Εντύπωση προκάλεσε η βιαιότητα με την οποία αντέδρασαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας στις πρόσφατες δηλώσεις του Πιερ Μοσκοβισί.
Για πρώτη φορά το κόμμα που διεκδικούσε μέχρι πρότινος την κληρονομιά της κίνησης «Μένουμε Ευρώπη» εμφανίζεται τόσο επιθετικό εναντίον ενός Ευρωπαίου αξιωματούχου, ο οποίος μάλιστα κατέχει το…
κρίσιμο χαρτοφυλάκιο Οικονομικών και Νομισματικών υποθέσεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Φυσικά, προηγήθηκε η αρνητική εθνικιστική εκστρατεία της Νέας Δημοκρατίας κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, γεγονός που απομόνωσε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ακόμα και από τους ομοϊδεάτες του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Αλλά αυτή τη φορά η επίθεση ήταν ευθεία, με στόχο το πρόσωπο του επιτρόπου. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Νέας Δημοκρατίας, κατά τη συνάντηση των δύο ανδρών «ο κ. Μητσοτάκης συνέστησε στον κ. Μοσκοβισί να είναι πιο προσεκτικός στις δημόσιες τοποθετήσεις του, σεβόμενος τις θυσίες που έχουν υποστεί οι Ελληνες» (3.7.2013).
Η ίδια ανακοίνωση, ενώ αναφέρεται εκτενώς στα ζητήματα που έθεσε ο κ. Μητσοτάκης, δεν λέει ούτε λέξη για όσα αντέτεινε ο κ. Μοσκοβισί.
Δεν είναι φυσικά πρώτη φορά που ένα αντιπολιτευόμενο κόμμα αισθάνεται υποχρεωμένο να αμυνθεί όταν αντιλαμβάνεται ότι οι εκπρόσωποι της Ε.Ε. γέρνουν το βάρος τους υπέρ μιας κυβέρνησης. Και είναι γεγονός ότι ο κ. Μοσκοβισί υποστήριξε ανοιχτά τα επιτεύγματα της κυβέρνησης Τσίπρα και ειδικά το κυβερνητικό αφήγημα της εξόδου από τα μνημόνια. Αλλά μέχρι πολύ πρόσφατα η ενόχληση των αντιπολιτευόμενων κομμάτων εκδηλωνόταν με έμμεσο και διακριτικό τρόπο.
Εξαίρεση αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως της περιόδου 2010-2011, ο οποίος όμως τότε είχε στο εσωτερικό του ένα ευδιάκριτο πολιτικό ρεύμα το οποίο υποστήριζε τη στρατηγική «απαγκίστρωσης» από την Ε.Ε. και την προοπτική εξόδου από το ευρώ.
Από τα μέσα του 2012 και κυρίως από το καλοκαίρι του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον ταχθεί ανοιχτά και πειστικά υπέρ της παραμονής στην ευρωζώνη, γεγονός που το έχει ήδη πληρώσει με την αποχώρηση μεγάλου τμήματος του στελεχικού του δυναμικού και τη συγκρότηση ευρωσκεπτικιστικών συνομαδώσεων στα αριστερά του.
Αλλά η Νέα Δημοκρατία; Το κόμμα αυτό έχει συγκροτηθεί ως αμιγώς φιλοευρωπαϊκό και ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του πολιτικού ιερατείου των Βρυξελλών στη χώρα μας.
Πώς να ερμηνεύσει κανείς την πρόσφατη στροφή του, με την οποία εμφανίζεται να δαγκώνει το χέρι που μέχρι πρότινος φιλούσε περιπαθώς;
Ολα τα διαθέσιμα στοιχεία συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι οι υποχωρήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στη λαϊκιστική-εθνικιστική (Σαμαράς) και ακροδεξιά (Γεωργιάδης-Βορίδης) πτέρυγα του κόμματός του έχουν επιπτώσεις και στην ευρωπαϊκή πολιτική της Νέας Δημοκρατίας.
Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα δείξει αν αυτό το φαινόμενο οφείλεται σε μια συγκυριακή μετατόπιση που επέβαλαν καιροσκοπικές αντιπολιτευτικές ανάγκες ή σε μια μόνιμη πολιτική μετάλλαξη.
Η πρώτη φάση του 2015
Τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Τσίπρα η Νέα Δημοκρατία ακολουθούσε την αναμενόμενη στάση. Εθετε την κυβέρνηση της Αριστεράς προ των ευθυνών της με βασικό αίτημα να αξιοποιηθεί η ευρωπαϊκή βοήθεια για την έξοδο από την κρίση.
Λίγες μέρες μετά τη συγκρότηση της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ., στις 19.2.2015, ο εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας Κώστας Καραγκούνης έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Παίζοντας με τις λέξεις, η κυβέρνηση διάλεξε τελικά τη διατύπωση που είχε χρησιμοποιήσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Δηλαδή, ζήτησε την επέκταση της Κύριας Σύμβασης, που ρητά περιλαμβάνει και το μνημόνιο. Ομως, στη διαπραγμάτευση επί της ουσίας, η σύγχυση και η αβεβαιότητα παραμένουν στο ακέραιο. Και αυτή βλάπτει και τη διαπραγματευτική μας θέση και την οικονομία. Ελπίζουμε στο αυριανό Eurogroup να τερματιστεί και η σύγχυση και η αβεβαιότητα και να υπάρξει συμφωνία».
Ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος ακόμα τότε ήταν πρόεδρος του κόμματος, δήλωνε στις 21.2.2017 ότι «εμείς δεν θα δείξουμε την ανευθυνότητα που εκείνοι επέδειξαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση» και αποφαινόταν ότι «τα πλεονάσματα είναι το εισιτήριο για να μη χρειάζεσαι δανεικά, ώστε να βγεις από τα μνημόνια».
Μάλιστα, την ίδια περίοδο, η Νέα Δημοκρατία (με πρόεδρο ακόμα τον κ. Σαμαρά) είχε επισήμως δηλώσει στο Ευρωκοινοβούλιο ότι θέση της είναι η επίλυση του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ με μια σύνθετη ονομασία, και μάλιστα διευκρίνιζε ότι στο ζήτημα αυτό συμφωνεί και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Την ανακοίνωση είχε κάνει η Μαρία Σπυράκη:
«Θέλω όμως να θυμίσω εδώ ότι η Ελλάδα από το 2008 και μέχρι σήμερα, και με τη νέα κυβέρνηση, κρατά μια σταθερή στάση κάνοντας το μισό του δρόμου του συμβιβασμού.Εχει ήδη προτείνει μια σύνθετη ονομασία, μια ονομασία έναντι όλων, erga omnes, προς την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και περιμένει απάντηση που ποτέ δεν ήλθε».
Προφανώς αυτό δεν θέλει να το θυμάται ο κ. Σαμαράς, ο οποίος τις προάλλες δήλωσε επισήμως στη Βουλή ότι εξακολουθεί να διαφωνεί με τη σύνθετη ονομασία και ότι οι θέσεις περί σύνθετης ονομασίας που ανέπτυξε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησής του Ευάγγελος Βενιζέλος τον Σεπτέμβριο του 2014 από το βήμα της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ ήταν προϊόν προσωπικής επεξεργασίας τού τότε συγκυβερνήτη του! Αραγε και η κυρία Σπυράκη το 2015 έκανε του κεφαλιού της;
Είναι σαφές ότι στόχος της Νέας Δημοκρατίας ήταν να δικαιωθεί η δική της πολιτική και να υποχρεωθεί από την Ε.Ε. η νέα κυβέρνηση να ακολουθήσει τα χνάρια της προηγούμενης.
Η κριτική προς την κυβέρνηση εστιαζόταν, λ.χ., στην καθυστέρηση αξιοποίησης των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση στις 8.5.2015 του σημερινού γραμματέα του κόμματος Λευτέρη Αυγενάκη, ο οποίος ήταν τότε τομεάρχης Υποδομών της Νέας Δημοκρατίας: «Την ώρα που άλλες χώρες αξιοποιούν τις δυνατότητες του Πακέτου Γιούνκερ, η ελληνική κυβέρνηση είναι απούσα και η χώρα που τόσο ανάγκη έχει κοινοτικά χρήματα που θα ενθαρρύνουν ιδιωτικές επενδύσεις, παραμένει αμέτοχη».
Την ίδια περίοδο, με περηφάνια η Νέα Δημοκρατία πρόβαλλε τις δηλώσεις του επιτρόπου Δημήτρη Αβραμόπουλου στην πολιτική επιτροπή του κόμματος, ότι «η Ευρώπη δεν είναι εχθρός μας. Δεν είμαστε σε πόλεμο με την Ευρώπη. Στην ιδέα της Ευρώπης είναι προσηλωμένη η πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Είναι ο χώρος όπου η Ελλάδα μπορεί να αισθάνεται ασφαλής και σίγουρη, παρά τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζουμε σήμερα. Είναι μια ιστορική και στρατηγική επιλογή της Ελλάδας».
Ο δε κ. Σαμαράς φρόντιζε με την παρουσία του στις συνόδους του ΕΛΚ να ξεκαθαρίζει ότι η προσωπική του στρατηγική είναι «η εξασφάλιση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ελλάδας» (19.3.2015).
Με κάθε τρόπο πίεζε την κυβέρνηση να δεχτεί τους όρους της τρόικας και να υπογράψει όπως-όπως νέα συμφωνία.
Μιλώντας στη Διεθνή Εκθεση Γούνας θα ξεκαθαρίσει: «Μόλις βγαίναμε από το πρόβλημα και τώρα η έλλειψη ρευστότητας έχει, πάλι, παραλύσει την ελληνική οικονομία. Πρέπει να υπάρχει συμφωνία και γρήγορα. Και όχι άλλο θέατρο δήθεν διαπραγμάτευσης. Πρέπει να υπάρχει συμφωνία, γιατί διαφορετικά ξαναμπαίνουμε σε ύφεση και θα είναι ό,τι χειρότερο» (24.3.2015).
Μετά το δημοψήφισμα
Κατά την κορύφωση των δραματικών πολιτικών εξελίξεων που οδήγησαν στο δημοψήφισμα, το καλοκαίρι του 2015, η Νέα Δημοκρατία εμφανίστηκε ως η εντολοδόχος των επιταγών της τρόικας και των Βρυξελλών, οργάνωσε την κινητοποίηση υπέρ του «Ναι» με κεντρικό σύνθημα «Μένουμε Ευρώπη» και πρόβαλε ως κύριο επιχείρημά της ότι το «Οχι» οδηγεί σε Grexit.
Αντί άλλου επιχειρήματος, τότε η Νέα Δημοκρατία δημοσίευε στον ιστότοπό της σειρά δηλώσεων Ευρωπαίων αξιωματούχων.
Ενδεικτικά: «Ενα Οχι στο δημοψήφισμα, θα σήμαινε ότι η Ελλάδα λέει όχι στην Ευρώπη» (Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ), «Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι Ελληνες θέλουν να παραμείνουν στην Ευρωζώνη ή να πάρουν το ρίσκο της εξόδου» (Φρανσουά Ολάντ), «Το θέμα είναι ότι το ελληνικό δημοψήφισμα δεν θα είναι ένα ντέρμπι “Κομισιόν εναντίον Τσίπρα”, αλλά “ευρώ εναντίον δραχμής”» (Ματέο Ρέντσι), «Αν ο Τσίπρας επικρατήσει στο δημοψήφισμα, τότε η Ελλάδα θα πρέπει να φύγει από το ευρώ» (Μαριάνο Ραχόι).
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αποτέλεσε έκπληξη για τη Νέα Δημοκρατία, η οποία υιοθέτησε τη λάθος ανάγνωση των ιθυνόντων της Ε.Ε., ότι οι υποστηρικτές τού «Οχι» επιθυμούσαν την έξοδο από τη ζώνη του ευρώ, παρά τις συνεχείς και σαφείς σχετικές διευκρινίσεις του Αλέξη Τσίπρα.
Ετσι, δεν ήταν έτοιμη να κατανοήσει τους λόγους που οδήγησαν στον συμβιβασμό και στην υπογραφή της συμφωνίας Ελλάδας – δανειστών.
Πάντως, μετά την παραίτηση Σαμαρά που προκλήθηκε από την αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας στο δημοψήφισμα, ο νέος προσωρινός πρόεδρος του κόμματος Βαγγέλης Μεϊμαράκης ακολούθησε σαφή ευρωπαϊκή πολιτική και επέλεξε να στηρίξει τη συμφωνία, εξασφαλίζοντας στην κυβέρνηση την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μετά τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και την αποχώρηση των ευρωσκεπτικιστών από τις τάξεις του.
Χαρακτηριστική για την τελευταία αυτή αναλαμπή του ευρωπαϊκού χαρακτήρα της Νέας Δημοκρατίας ήταν οι δηλώσεις του Γιώργου Κύρτσου στο Ευρωκοινοβούλιο:
«Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εξελίσσεται προς τη σωστή κατεύθυνση, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνει στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου με πιο ήπιες θέσεις από ό,τι τον Ιανουάριο, και η Νέα Δημοκρατία έχει κάνει εντυπωσιακά πολιτικά ανοίγματα προς όλα τα κόμματα που υποστηρίζουν έμπρακτα την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας» (9.9.2015).
Ολα αυτά άλλαξαν από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε στη δύσκολη θέση να αντιπολιτεύεται μια κυβέρνηση με σαφή προοπτική συνεργασίας με την Ε.Ε. και παραμονής στην ευρωζώνη.
Η ώρα του ευρωσκεπτικισμού
Σε μια πρώτη φάση (2015-2016) η προσπάθειά της ήταν να φέρει σε αντίθεση την κυβέρνηση με τους δανειστές, να εμφανίσει τα επαχθή μέτρα ως προτάσεις της κυβέρνησης και όχι των θεσμών, και να προβάλει εμπόδια στις αξιολογήσεις. Στηριζόταν στην εντύπωση ότι η κυβέρνηση δεν θα τα καταφέρει.
Ομως από τη στιγμή που διαφάνηκε ότι, παρά τις δυσκολίες, είναι ανοιχτή η προοπτική της εξόδου από τα μνημόνια, στο επιτελείο της Πειραιώς άρχισε να περνά η φρικτή υποψία ότι στις επόμενες βουλευτικές εκλογές υπάρχει περίπτωση το «ευρωπαϊκό χαρτί» να βρίσκεται στα χέρια της κυβέρνησης. Πλέον όλες οι παρεμβάσεις της Νέας Δημοκρατίας προς τους «θεσμούς» και ειδικά την Κομισιόν μοιάζουν με αντιδράσεις απατημένου συζύγου.
Αρχικά επιδίωξε μέσω επαφών με εκπροσώπους των δανειστών να αποτρέψει την ομαλή έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Και τώρα, που διαπιστώνει ότι αυτό το εγχείρημα απέτυχε, δεν διστάζει να προχωρήσει σε δηλώσεις απαξίωσης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, ακόμα και σε προσωπικές επιθέσεις με στόχο επιτρόπους της Ε.Ε., όπως συνέβη με τον κ. Μοσκοβισί.
Οσα μέσα ενημέρωσης ελέγχονται από επιχειρηματίες που ποντάρουν σε κυβέρνηση Μητσοτάκη έχουν ήδη στρατευθεί στον ίδιο σκοπό, με ευθείες επιθέσεις στον Γιούνκερ, στη Μέρκελ, αλλά και στο σύνολο της Κομισιόν.
Ο κ. Μητσοτάκης παραμένει παγιδευμένος σ’ αυτή την πολιτική. Ισως ο ίδιος φαντάζεται ότι μπορεί να ξαναπαρουσιάσει το ευρωπαϊκό πρόσωπο της παράταξής του μετά τις προσεχείς εκλογές, αλλά όσα διακηρύσσει σήμερα, συγκροτούν και τα όρια που θα έχει ο ίδιος, αν ποτέ κληθεί να κυβερνήσει τη χώρα.
Για πρώτη φορά το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού ενισχύεται τόσο πολύ στο εσωτερικό της συντηρητικής παράταξης. Και αυτή η μετάλλαξη του ακροατηρίου του τον καθιστά δέσμιο. Το διαπιστώσαμε ήδη με τους χειρισμούς για το Μακεδονικό.
Παρασυρμένος από την επιθυμία του να εκμεταλλευτεί φοβίες και στερεότυπα δεκαετιών, ο κ. Μητσοτάκης υιοθέτησε σιωπηρά τη γραμμή Σαμαρά, απαξίωσε την ευμενή υποδοχή της Συμφωνίας των Πρεσπών από ΟΗΕ, Ε.Ε. και συμμαχικές κυβερνήσεις και στη συνέχεια υποχρεώθηκε να απαρνηθεί την εθνική γραμμή του 2008. Το ίδιο κινδυνεύει να πάθει ο κ. Μητσοτάκης και με την οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Δημήτρης Ψαρράς
Εφημερίδα των Συντακτών
Πηγή Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως ευρωσκεπτικιστής…
Κοινοποιήστε: