Δεσπόζει σε ένα τοπίο γεμάτο πεύκα και νερά, ασυνήθιστο για την ανατολική Κρήτη, αποτελώντας προορισμό για κάθε εποχή του χρόνου.
Η ανατολική Κρήτη έχει ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Η περιφέρεια του Λασιθίου, ειδικά, διαθέτει ένα χαρακτηριστικό τοπίο, το οποίο συνδυάζει την εγγύτητα στη θάλασσα με αναπτυγμένα αστικά κέντρα σαν τον Άγιο Νικόλαο, τη Σητεία ή την Ιεράπετρα, με βουνά που υπερβαίνουν τα 2.000 μέτρα ύψος (όπως η Δίκτη, για παράδειγμα), αλλά και με κοιλάδες γεμάτες με ελαιόδεντρα.
Λόγω της γεωμορφολογίας, αλλά και των υψηλών θερμοκρασιών, που τείνουν να διατηρούνται στην περιοχή και μετά το πέρας του καλοκαιριού, το τοπίο αυτό διαθέτει κάμποσα οροπέδια και φαράγγια, όχι όμως και αξιόλογα ποτάμια (τα περισσότερα είναι χείμαρροι) ή εμφανή τρεχούμενα ύδατα –αν και υπάρχουν και κάποιες φυσικές πηγές, τις οποίες οι κάτοικοι αξιοποιούν για την άρδευση των καλλιεργειών τους.
Ακριβώς για τους λόγους αυτούς, το χωριό Ορεινό θεωρείται ως κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό στο Λασίθι, έτσι όπως ξεπροβάλλει καταπράσινο, ανάμεσα σε δασική έκταση με πεύκα. Επιπλέον, αν και πρόκειται για μέρος που έχει αποφύγει την τουριστική ανάπτυξη, αποτελεί προορισμό για κάθε εποχή του χρόνου, έχοντας πολύ κοντά του τόσο τη λίμνη Σκάφη, όσο και το Φαράγγι των Κόκκινων Πεταλούδων –όνομα που, φυσικά, εντυπωσιάζει άμεσα όσους το ακούν.
To Ορεινό, με φόντο το λασιθιώτικο βουνό Αφέντης. Photo: Wikipedia Creative Commons
Τα πεύκα και η λίμνη Σκάφη
Επισήμως «Ορεινόν», όπως το θέλησε η παλιά καθαρεύουσα, γνωστό στους ντόπιους και ως «Ορνό», το Ορεινό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 623 μέτρων, στους πρόποδες του λασιθιώτικου βουνού Αφέντης, το οποίο υψώνεται στο φόντο του χωριού, φτάνοντας τα 1.475 μέτρα ύψος. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, εδώ ζουν 101 κάτοικοι (αναμένεται, βέβαια, η επικαιροποίηση αυτών των στοιχείων, βάσει της τελευταίας απογραφής της ΕΛΣΤΑΤ).
Το Ορεινό είναι πολύ παλιό ως οικισμός, αφού δεν αποκλείεται να υπάρχει ήδη από τους βυζαντινούς αιώνες. Αρχικά, μάλιστα, ήταν χτισμένο στην απέναντι κορυφή Καστρί, που εγκαταλείφθηκε χάριν της τωρινής θέσης. Η πρώτη του παρουσία σε γραπτές πηγές ανάγεται στο 1368, με τους Βενετούς να το καταγράφουν ως «Orno». Όπως ειπώθηκε και στην εισαγωγή, δεν είναι μέρος τουριστικά αναπτυγμένο, παρά το ξεχωριστό της τοποθεσίας του: παραμένει ένα ήσυχο χωριό, άγνωστο στους πολλούς.
Λόγω σχήματος, η τεχνητή λίμνη στα περίχωρα του Ορεινού έχει ονομαστεί Σκάφη, καθώς κάτι τέτοιο θυμίζει όταν την κοιτάς από ψηλά. Photo: Shutterstock
Όσοι φτάνουν εδώ για εκδρομές, πάντως, θαυμάζουν άμεσα το τοπίο. Αρκετοί, μάλιστα, μιλούν για έναν μικρό, φυσιολατρικό παράδεισο, που συνδυάζει το πράσινο, πευκόφυτο περιβάλλον με την είσοδο στο όμορφο Φαράγγι των Κόκκινων Πεταλούδων (ή Φαράγγι Ορεινού, όπως μπορεί να το δείτε σε πιο επίσημη γραφή) και με τη γειτνίαση στον υδάτινο όγκο της Σκάφης –άλλωστε και μόνο η παρουσία της σε ένα νησί που, παρά το μέγεθός του, δεν έχει παρά ελάχιστες λίμνες, αρκεί για να προσδώσει ιδιαιτερότητα στην περιοχή. Ως γνωστόν, βέβαια, η Κρήτη διαθέτει μόνο μία φυσική λίμνη με γλυκό νερό, τον Κουρνά των Χανίων. Κάτι που σημαίνει ότι η Σκάφη ανήκει στις τεχνητές λίμνες, έχοντας σχηματιστεί λόγω της ανθρώπινης παρέμβασης στο τοπικό περιβάλλον: ένα τσιμεντένιο λούκι, δηλαδή, μεταφέρει εδώ τα νερά των τριγύρω βουνών, με μεσάζοντα το ρέμα της Γούλας.
Το όνομα της λίμνης οφείλεται στο σχήμα της, το οποίο λέγεται συχνά ότι θυμίζει σκάφη αν το κοιτάς από ψηλά, ενώ η πρόσβαση είναι εύκολη. Την εξασφαλίζει ένας χωματόδρομος που ξεκινά από το Ορεινό και κινείται νοτιοδυτικά επί 3 χιλιόμετρα, οδηγώντας στο προαναφερόμενο πευκοδάσος. Τα νερά της Σκάφης είναι καθαρά και διατηρούνται κρύα ακόμα και το καλοκαίρι. Όταν πιάνουν οι μεγάλες ζέστες, μάλιστα, θα δείτε αρκετούς να εκμεταλλεύονται αυτό το χαρακτηριστικό, ρίχνοντας μια δροσιστική βουτιά.
Στο άτυπα τρίτο του κομμάτι, το Φαράγγι των Κόκκινων Πεταλούδων δείχνει περισσότερο βραχώδες και βουνίσιο. Photo: Wikipedia Creative Commons
Το Φαράγγι των Κόκκινων Πεταλούδων
Το Φαράγγι των Κόκκινων Πεταλούδων μπορεί να μην είναι τόσο φημισμένο όσο εκείνο του Χα, για παράδειγμα, αλλά όσοι το έχουν διασχίσει το θεωρούν ανάμεσα στα ωραιότερα της Κρήτης. Το ιδιαίτερο όνομά του, φυσικά, το οφείλει στο ότι κατοικείται από κόκκινες πεταλούδες. Κάποτε ήταν αναρίθμητες, μα το 1993 ξέσπασε εδώ μια καταστροφική πυρκαγιά, η οποία έβλαψε σημαντικά τον πληθυσμό τους. Πλέον, 30 χρόνια μετά τη συμφορά, η μεν βλάστηση έχει αποκατασταθεί, όμως οι κόκκινες πεταλούδες δεν έχουν επανέλθει στα προγενέστερα αριθμητικά τους επίπεδα. Αν είστε τυχεροί, πάντως, όλο και κάποιες θα δείτε να ξεπετάγονται από τα γύρω φρύγανα και τους λοιπούς θάμνους, καθώς θα διασχίζετε το «σπίτι» τους.
Το φαράγγι ξεκινά από το Ορεινό και φτάνει στο παραλιακό χωριό Κουτσουράς, που αποτελεί παραθεριστικό προορισμό των Λασιθιωτών. Η διαδρομή υπολογίζεται σε περίπου 6,5 χιλιόμετρα και θα τη διανύσετε μέσα σε 4 ώρες πεζοπορίας. Άτυπα, δε, χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο, το φαράγγι είναι στα πιο πράσινά του. Μετά από περίπου 1 ώρα θα το δείτε να μετατρέπεται σε μια πιο ορεινή περιοχή, με κάποιες καλλιέργειες (ελιές, αγριελιές, χαρουπιές). Έπειτα τα βουνά θα γίνουν όλο και πιο κυρίαρχα, υψώνοντας βράχια με πιο περιορισμένη βλάστηση, αλλά με επιβλητική, τραχιά ομορφιά.
Καταρράκτης στο Φαράγγι των Κόκκινων Πεταλούδων, μέρος ιδανικό για φυσιολάτρες και πεζοπόρους. Photo: Shutterstock
Η διαδρομή είναι, γενικά, εύκολη, έχει καλή σήμανση (την οποία πρέπει να ακολουθείτε πολύ προσεκτικά) και προσφέρεται ακόμα και για αρχάριους –αρκεί να διαθέτουν καλή φυσική κατάσταση, καθώς πρέπει να υπολογίζει κανείς και την επιστροφή, εάν σκοπεύει να γυρίσει στο Ορεινό. Μόνο αν σχεδιάζετε να εξερευνήσετε ενδελεχώς τους σχηματιζόμενους καταρράκτες θα χρειαστείτε εμπειρία και ειδικό εξοπλισμό (π.χ. σχοινιά). Το καλοκαίρι η ζέστη είναι αρκετή και τα ύδατα του φαραγγιού τείνουν να περιορίζονται. Τον χειμώνα, από την άλλη, μπορεί να γίνουν αρκετά, οπότε η διαδρομή να χρειάζεται αυξημένη προσοχή και να απαιτεί μεγαλύτερη πεζοπορική εμπειρία. Καλύτερες εποχές για επίσκεψη, λοιπόν, θεωρούνται το φθινόπωρο και ειδικά η άνοιξη, όταν τα νερά είναι ακόμα άφθονα και φύονται πολλά άγρια λουλούδια, σε ποικίλα χρώματα.
Όσον αφορά τα νερά, τώρα, πηγάζουν από το οροπέδιο Αμπέλια, στα ψηλά του γειτονικού βουνού Θρυπτή, διασχίζουν ειδυλλιακά την κεντρική πλατεία του Ορεινού και εισχωρούν έπειτα στο φαράγγι. Εκεί, πλέον, δημιουργούνται και κάποιοι εντυπωσιακοί καταρράκτες (ένας, για παράδειγμα, γκρεμίζεται από ύψος 15 μέτρων), μαζί με λιμνούλες όπου αντανακλάται το τριγύρω πράσινο της βλάστησης (οι Ορεινιώτες τις αποκαλούν «κολύμπες» ή και «βρόντες»). Ειδικά οι τελευταίοι τρεις καταρράκτες, προς την περιοχή Περιστεριώνας, θεωρούνται από τους ομορφότερους στην Κρήτη, τουλάχιστον από όσους τους έχουν γνωρίσει. Πέρα από τέτοια φυσικά αξιοθέατα, στη διαδρομή θα συναντήσετε και δύο (κλειδωμένα, πλέον) εκκλησάκια: είναι αφιερωμένα στον Αφέντη Χριστό και στον Άγιο Δημήτριο και στέκονται εκεί ήδη από τα βυζαντινά χρόνια στην Κρήτη.
Πώς θα έρθετε στο Ορεινό (και σε μια υπέροχη ταβέρνα)
Το Ορεινό εντάσσεται στην ευρύτερη περιοχή της Ιεράπετρας –της μεγαλύτερης σε πληθυσμό πόλης του Λασιθίου– από την οποία απέχει κάτι λιγότερο από 30 χιλιόμετρα. Υπολογίστε ότι, οδικώς, θα φτάσετε εδώ μέσα σε μισή ώρα με 40 λεπτά.
Όσοι επισκέπτονται την περιοχή το κάνουν συνήθως ως ημερήσια εκδρομή, έχοντας τη βάση τους στην Ιεράπετρα, αφού, όπως είπαμε, το χωριό δεν είναι τουριστικώς αναπτυγμένο, οπότε δεν διαθέτει υποδομές διαμονής. Οι ήπιοι χειμώνες καθιστούν το Ορεινό προορισμό κατάλληλο για κάθε εποχή του χρόνου. Η διαδρομή είναι πολύ εύκολη, καθώς, μετά την Ιεράπετρα, δεν έχετε παρά να κινηθείτε βορειοανατολικά, ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Κάτω Χωριού-Σητείας, η οποία διέρχεται μέσα από το Ορεινό. Από το χωριό, τώρα, ξεκινάει κι άλλος δρόμος, που το συνδέει με τη Θρυπή.
Λόγος επίσκεψης στο Ορεινό, πάντως, πέρα από τη φύση, είναι και το φαγητό. Το χωριό, δηλαδή, μπορεί να μη διαθέτει παρά ένα καφενείο και μία ταβέρνα –επονομαζόμενη «Ορνό» (τηλ: 697 324 1863)– όμως η φήμη της τελευταίας έχει εξαπλωθεί στο Λασίθι, με αποτέλεσμα πολλοί να συρρέουν εκεί για να δοκιμάσουν την κρητική κουζίνα στα πιο παραδοσιακά και χειροποίητά της. Το μενού περιλαμβάνει χοχλιούς με χοντρό, μυζηθρόπιτα, στάκα με αυγά, αλλά και διάφορα μαγειρευτά (υπέροχα λ.χ. τα γεμιστά, μα και το κατσικάκι, που ψήνεται σε ξυλόφουρνο). Ακόμα και ο ντάκος είναι δικής τους παρασκευής, πολλά λαχανικά προέρχονται από το μποστάνι τους, ενώ αξίζει να δοκιμάσετε και το ρακί τους.
Πηγή: travel.gr
Κοινοποιήστε: