Στις αρχές του μήνα, η Γερμανική Συνομοσπονδία Συνδικάτων (Deutscher Gewerkschaftsbund – DGB) και το ίδρυμα ερευνών Χανς Μπέκλερ (Hans Böckler Stiftung – HBS) έδωσαν στην δημοσιότητα τον “Άτλαντα της εργασίας 2018“. Το ιστολόγιο μελέτησε αυτόν τον ενδιαφέροντα Άτλαντα των 64 σελίδων και, αφού αλλού έμεινε με το στόμα ανοιχτό και αλλού δυσκολεύτηκε να καταλάβει αρκετά από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται, παρουσιάζει συνοπτικά ορισμένα αρκετά ενδιαφέροντα σημεία:
Τα στοιχεία λένε ότι στην Γερμανία, εργάζεται το 75% του πληθυσμού με ηλικία μεταξύ 15 και 65, ποσοστό που συνέχεια αυξάνεται. Το 2017 οι εργαζόμενοι στην χώρα ξεπέρασαν τα 44 εκατομμύρια άτομα, αριθμός μεγαλύτερος κατά 20% σε σχέση με τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Επίσης, τα ίδια στοιχεία λένε ότι η χώρα καταγράφει ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά ανεργίας. Ποιά είναι, όμως, η αλήθεια που κρύβεται πίσω από τους ευημερούντες αριθμούς;
Από το σύνολο των εργαζομένων, ασφαλιστική κάλυψη έχουν κάτι λιγότερο από τρεις στους τέσσερις. Οι υπόλοιποι είτε δουλεύουν άτυπα σε οικογενειακή επιχείρηση ή στο σπίτι είτε εργάζονται με μορφή εργασίας που δεν είναι υποχρεωτικά ασφαλιστέα. Τέτοιες μορφές είναι, μεταξύ άλλων, η χαμηλά αμειβόμενη μερική απασχόληση (γνωστή ως minijob) και τα one-euro job.
Το minijob είναι μια σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης, στην οποία ο τακτικός μηνιαίος μισθός δεν υπερβαίνει τα 450 ευρώ. Από το 2013 ισχύει ειδικό καθεστώς ασφάλισης για τους εργαζόμενους με τέτοια σχέση εργασίας, σύμφωνα με το οποίο ο εργαζόμενος μπορεί να αρνηθεί την ένταξή του στο ασφαλιστικό σύστημα. Αν δεν υπάρχει ρητή και έγγραφη παραίτησή του απ’ αυτή την ένταξη, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει εισφορές 18,7% (15% από την τσέπη του και 3,7% κρατήσεις από τον μισθό τού εργαζόμενου). Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος εκβιάζεται να δηλώσει παραίτηση από την ασφάλιση προκειμένου να προσληφθεί.
Το one-euro job είναι ένα πρόγραμμα-πατέντα τής κυβέρνησης Μέρκελ. Οι μετανάστες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, οι πρόσφυγες που ζητούν άσυλο, οι κακομοιραίοι πάσης φύσεως κλπ βρίσκουν ένα κρεβάτι να κοιμηθούν κι ένα πιάτο φαΐ να φάνε, χάρη στην κρατική μέριμνα. Ως αντάλλαγμα υποχρεούνται να ενταχθούν στο πρόγραμμα και να δουλεύουν μέχρι τριάντα ώρες την εβδομάδα επί έξι μήνες, με ωρομίσθιο κάτω από ένα ευρώ (συνήθως ογδόντα λεπτά). Δηλαδή, για έξι ώρες δουλειάς παίρνουν μεροκάματο 4,80 ευρώ.
Στην ευημερούσα Γερμανία, λοιπόν, υπάρχουν περισσότεροι από πέντε εκατομμύρια άνθρωποι που ή μόνη πηγή εισοδήματός τους είναι ο μισθός τους από minijob. Όμως, υπάρχουν και κάτι λιγώτερο από τρία εκατομμύρια άνθρωποι ακόμη, οι οποίοι δουλεύουν με minijob παράλληλα με κάποια άλλη δουλειά που κάνουν, επειδή το εισόδημα από την κανονική τους δουλειά δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες τους. Κοντά σ’ αυτούς, υπάρχουν άλλα οκτώμισυ εκατομμύρια εργαζόμενοι, οι οποίοι δουλεύουν με μερική απασχόληση αλλά δεν χαρακτηρίζονται ως minijobber, επειδή η αμοιβή τους ξεπερνάει τα 450 ευρώ τον μήνα.
Οι αριθμοί ως εδώ προκαλούν ζαλάδα και μάλλον δικαιολογούν την δυσκολία κατανόησης, την οποία ανέφερα στην αρχή τού κειμένου. Χωρίς να υπολογίσουμε στοιχεία από τους ενταγμένους στο πρόγραμμα one-euro job αλλά ούτε και από όσους δουλεύουν άτυπα σε οικογενειακές επιχειρήσεις, μαζεύονται 16,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι, των οποίων οι μηνιαίες απολαβές κυμαίνονται σε επίπεδα φιλοδωρημάτων. Σε σχέση με τα 44 εκατομμύρια των συνολικά εργαζομένων, μιλάμε για ένα ποσοστό που αγγίζει το 40%.
Με αυτό το πρίσμα, πολλή συζήτηση σηκώνει και ο κομπασμός τής γερμανικής κυβέρνησης για τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας. Τα επίσημα στοιχεία κάνουν λόγο για 2,5 εκατομμύρια ανέργους αλλά σ’ αυτούς δεν περιλαμβάνονται άλλο ένα εκατομμύριο άνθρωποι που ψάχνουν για δουλειά αλλά είτε βρίσκονται ενταγμένοι σε κάποιο πρόγραμμα κατάρτισης ή απασχόλησης είτε είναι γραμμένοι σε κάποιο ιδιωτικό γραφείο ευρέσεως εργασίας. Και, φυσικά, δεν λογίζονται ως άνεργοι όσοι κάνουν ένα μεροκάματο τον μήνα ή δουλεύουν δυο ώρες την ημέρα, μια πρακτική που ακολουθείται και στον τόπο μας και σε όλον τον κόσμο.
Στο σημείο αυτό, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η εξής παρατήρηση: τα τελευταία δυο χρόνια δημιουργήθηκαν στην Γερμανία πάνω από δυο εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, υπαγόμενες σε υποχρεωτική ασφάλιση, πλην όμως ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων μειώθηκε μόνο κατά τετρακόσιες χιλιάδες. Αυτό σημαίνει ότι οι υπόλοιπες θέσεις καλύφθηκαν από μια “κρυφή δεξαμενή” ανθρώπων που ψάχνουν για δουλειά αλλά δεν καταγράφονται επίσημα ως άνεργοι.
Ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως είναι ανέφικτο να χωρέσει ολόκληρος ο Άτλαντας στα στενά όρια ενός ιστολογικού σημειώματος. Όσοι δεν έχετε πρόβλημα με τα αγγλικά σας, ρίξτε μια ματιά στον σύνδεσμο που έδωσα πιο πάνω, έστω για να δείτε τα εξαιρετικά εύγλωττα διαγράμματα τα οποία περιλαμβάνονται σ’ αυτόν. Εμείς θα κλείσουμε εδώ, με ένα διαφορετικό απόσπασμα, ιδιαίτερης σημασίας, από την σελίδα 13:
Τα όρια μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου έχουν γίνει ασαφή. Η εργασία εκτός φυσιολογικού ωραρίου γίνεται όλο και πιο συνηθισμένη. Ο αριθμός των ωρών εργασίας στην Γερμανία είναι κάτω από τον μέσο όρο τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο ο ένας στους εννιά εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης δουλεύει περισσότερο από 48 ώρες την εβδομάδα. Λιγότερες από τις μισές υπερωρίες πληρώνονται. Το ένα τέταρτο των εργαζομένων δουλεύει τα Σάββατα και το 14% δουλεύει πλέον και τις Κυριακές. Όσοι εφημερεύουν, εργάζονται νύχτα ή δουλεύουν με σύστημα βάρδιας, οφείλουν να είναι ιδιαίτερα ευέλικτοι.
Κοινοποιήστε: