Αναζητώντας τους Έλληνες στον σύγχρονο κόσμο, διαπιστώνει κανείς πως..ευτυχώς που υπάρχουν ξένοι μελετητές και συγγραφείς. Η ώθηση για να συνεχιστεί η ροή της ελληνικής κληρονομιάς δίνεται ως επί το πλείστον από αυτούς. Και εκεί κάπου συνειδητοποιείς πόσο βαθιά Έλληνες είναι κάποιοι ξένοι και πόσο ξένοι προς τον ελληνικό πολιτισμό, είναι οι περισσότεροι Έλληνες. Το ευχαριστώ σε όλους αυτούς τους λάτρεις της Ελληνικής αντίληψης είναι κάτι λίγο. Ωστόσο, μαζί με τον θαυμασμό και τον σεβασμό μας, είναι κάτι.
Ας πάμε να απολαύσουμε έναν από αυτούς:
“Πενήντα ετών πλέον, νομίζω ότι ήρθε η ώρα για μια εξομολόγηση: οι νεκροί έχουν αναλάβει τον έλεγχο της ζωής μου με τον τρόπο των ζόμπι. Επιπλέον έχουν φτιάξει αυτό που θα αποκαλούσε κανείς τη βιογραφία μου. Το είδος του τρόμου ή της επιστημονικής φαντασίας δεν είναι το καλύτερό μου, αλλά αυτό που μου έρχεται κατά νου είναι τρομακτικές εικόνες εξωγήινων που εισχωρούν στο μυαλό των ανθρώπων και “καταλαμβάνουν” την ψυχή τους.
Είμαι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Βερολίνο και οι εξωγήινοι στην περίπτωσή μου είναι παραδόξως νεκροί και αρχαίοι. Ο Ούλριχ φον Βιλάμοβιτς, ένας από τους σημαντικότερους προκατόχους σ’ αυτή τη σχολή, έχει αφήσει εποχή συγκρίνοντας το επάγγελμά μας με τον Οδυσσέα που προσφέρει αίμα στις νεκρές ψυχές κι έτσι τις φέρνει και πάλι στη ζωή. Όλοι οι κλασικιστές έχουμε υιοθετήσει με χαρά αυτή την αλληγορική εικόνα, επειδή εκτός άλλων δίνει και την εντύπωση του ελέγχου. Ο Οδυσσέας μέσω μιας τελετής ελέγχει τις φασματικές ψυχές. Εγώ πάλι δεν είμαι σίγουρος ότι ελέγχω τους Έλληνές μου ή αν το έκανα ποτέ. Έχω συνειδητοποιήσει ότι αυτοί έχουν αναλάβει πλήρως τον έλεγχο εδώ και δεκαετίες. Ο Ούλριχ φον Βιλάμοβιτς μάς εξήγησε από πού έρχεται το αίμα: προφανώς κατευθείαν από την καρδιά. Για να είμαι ακριβοδίκαιος, οι Έλληνες – βαμπίρ μου έχουν δώσει πολλά ανταλλάγματα για το αίμα μου. Με βοήθησαν να παραδώσω ορισμένες διαλέξεις, με έσπρωξαν να εκδώσω ορισμένα κείμενα, μού έδωσαν μερικές καλές δουλειές. Συνέβαλαν στην περιορισμένη έστω επαγγελματική μου φήμη. Δεν παραπονιέμαι, αυτά τα αρχαία ζόμπι μου φέρθηκαν καλά. Παρόλα αυτά, περιμένω με δέος την ημέρα που θα χάσω την εύνοιά τους.
Η οικογένεια και οι φίλοι μου έκαναν “υγιείς” επαγγελματικές επιλογές: είναι, για παράδειγμα, αρχιτέκτονες, επιχειρηματίες ή μάνατζερ. Διδάσκουν στο σχολείο, κάνουν χειρουργικές επεμβάσεις, σκέφτονται για τον χώρο της κουλτούρας. Πριν από δύο χρόνια προσκάλεσα στο τμήμα μας την προσχολικής ηλικίας τάξη των δίδυμων παιδιών μου. Οι νηπιαγωγοί έφυγαν με την εντύπωση ότι “γράφω βιβλία” – και τα παιδιά; Αυτό που τους έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ο αυτόματος πωλητής με τις καραμέλες στον όροφό μου. Υποθέτω ότι η σύζυγος και τα παιδιά μου συχνά θα αναρωτιούνται τι δουλειά κάνω. Δεν μπορώ να τους πω ότι συναντάω ζόμπι. Από τη στιγμή που μπαίνει ο μισθός στο σπίτι κι εγώ δεν καταλήγω στη φυλακή, είμαστε εντάξει.Αλλά υπάρχει κάτι που κάνω για τη θλιβερή μου κατάσταση. Προσπαθώ να διατηρήσω την αυτονομία μου και να κρατηθώ νηφάλιος λέγοντας στον εαυτό μου και τους φοιτητές του ότι οι αρχαίοι μας Έλληνες είναι “αλληλοποιητικές μεταμορφώσεις”: δικές μας κατασκευές, δηλαδή, από ένα σχεδόν μυθικό παρελθόν, φτιαγμένο για να εξυπηρετεί τους δικούς μας σκοπούς. Καθώς διδάσκω άλλωστε είμαι περικυκλωμένος από δείγματα πρωσικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, γεγονός που ενισχύει το επιχείρημά μου. Πολύ συχνά, παρόλα αυτά, και ενώ έχω σχεδόν πείσει τον εαυτό μου και τους φοιτητές, ακούγεται από κάπου ένα ευγενικό γέλιο. Είναι του Καλλίμαχου, ενός παλιού αλεξανδρινού προστάτη μου, χωρίς τις χάρες του οποίου θα ήμουν ένας άλλος. Ήταν ο πρώτος που απέκτησε έλεγχο πάνω μου. Τον γνωρίζω από τη φωνή, κάπως χαμηλότερη από του Αριστοτέλη και λιγότερο βίαιη από του Γαληνού την ώρα που γελάει με κάποιον. Όπως ο Ησίοδος γνώριζε τις Μούσες του, εγώ καταλαβαίνω τα ζόμπι από τη φωνή τους. Τουλάχιστον οι Μούσες έλεγαν στον Ησίοδο ορισμένα σημαντικά πράγματα. Μ’ εμένα τα φαντάσματά μου απλώς γελάνε.
Η βοήθεια ήρθε πάντως από απρόσμενες κατευθύνσεις: πρόσφατα, η γερμανική ακαδημαϊκή γραφειοκρατία κατάφερε να με σώσει σχεδόν ολοκληρωτικά από το“αγκάλιασμα” του ελληνικού παρελθόντος. Η διοίκηση αφήνει ολοένα και λιγότερο χρόνο για ακαδημαϊκές έρευνες, οι φοιτητές μου καταθέτουν ολοένα και λιγότερες εργασίες στο γραφείο μου και μπλοκάρουν τη σκέψη μου. Για λίγα χρόνια ένιωθα σαν “αυτόματος πωλητής υποτροφιών”, ένα μηχάνημα που μετατρέπει τον καφέ σε υποτροφίες (συγγνώμη που έκλεψα το αστείο σου, Πωλ). Αλλά ακόμη κι αυτές οι παρεκκλίσεις δεν αποθάρρυναν τους αρχαίους μου Έλληνες να ελέγχουν τις διανοητικές μου επιθυμίες – που είναι και απλησίαστες. Όπως στον Όμηρο ο Αχιλλέας λαχταρά να αγκαλιάσει την ψυχή του Πατρόκλου, αλλά αποτυγχάνει, ξόδεψα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου προσπαθώντας να αγκαλιάσω τους αρχαίους Έλληνες. Όπως ο Αχιλλέας στο όνειρό του, απέτυχα. Παρόλα αυτά ο Αχιλλέας δεν ξεπλήρωσε το χρέος του με όνειρα για αγκαλιές ψυχών. Κάποια στιγμή έφτασα να αφήσω και αλογοουρά ελπίζοντας ότι οΕμπεδοκλής ή ίσως ο Ευκλείδης θα έρχονταν μία ημέρα και θα με αρπάζανε – όπως το έκανε παλιότερα η Αθηνά για να μου υποδείξει κάτι σημαντικό. Τίποτε δεν συνέβη επί μια δεκαετία κι έτσι έπρεπε να κόψω την αλογοουρά. Για να είμαι ακριβοδίκαιος, οφείλω πολλά στους Έλληνές μου. Επαναλαμβάνω ότι δεν παραπονιέμαι (αν και η επανάληψη είναι μέρος του τελετουργικού). Απ’ όλα αυτά τα δώρα το πιο σημαντικό αποδείχθηκε εκείνο που ξεπετάχτηκε τελευταίο από το περιβόητο Κουτί της Πανδώρας: η“αυτομυθοπλασία”.
Markus Asper Καθηγητής στο Ινστιτούτο Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου
Κοινοποιήστε: