Η παραγωγή φυσικού αερίου στο πεδίο του Γκρόνιγκεν στην Ολλανδία θα σταματήσει την 1η Οκτωβρίου, για να περιοριστούν οι κίνδυνοι για σεισμό στην περιοχή
Οι κάτοικοι της περιοχής όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο κοίτασμα αερίου της Ευρώπης, οι οποίοι ταλαιπωρούνται εδώ και δεκαετίες από σεισμούς που οφείλονται στην εκμετάλλευσή του, δηλώνουν ανακουφισμένοι με την αναγγελθείσα απόφαση να κλείσουν οι βάνες του, αν και οι ειδικοί προειδοποιούν πως οι δονήσεις μπορεί να τους στοιχειώνουν ακόμη για χρόνια.
Η εκμετάλλευση του υπεδάφους στο βόρειο τμήμα της Ολλανδίας, η οποία άρχισε το 1963, θα πάρει τέλος την 1η Οκτωβρίου, όμως οι αρχές θα διατηρήσουν τις βάνες ανοικτές για έναν επιπλέον χρόνο, για την περίπτωση που ο χειμώνας θα είναι «πολύ δριμύς».
«Είμαστε πολύ ανακουφισμένοι που αυτό φτάνει στο τέλος του», λέει στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Γιαν Βιγκμπόλντους, πρόεδρος του Συμβουλίου Αερίου του Γκρόνινγκεν, μιας τοπικής ένωσης που αγωνίζεται γα τα θύματα των σεισμών και την αποκατάσταση της περιοχής
«Πάρα πολλοί άνθρωποι στην επαρχία μας υποφέρουν από ψυχολογικά προβλήματα εξαιτίας της εξόρυξης του αερίου», πρόσθεσε.
Από το 1986, οι κάτοικοι της περιοχής έχουν πληγεί από σειρά σεισμών, οι οποίοι οφείλονται στα κενά που δημιουργούνται στο υπέδαφος κατά την εξόρυξη του αερίου.
Αφού χάρηκαν για το κλείσιμο του κοιτάσματος που είχε προαναγγελθεί το 2018 για το 2030, και δύο χρόνια αργότερα επισπεύσθηκε για το 2022, οι κάτοικοι της περιοχής έχουν απογοητευθεί από τις προειδοποιήσεις ειδικών ότι οι σεισμοί θα συνεχιστούν, στις οποίες προστίθεται ένας νομικός και τεχνικός κυκεώνας αναφορικά με τις αποζημιώσεις.
Και μολονότι η εξόρυξη αερίου έχει σχεδόν μειωθεί στο μηδέν στη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Χάγη αποφάσισε το 2022 να διατηρήσει την εγκατάσταση λειτουργική εξαιτίας της παγκόσμιας ενεργειακής αβεβαιότητας που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Μετά τη δημοσιοποίηση, το Φεβρουάριο, μιας έκθεσης κοινοβουλευτικής επιτροπής, στην οποία καταγγέλλονταν παραλείψεις των αρχών στην υπόθεση αυτή, η κυβέρνηση του Μαρκ Ρούτε αποφάσισε τον Ιούνιο να τερματίσει πλήρως την παραγωγή.
Όμως εξαιτίας της γεωπολιτικής κατάστασης, ένδεκα τελευταίες μονάδες εξόρυξης θα παραμείνουν επιχειρησιακές για έναν επιπλέον χρόνο.
«Τεράστιο σοκ»
Η Τζέρι Σότμαν, κάτοικος του Βόλτερσαμ που υποφέρει από τους σεισμούς, ζει εδώ και 17 χρόνια σ’ ένα σπίτι από τούβλα του 19ου αιώνα, τυπικό της περιοχής.
Μπροστά στο μέγεθος των ζημιών και τον αριθμό των ρωγμών που έχει υποστεί το κτίριο, αυτή η 50χρονη μητέρα οικογένειας αφηγείται πως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να το κατεδαφίσει.
«Ένα σπίτι, είναι κάτι περισσότερο από τους τοίχους, είναι επίσης ο τόπος πολλών αναμνήσεων (…), αυτό με πονάει και μια ολόκληρη διαδικασία πένθους βρίσκεται σε εξέλιξη», λέει.
Η ανάμνηση μερικών σεισμών είναι ακόμη ζωηρή. «Μια φορά μου είχε φανεί πως ένα τραίνο έπεφτε πάνω στο σπίτι, ξυπνήσαμε από ένα τεράστιο τράνταγμα, το οποίο ακολούθησαν ισχυρές δονήσεις και τρομεροί θόρυβοι», προσθέτει.
Μολονότι ο μεγαλύτερος σεισμός που έχει ποτέ καταγραφεί σ’ αυτή την περιοχή είχε μέγεθος μόλις 3,6 βαθμών στην κλίμακα Ρίχτερ, πολυάριθμοι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν πως το μέγεθος αυτό δεν αντικατοπτρίζει καθόλου την πραγματική ένταση των δονήσεων.
«Οι σεισμοί σημειώνονται σε βάθος μόλις τριών χιλιομέτρων. Οι φυσικοί σεισμοί, από την πλευρά τους, σημειώνονται εν γένει σε πολύ πιο μεγάλο βάθος», εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Λάσλο Έβερς, καθηγητής σεισμολογίας στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Ντελφτ.
Επιπλέον το μαλακό έδαφος της περιοχής λίγη μόνο προστασία προσφέρει ανάμεσα στο σημείο στο οποίο σημειώνεται ο σεισμός και την επιφάνεια, πράγμα που συντελεί ώστε οι ζημιές να είναι μεγαλύτερες, προσθέτει. Εξάλλου, παρά το τέλος της εξόρυξης αερίου, είναι δύσκολο να πει κανείς πότε θα σταματήσουν αυτοί οι σεισμοί, προειδοποιεί.
Τα τελευταία χρόνια, πολλά σπίτια της περιοχής του Γκρόνινγκεν ανακαινίσθηκαν ή ξανακτίσθηκαν ώστε να ενσωματώσουν αντισεισμικές δομές.
«Χρειάζεται χρόνος για να ξαναγεμίσει το κοίτασμα του αερίου και να ξαναβρεί την ισορροπία του με την περιβάλλουσα επιφάνεια», σύμφωνα με τον Έβερς.
Χρειάσθηκαν 30 χρόνια εκμετάλλευσης για να συσσωρευθεί η πίεση, υπογραμμίζει.
«Είναι λοιπόν λογικό να μην περιμένεις πως, όταν σταματήσεις (…), οι σεισμοί θα σταματήσουν αμέσως».
Κοινοποιήστε: