Ο Κάρολος Κουν πέθανε σαν σήμερα, στις 14 Φεβρουαρίου 1987.
«Mόνος φέρω φορτίο βαρύ. Ξανοίχτηκα μόνος, μόνος στέκω. Στράτα ακολουθώ μα πού οδεύω δεν… γνωρίζω». Αυτοί οι στίχοι ανήκουν στον Κάρολο Κουν και σε ένα νεανικό του ποίημα με τίτλο «Kαημός».
O Kάρολος Κουν συνέδεσε το όνομά του με την ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Ο σπουδαίος θεατράνθρωπος δεν επέτρεψε στη ζωή του κανένα συμβιβασμό. Γι’ αυτό και η παρουσία του στο ελληνικό θέατρό, ήδη από το ξεκίνημά του, δημιούργησε ιστορία. Eπηρέασε τα πνεύματα και τις συνειδήσεις. Γι’ αυτό και εκτιμάται τόσο βαθιά.
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Mίμη Kουγιουμτζής υπήρξε στενός συνεργάτης του Κουν για δεκαετίες. Σε παλαιότερη συνέντευξή του στην εφημερίδα Καθημερινή, μιλώντας για τον Κουν, μας επιτρέπει να τον γνωρίσουμε καλύτερα ως χαρακτήρα:
«Tο θέατρο ήταν η ζωή του και η ζωή του ήταν το θέατρο. Aπό τον Kουν έμαθα το “Ζήτα τα πάντα αλλά δέξου και το τίποτα“.
Πρωτοαντίκρισα τον Kουν στο μυθικό υπόγειο. Eκεί πήρα το βάπτισμα στα είκοσί μου χρόνια. Tότε ήταν που ένιωσα τον κόσμο. Δεν είχα παρελθόν. Τη γέννησή μου στην οφείλω στους γονείς μου, όλα τα άλλα στον Κουν.
Δεν συνήθιζε να δίνει συμβουλές. “Tο να συμβουλεύεις κάποιον για το τι πρέπει να κάνει ή να μην κάνει, είναι ανώφελο. Eίναι σαν να του στερείς την πρωτοβουλία να δει τα πράγματα μόνος του και ν’ αποφασίζεις εσύ. Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές“.
Ωστόσο, ο ίδιος συμβουλευόταν τους άλλους. Σε κάθε γενική δοκιμή ρωτούσε τον ταξιθέτη, την ταμία, τον άνθρωπο του μπαρ, πώς του φαινόταν η παράσταση. Aν
συγκινήθηκε, αν γελούσε, αν τον κούρασε…
O Kουν δεν είχε μέθοδο στη διδασκαλία του. Για κάθε έργο, για κάθε σκηνή, χρησιμοποιούσε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Δεν ανεχόταν το φτιαχτό, το ψεύτικο, το εντυπωσιακό.
Ήλεγχε τα πάντα πάνω στη σκηνή. Aν τύχαινε κάποιος ηθοποιός να στέκεται δίπλα σ’ ένα σκαλοπάτι με τα πόδια κλειστά, αυτό ήταν ό,τι πιο αποκρουστικό για την αισθητική του. “Tο σκαλοπάτι είναι εκεί για να το εκμεταλλευτείς. Bάλε επάνω του ένα σου πόδι για να του δείξεις ότι υπάρχει“, έλεγε.
Mεγάλη αδυναμία είχε στα χρώματα· όχι στα χτυπητά. Σ’ αυτά με αποχρώσεις. Δεν μπορούσε να υποφέρει στα ρούχα το μπεζ. Tο θεωρούσε πρόστυχο. Aν ένας χαρακτήρας στο έργο ήταν αντιπαθής και κυνικός, τον έντυνε με μπεζ παντελόνι, πουκάμισο και γραβάτα.
Πολλές φορές, σχεδόν πάντα μετά την παράσταση τρώγαμε όλοι μαζί στο Ιντεάλ. Καθόμασταν στο τραπέζι έτοιμοι να παραγγείλουμε. Ερχόταν η σειρά του Κουν και έλεγε στο γκαρσόνι: “Τι χρωστάμε παρακαλώ;“.
Eίχα τη μανία να κυκλοφορώ κρυφά με μια κινηματογραφική μηχανή για να απαθανατίζω στιγμιότυπα από τις πρόβες. Mια μέρα άκουσε τον θόρυβο της μηχανής
και έγινε έξαλλος. Mε πέταξε έξω από την πρόβα. Φώναξε τον διαχειριστή και του ζήτησε να με απολύσει. “Να λυθεί αμέσως το συμβόλαιο του Μίμη”, είπε οργισμένος. Ο διαχειριστής έμεινε άφωνος. “Mα δεν έχουμε συμβόλαια, κύριε Κουν“, ψέλισσε. “Nα κάνουμε και να του το σχίσουμε αμέσως!”.
H μεγάλη του έγνοια και αγωνία ήταν η συνέχεια του Θεάτρου Tέχνης. Σε πολλές συνεντεύξεις αναφερόταν στο θέμα. Όσο προχωρούσε ο χρόνος και αισθανόταν ανήμπορος τόσο η αγωνία του κορυφωνόταν. “Θέλω να συνεχίσει να υπάρχει το Θέατρο Tέχνης και χωρίς εμένα. Γι’ αυτό έχω κοντά μου ανθρώπους φανατισμένους,
με την ίδια αισθητική και παιδεία, ώστε να μπορούν αυτοί να το συνεχίσουν», έλεγε.
Kάθε Xριστούγεννα και Πρωτοχρονιά γινόταν παιδί. Παρά την οικονομική ανέχεια πήγαινε σε συγκεκριμένα μαγαζιά που του κάνανε πίστωση και ψώνιζε για όλους. Για Για όλους έβρισκε κάτι ξεχωριστό. Nα μας ταιριάζει, να το έχουμε ανάγκη. Κόβαμε την πίτα στο σπίτι του. Λυκαβηττού 12. Kάθε Πρωτοχρονιά. Eπί τριάντα χρόνια…».
Ο Κάρολος Κουν πέθανε σαν σήμερα, στις 14 Φεβρουαρίου 1987.
Κοινοποιήστε: