Το 2015 ήταν η θερμότερη χρονιά από τότε που ξεκίνησαν να καταγράφονται οι σχετικές μετρήσεις στη σύγχρονη εποχή, το 1880, σύμφωνα με δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους μελέτες οι οποίες εξετάζουν τη θερμοκρασία της επιφανείας της Γης (Ινστιτούτο Διαστημικών Σπουδών Goddard της NASA, Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας-ΝΟΑΑ). Η παγκόσμια μέση θερμοκρασία το 2015 ξεπέρασε το προηγούμενο ρεκόρ του 2014 κατά 0.23 βαθμούς Fahrenheit (0.13 βαθμούς Κελσίου). Μόνο μία φορά ακόμα, το 1998, η μεταβολή της θερμοκρασίας ήταν τόσο υψηλή και απότομη όσο πέρυσι.
Η θερμοκρασία-ρεκόρ που σημειώθηκε το 2015 συνεχίζει μια μακρόχρονη τάση θέρμανσης του πλανήτη. Παρ’ ότι οι θέσεις των μετεωρολογικών σταθμών και οι τρόποι καταγραφής αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, η στατιστική σημαντικότητα των παραπάνω συμπερασμάτων είναι ιδιαίτερα μεγάλη, της τάξης του 94 τοις εκατό. Στις σχετικές μελέτες χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από 6300 μετεωρολογικούς σταθμούς, από μονάδες εγκατεστημένες σε πλοία και πλωτές πλατφόρμες καθώς επίσης και από ερευνητικούς σταθμούς στην Ανταρκτική. Η υπερθέρμανση της Γης συντελείται κατά το μεγαλύτερό της μέρος τα τελευταία 35 χρόνια, με τα 15 από τα 16 θερμότερα χρόνια να έχουν καταγραφεί μετά το 2001.
Φαινόμενα όπως τα El Nino και La Nina, που επηρεάζουν κυρίως τις τροπικές περιοχές του Ειρηνικού Ωκεανού, μπορούν να συμβάλλουν σε βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2015 έδρασε ένα θερμό El Nino, ενισχύοντας τις αυξητικές τάσεις της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και αυτό το δεδομένο, οι σχετικές μελέτες έδειξαν ότι η αύξηση των περυσινών θερμοκρασιών ήταν εντυπωσιακή και προέκυψε ως το αθροιστικό αποτέλεσμα των μακροχρόνιων τάσεων, που έχουν καταγραφεί. Η δυναμική των μετεωρολογικών φαινομένων επιδρά με διαφορετικό τρόπο στις επί μέρους περιοχές της Γης, με την ετήσια μέση θερμοκρασία του 2015 να είναι η δεύτερη υψηλότερη που έχει καταγραφεί στην ιστορία των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα (Αμερικανική Ένωση για την Πρόοδο της Επιστήμης-AAAS), κάθε χρόνο περισσότεροι από 5.5 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν πρόωρα λόγω της μόλυνσης της ατμόσφαιρας, η οποία θεωρείται ο κατά σειρά τέταρτος σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για την ανθρώπινη ζωή παγκοσμίως, και μακράν ο κυριότερος από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου. Περισσότεροι από τους μισούς θανάτους (~55%) σημειώθηκαν σε δύο από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου, στην Κίνα και την Ινδία. Κατά προσέγγιση 1.6 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν στην Κίνα και 1.4 εκατομμύρια στην Ινδία, εξ αιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Στην Κίνα, η καύση άνθρακα είναι ο κυριότερος παράγοντας που δηλητηριάζει τον αέρα, έχοντας προκαλέσει το 2013 περί τους 366’000 θανάτους. Ακόμα και αν εφαρμοστούν οι όροι της πρόσφατης συμφωνίας του Παρισιού, που μεταξύ των άλλων περιλαμβάνουν στόχους και ρήτρες για τα επίπεδα των βιομηχανικών ρύπων, σύμφωνα με σχετικές προβολές στο μέλλον, εκτιμάται πως ακόμα 990.000 με 1.3 εκατομμύρια άνθρωποι θα χάσουν τη ζωή τους έως το 2030 εξ αυτού του λόγου.
Ωστόσο, αν κανείς εξετάσει τον πληθυσμό των 10 μεγαλύτερων βιομηχανικών κρατών του κόσμου (κατά σειράν ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Βραζιλία, Ιταλία, Ινδία, Καναδάς), θα διαπιστώσει πως σε Κίνα και Ινδία αντιστοιχεί περίπου το 73% του συνόλου. Συνεπώς, δεν εκπλήσσει το γεγονός πως οι περισσότεροι θάνατοι που οφείλονται στη βιομηχανική μόλυνση συμβαίνουν σε αυτές τις περιοχές. Κίνα και Ινδία έρχονται να πάρουν το μερτικό τους από την παγκοσμιοποιημένη αγορά και οι άνθρωποι που ζουν εκεί εισπράττουν τα επίχειρα. Εκτιμώντας και τη δημογραφική δυναμική των χωρών αυτών, οι νεκροί, θύματα της οικονομικής ανάπτυξης, θα αυξηθούν τα επόμενα χρόνια.
Κοινοποιήστε: