Δεν βγαίνουν τα ρημάδια. Πήρε ένα χαρτί και έγραψε κάτω όλα τα λεφτά που χρώσταγε. 200 ευρώ στη ΔΕΗ. «Είναι η πρώτη που πρέπει να πληρωθεί θα μου το κόψουν», σκέφτηκε. 80 ευρώ οι δόσεις για κείνο το γαμωπλυντήριο που είχε τη φαεινή ιδέα να αγοράσει. Στην ΕΥΔΑΠ έχει φτάσει να χρωστάει 100 ευρώ. Του ‘πε ο Κώστας όμως πως αυτή δεν την κόβουν εύκολα για να μη γεμίζουν άλατα οι σωλήνες, ή κάτι τέτοιο. Το νοίκι είναι πάνω-πάνω στη λίστα. 280 ευρώ. Το κινητό είναι κομμένο δυο μήνες τώρα αλλά δεν το υπολόγισε στα έξοδα. Όσο γίνεται να τον παίρνουν, τουλάχιστον, οι άλλοι τηλέφωνα είναι οκ.
Κοίταξε τα τριψήφια νούμερα απελπισμένος. Μονολογούσε κάνοντας υπολογισμούς, διακόσια, τετρακόσια, συν ογδόντα. Ο σκύλος των απέναντι, αυτό το καταραμένο σκυλί δε σταματάει να γαβγίζει. Δε βγαίνουν τα ρημάδια. Δε βγαίνουν, λέει δυνατά και σηκώνεται από το τραπέζι. Ανοίγει το τζάμι, βγαίνει στο μπαλκόνι: «Τι θα γίνει με το σκυλί σου ρε μαλάκα;». Το σκυλί γαβγίζει πιο έντονα. «Δεν το ακούς ρε μαλάκα το σκύλο πως γαβγίζει; Δε μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας από το γάβγισμα. Με ακούς, ε, με ακούς ρε μαλάκα;». Δεν ήταν κανείς στο απέναντι μπαλκόνι. Μόνο ο σκύλος που τον κοιτούσε πια με τα δόντια απ’ έξω, γαβγίζοντας σαν τρελός. «Έλα έξω να μαζέψεις το σκύλο σου ρε μαλάκα, εμένα ποιος θα με πληρώσει για τη ζημιά που μου κάνεις ε;». Η ώρα ήταν 11 το πρωί. Δεν είχε καμία συγκεκριμένη δουλειά να κάνει, πέρα από το να υπολογίσει για ακόμα μια φορά πόσα είναι τα έξοδα και πόσα τα έσοδα. Για την ακρίβεια δεν είχε καμία δουλειά εδώ και εφτά μήνες. Ο σκύλος απέναντι ήταν το αφεντικό που τον απέλυσε, η σπιτονοικοκυρά που του ζητά το νοίκι, το κομμένο του κινητό, όλοι αυτοί που δεν του απαντάνε όταν στέλνει βιογραφικά.
«Εμένα ποιος θα με πληρώσει για τη ζημιά που μου έκανες;». Την τρίτη φορά που το είπε, ακούμπησε το χέρι του στο κάγκελο και στήριξε εκεί όλο του το σώμα. Έκατσε στο πάτωμα του μπαλκονιού και άκουγε τον σκύλο να γαβγίζει. Δε ξέρει πόση ώρα πέρασε εκεί, αλλά όταν κοίταξε το ρολόι του σηκώθηκε πανικόβλητος. Θα πήγαινε να παρακολουθήσει μια ομιλία, «Η εργασία και η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας». Το διοργάνωνε μια από αυτές τις εταιρείες ανεύρεσης εργασίας. Ιδέα δεν είχε για το τι θα έλεγαν, δεν τον ένοιαζε και ιδιαίτερα. Του είχαν πει όμως, σε κάποια από τα ραντεβού μαζί τους, ότι καλό είναι να πηγαίνει σε αυτές τις ομιλίες γιατί μερικές φορές παρευρίσκονται και εργοδότες. «Πού ξέρεις, μπορεί κάποιος να σε προσέξει» του χε πει χαμογελώντας η head hunter. Γι’ αυτό έβαλε πουκάμισο και ένα μπλε παντελόνι, από αυτά της δουλειάς, και πήγε.
Ζέστη αφόρητη έξω, ένιωθε τα πόδια του να ιδρώνουν μέσα στο δερμάτινο κλειστό παπούτσι. Το μετρό ήταν γεμάτο με ανθρώπους κουρασμένους που γυρνούσαν από τις δουλειές τους. Τους ζήλεψε. Θυμήθηκε τα δικά του απογεύματα όταν γυρνούσε από τη δουλειά. Μπορεί να μην ήταν ευτυχισμένος, αλλά τότε μπορούσε να πληρώσει όλους αυτούς τους λογαριασμούς. 480 συν 80 συν 100. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του. «Επόμενος σταθμός: Πανόρμου». Να, ακόμα και αυτή τη δουλειά θα μπορούσα να κάνω, σκέφτηκε. Να λέω ποιος είναι ο επόμενος σταθμός. Το τελευταίο εξάμηνο το έκανε συνέχεια αυτό. Παρατηρούσε, άκουγε, έβλεπε κάποιον να κάνει μια δουλειά και σκεφτόταν πως κι αυτός θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Κατέβηκε από το βαγόνι και κατευθύνθηκε προς το κουβούκλιο των εργαζομένων του μετρό. Πίσω από την ελληνική σημαία που κρεμόταν είδε να κάθεται ένας υπάλληλος. Του χτύπησε το τζάμι, ο υπάλληλος σηκώθηκε και τον ρώτησε πώς μπορεί να τον βοηθήσει. «Ναι, δε ξέρω αν μιλάω στον κατάλληλο άνθρωπο, αλλά που θα μπορούσα να κάνω αίτηση για να δουλέψω στο μετρό;». «Άσε μας ρε φίλε, με τον πόνο μας παίζεις βραδιάτικα; Έχουν να μας πληρώσουν 3 μήνες και εσύ μας ρωτάς πώς να πιάσεις δουλειά; Βάλε κάνα μπάρμπα να σε χώσει, τι να σου πω;». Τρεις μήνες απλήρωτοι, είναι καλύτερο από τους εφτά τους δικούς του σκέφτηκε. «Είστε αχάριστοι ρε, είστε αχάριστοι, γι’ αυτό δε σας πληρώνουν» του είπε και χτύπησε το τζάμι στο κουβούκλιο. Δε θυμάται ακριβώς τι έγινε μετά. Σίγουρα χτύπησε κι άλλες φορές το τζάμι γιατί το δεξί του χέρι γιατί έχει κόκκινα σημάδια από τις μπουνιές και πονάει. Θυμάται να γυρνάει το κεφάλι του και να βλέπει τους αστυνομικούς. Αυτό τον νευρίασε ακόμα πιο πολύ και συνέχισε να βρίζει τον υπάλληλο μέσα στο κουβούκλιο που τους είχε φωνάξει.
Μέσα στο δωμάτιο αυτό που βρίσκεται τώρα, βρωμάει κατρουλίλα και απλυσιά. Στη γωνία κοιμούνται δυο Πακιστανοί ή κάτι τέτοιο και δίπλα του είναι ένας πάλι ξένος, δε ξέρει από πού, που κοιτάει το πάτωμα από την ώρα που τον έριξαν εκεί μέσα. «Θα μας φέρουν τίποτα να φάμε;» τον ρώτησε. Καμία απάντηση. Δεν ήξερε αν τον καταλαβαίνει. Τον σκουντάει και του κάνει νόημα: «Θα φάμε; Θα μας φέρουν τίποτα να φάμε;». Ο διπλανός του τον κοίταξε και σήκωσε τους ώμους. «Θα πήγαινα σε αυτή την ομιλία για την εργασία και την εικόνα αλλά δεν έφτασα ποτέ. Σκέφτηκα να ρωτήσω πώς κάνεις αίτηση για το μετρό και μετά ο μαλάκας με αποπήρε, μετά εκνευρίστηκα πολύ. Είναι που σκέφτομαι τα νοίκια και τις δόσεις και όλες αυτές τις μαλακίες. Παλιά δεν εκνευριζόμουν έτσι, δε ξέρω τι έχω πάθει, εντάξει έφταιγε κι ο άλλος. Ή και όχι. Δε ξέρω. Δε ξέρω, θα μας φέρουν να φάμε τίποτα εδώ; Δε δίνουν φαί; Έχω να φάω από το πρωί. Τι ώρα είναι τώρα;».
Άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένος. Τι ώρα είναι, τι μέρα είναι; «Άργησα γαμώ το φελέκι μου», είπε δυνατά και σηκώθηκε έντρομος από το κρεβάτι να ντυθεί. Η ώρα ήταν 8:45 και έπρεπε να είναι στην ώρα του στο γραφείο γιατί τον τελευταίο καιρό έχουν δυσκολέψει τα πράγματα και πρέπει να είναι κύριος με το ωράριο του. Δηλαδή την ώρα που φτάνει στο γραφείο, γιατί το μετά δεν το υπολογίζει κανείς. Μέσα στο μετρό σκεφτόταν το όνειρο του. Ακούστηκε από το μεγάφωνο «Επόμενος σταθμός: Πανόρμου» κι αυτός χαμογέλασε με ανακούφιση. Βγαίνοντας από το μετρό πέτυχε έναν υπάλληλο, «φίλε, σας πληρώνουν;» τον ρώτησε. Αυτός γέλασε και του ‘πε: «όταν μας θυμούνται». «Υπομονή» του είπε και έφυγε. Δεν ήταν όλα όνειρο. Το ίδιο απόγευμα απολύθηκε μετά από εξήμισι χρόνια.
Κοινοποιήστε: