Σηκώνομαι πρωί-πρωί να ετοιμάσω τα παιδιά και το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Τις τελευταίες μέρες πονάω πολύ κι ούτε τα παυσίπονα μού κάνουν τίποτα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου υποφέρω από πονοκεφάλους, όπως οι περισσότερες γυναίκες φαντάζομαι!
Αφού έχουν φύγει όλοι από το σπίτι, τα παιδιά στο σχολείο κι ο σύζυγος στη δουλειά, ξεκινάω τις δουλειές γιατί δεν έχω και τη πολυτέλεια να ξαπλώσω λιγάκι. Σε λίγα λεπτά χτυπάει το τηλέφωνο. Κοιτάζω το νούμερο και βλέπω πως είναι μια πολύ καλή μου φίλη. Δε της απαντώ γιατί εκείνη τη στιγμή πρέπει να απλώσω το πλυντήριο της προηγούμενης μέρας και να βάλω ένα ακόμη. Θα την πάρω σε λίγο!
Το «σε λίγο» έγινε μεσημέρι, λίγο πριν πάω να πάρω τα παιδιά από το σχολείο. Την παίρνω στο τηλέφωνο του σπιτιού της. Δεν απαντά! Θα πήγε στο σούπερ μάρκετ. Σε λίγο την ξαναπαίρνω… το ίδιο. Δεν απαντά! Θα την πάρω στο κινητό. Καλώ αλλά κι εκεί η τύχη μου είναι ακριβώς η ίδια. Μα τι γίνεται; Πού γυρνάει και δεν ακούει το τηλέφωνο; Μέχρι χτες πονούσε το πόδι της και τώρα ξεπορτίζει; Τουλάχιστον θα δει την κλήση μου και θα με πάρει.
Πριν προλάβω να αφήσω το τηλέφωνό μου κάτω και τις σκέψεις μου στην άκρη, βλέπω να με καλεί στο κινητό μου. Το σηκώνω και την ακούω να κλαίει. Δε θυμάμαι τον διάλογο που κάναμε. Δε θυμάμαι καν αν κατάλαβα εκείνη τη στιγμή τι μου έλεγε. Δε θυμάμαι τι ώρα ήταν. Τι μέρα ήταν. Αν ήταν πρωί ή βράδυ. Δε θυμάμαι αν της μίλησα. Μόνο μια φράση της θυμάμαι:
«Έχει κάνει μετάσταση στα κόκαλα κι η γιατρός φαίνεται ανήσυχη. Δείχνει ήρεμη αλλά εγώ που τη ξέρω τόσα χρόνια, καταλαβαίνω πως ανησυχεί».
Το βράδυ ήρθε ο σύζυγος, έμεινε με τα παιδιά κι έτρεξα στο σπίτι της. Ήταν χειμώνας κι έκανε φοβερό κρύο. Ή μήπως ήταν άνοιξη κι εγώ κρύωνα τόσο από τον φόβο μου; Τι θα της πω; Κι αν δεν είναι μόνη της τι θα κάνω; Πώς θα δικαιολογηθώ; Γιατί πήγα μέσα στη νύχτα να τη δω; Τα παιδιά της άραγε γνωρίζουν κάτι; Χίλιες ερωτήσεις μέσα σε λίγα λεπτά απόστασης.
Μπαίνω στο σπίτι της και χωρίς να χαιρετήσω τη ρωτάω «είσαι μόνη σου;». Δε μου απαντά. Με αγκαλιάζει κι αρχίζει να κλαίει. Έτσι όπως ήμασταν. Όρθιες. Δεν ξέρω για πόση ώρα ήμασταν έτσι. Ξέρω μόνο πως τα δάκρυά της ήταν καυτά και τόσο βαριά που νόμιζα πως θα πέσω. Δεν μιλούσαμε. Δε τη ρώτησα εκείνη τη στιγμή τίποτα. Τι να ρωτήσω άλλωστε; Αν είναι καλά; Αν στεναχωρήθηκε; Αν αγχώνεται; Πόσες θεραπείες θα κάνει; Πάλι χιλιάδες ερωτήσεις μέσα σε λίγα λεπτά αγκαλιάς.
Καθίσαμε στο σαλόνι της. Ήταν χείμαρρος! Μιλούσε ασταμάτητα. Ήθελε να τα πει όλα. Με λεπτομέρειες. Μου έλεγε για εξετάσεις, γιατρούς, δείκτες, ακτινογραφίες κι ένα σωρό πράγματα που είχε κάνει το τελευταίο καιρό μέχρι να βρει γιατί πονάει το πόδι της.
Αφού τελείωσε και τα είχε πει όλα, μου λέει «Πάμε στο μπαλκόνι; Θέλω να κάνω ένα τσιγάρο». «Ούτε να το σκεφτείς», της είπα. «Σιγά! Τι θα φοβηθώ τώρα πια;» μου απάντησε με ήρεμη και σίγουρη φωνή. Σηκώθηκα για να βγω μαζί της έξω. Κατά λάθος, ρίχνω κάτω μια κορνίζα. Σκύβω να τη πάρω. Ήταν μια φωτογραφία των κοριτσιών της από τη φετινή γιορτή του σχολείου όπου η μία είναι ντυμένη Σουλιώτισσα. Της δείχνω τη φωτογραφία και της λέω «Αυτές τις φατσούλες να φοβηθείς!». Κάθεται πάλι στο καναπέ και μου λέει «φαντάσου πως μπορεί να μη τις καμαρώσω ποτέ ξανά σε κάποια γιορτή».
Ανοίγω την πόρτα με μανία και φεύγω. Έτρεχα στο δρόμο να φτάσω στο σπίτι μου. Όλα όμως γύρω μου ήταν υγρά. Ο δρόμος, τα φώτα, τα αυτοκίνητα, τα μάτια μου…
Όταν ξεκίνησε τις θεραπείες της, την έπαιρνα τηλέφωνο να δω πώς είναι. Κάθε φορά όμως ένας κόμπος στο λαιμό μού έκλεινε τη φωνή. Ήθελα τόσα να της πω αλλά δεν έβγαινε φωνή. Κάποια στιγμή μου είπε «Ξέρεις κάτι; Δε μου κάνει καλό, κάθε φορά που μιλάμε να σε ακούω να κλαις. Θα σε παίρνω εγώ. Εσύ να μη στεναχωριέσαι και να προσεύχεσαι για μένα».
Ακολούθησα την επιθυμία της. Ακόμη την ακολουθώ. Ακούγεται δυνατή γιατί έτσι είναι από τη φύση της. Δίνει μεγάλη μάχη και ξέρω πως πολλές φορές πονάει, ματώνει, κλαίει και προσεύχεται. Ξέρω πως με το ένα χέρι κοιτάζει στη φωτογραφία τα κορίτσια της αγκαλιασμένα και με το άλλο παίρνει τα χάπια με τις χούφτες.
Είναι κι αυτή μια μητέρα. Σαν εμένα. Σαν όλες τις μητέρες του κόσμου που κάνουν όνειρα για τα παιδιά τους. Είναι μια μητέρα που επιθυμεί να δει τα παιδιά της να προκόβουν, να κάνουν τη δική τους οικογένεια, να πραγματοποιούν τα δικά τους όνειρα κι αυτή να είναι στο πλευρό τους. Δίπλα στα αγκαλιασμένα κορίτσια της.
Είναι η αγαπημένη μου φίλη!
Δήμητρα Μουλαρά
συγγραφέας
Κοινοποιήστε: