία, το «Now and Then».
Για μένα, ένα καινούργιο τραγούδι των Μπιτλς το 2023 είναι τόσο ισχυρό συναισθηματικά και ιστορικά που δεν μπαίνει καθόλου μέσα στο πλαίσιο του να το αξιολογήσω συνθετικά. Δεν με απασχολεί καθόλου αν το πρόχειρο ημιτελές demo στην κασέτα του Τζον Λένον θα αποδειχτεί αντάξιο με το «I am the walrus» ή το «Eleanor Rigby». Ποιος νοιάζεται; Αυτό που κάνει τους Μπιτλς να έχουν σημασία μέχρι και σήμερα είναι το πόση χαρά έχουν δώσει στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Δεν ξέρω κανέναν καλλιτέχνη ή ομάδα που να μπορεί να προκαλεί αυτή τη συγκίνηση. Τεχνικά, μου είναι οδυνηρά προφανές πως ο Λένον δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει αυτές τις ανεκτίμητες ιδιοφυείς στιγμές του. Είναι όμως άλλο τόσο προφανές το με πόση αγάπη και φροντίδα έγινε η ολοκλήρωση της παραγωγής: η ανασκαφή της φωνής του Λένον από το demo είναι επιστημονικής φαντασίας, τα φωνητικά είναι μεν κλεμμένα από τα ’60s αλλά τοποθετημένα πολύ καλόγουστα, ο ήχος των ντραμς του Ρίνγκο φρέσκος και τα έγχορδα αισθητικής Τζορτζ Μάρτιν. Η τεχνητή νοημοσύνη που κατάφερε να ξεχωρίσει τους διαφορετικούς ήχους από μια ηχογράφηση είναι τόσο επαναστατική στον χώρο της μουσικής που μοιάζει σαν να δίνεις στο μηχάνημα ένα γλυκό και να σου το ξεχωρίσει πάλι σε αυγά, γάλα και ζάχαρη.
Πείτε ό,τι θέλετε για τον Πολ Μακάρτνεϊ, αλλά είναι απίστευτη η αγάπη που δείχνει για τον παλιό του φίλο και συνεργάτη. Μάλλον είναι η βίαιη φύση του τέλους της σχέσης τους που άφησε μια εκκρεμότητα που δεν θα γιατρευτεί ποτέ. Ούτε για τον ίδιο ούτε για τον υπόλοιπο κόσμο.
Δεν με απασχολεί καθόλου αν το πρόχειρο ημιτελές demo στην κασέτα του Τζον Λένον θα αποδειχθεί αντάξιο με το «I am the walrus» ή το «Eleanor Rigby».
Εντάξει, κάπου δίπλα μου είναι σαν να ακούω κάποιον πιο κυνικό να λέει για το money grab του αναμασήματος του αρχείου παλιών ηχογραφήσεων των θρυλικών συγκροτημάτων. Μπορεί το κοινό τους να είναι πια στην ηλικία που ενδιαφέρεται λιγότερο για streams και περισσότερο για πολυτελείς κασετίνες με επανεκδόσεις, καινούργιες μείξεις και πρόβες, αλλά και τι μ’ αυτό; Κάθε κυκλοφορία έχει το κοινό της και ο καθένας βρίσκει το κομμάτι που του ταιριάζει: μια δόση νοσταλγίας, τη σαγήνη του να βλέπεις τον καλλιτέχνη πίσω από τις κουίντες, ή απλά το καλύτερο δώρο για τα γενέθλια του μπαμπά.
Τελειώνοντας το τραγούδι –ομολογουμένως από τα λιγότερο περιπετειώδη του ανθρώπου που έγραψε το «Happiness is a warm gun», το «Yer Blues», το «Sexy Sadie» και το «Strawberry fields»– μου ήρθε μια παράδοξη αλλά παρήγορη σκέψη: όλα τα κάπως γλυκερά κομμάτια που έγραφε ο Λένον προς το τέλος της ζωής του –το «Real love», το «Woman», ή το «Watching the wheels»– είναι για μένα η αχνή ένδειξη πως αυτό το βασανισμένο μυαλό που η ζωή του σημαδεύτηκε από τραυματική παιδική ηλικία, απώλειες, κατάχρηση ουσιών, θρησκεία, πολιτική και δυσθεώρητα ύψη λατρείας, στο τέλος της ζωής του είχε βρει τη γαλήνη που αναζητούσε με τη γυναίκα και τον γιο του. Eνα σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι μου.
* O κ. Αντώνης Σουσάμογλου είναι εξάρχων βιολιστής της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης.
Πηγή: kathimerini.gr
Κοινοποιήστε: