Παναγιώτης Σαββίδης
Ο τελευταίος διάλογος που είχαν στις 28 Οκτωβρίου: «Ερχεται σπίτι και τον ρωτάω αν τελείωσε με τον στολισμό του χωριού. “Ναι. Ολα καλά, μάνα”, μου απαντάει χωρίς τίποτε άλλο. Πάει να φύγει, κατεβαίνει τα σκαλιά, γυρίζει και μου βάζει τον σταυρό του στον λαιμό. “Να είσαι δυνατή”, μου λέει, συμπληρώνοντας να προσέχω τον εαυτό μου»
Θρηνεί με αξιοπρέπεια τον μοναχογιό της Κωνσταντίνο. Ωστόσο το τραγικό του τέλος, «έπεσε όρθιος και περήφανος» όπως λέει, της δίνει δύναμη και κουράγιο για τη δύσκολη συνέχεια. Η κυρία Βασιλική Κατσίφα, μητέρα του 35χρονου ομογενoύς που εκτελέστηκε ανήμερα της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου από τους επίλεκτους της αλβανικής Αστυνομίας, μιλάει στο «ΘΕΜΑ» δίνοντας τις δικές της απαντήσεις για την τραγωδία στους Βουλιαράτες, με πολλούς αποδέκτες και στις δύο πλευρές των συνόρων.
Μορφή περήφανη, η 65χρονη γυναίκα που παραπέμπει σε ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας κερδίζει αμέσως τον θαυμασμό για την αξιοπρέπεια και το θάρρος που επέδειξε τόσο για την ωμή δολοφονία του παιδιού της όσο και για την πολυήμερη «ομηρία» της σορού του από τις αλβανικές αρχές:
Ο σταυρός και η ευχή
«Ερχεται σπίτι και τον ρωτάω αν τελείωσε με τον στολισμό του χωριού για την 28η Οκτωβρίου. “Ναι. Ολα καλά, μάνα”, μου απαντάει χωρίς τίποτε άλλο. Πάει να φύγει, κατεβαίνει τα σκαλιά, γυρίζει και μου βάζει τον σταυρό του στον λαιμό. “Να είσαι δυνατή”, μου λέει, συμπληρώνοντας να προσέχω τον εαυτό μου. Δεν έδωσα σημασία. Τον σταύρωσα με το χέρι, λέγοντάς του να πάει στο καλό με την ευχή μου. Ηταν πολύ χαρούμενος. Παραξενεύτηκα που δεν πήρε μαζί του τα σημαιάκια που είχε αγοράσει για τα μικρά παιδιά, αλλά σκέφτηκα πως ίσως έρθει να τα πάρει αργότερα».
Η έφοδος των Αλβανών στο σπίτι
«Περισσότεροι από 40 αστυνομικοί μας κύκλωσαν το σπίτι και άρχισαν να φωνάζουν: “Κώστα, Κώστα, παραδώσου”. Τα έχασα. Προτού καταλάβω τι συνέβαινε, κλώτσησαν την πόρτα και μπήκαν μέσα. Μου έβαλαν την κάννη στο κεφάλι ρωτώντας με πού είναι ο γιος μου. Τους λέω: “Τι έγινε; Εξηγήστε μου”. Αντί για απάντηση, ένας αστυνομικός μου δίνει μία με το κοντάκι και πέφτω στον καναπέ. Δεν φοβήθηκα. Είμαι βράχος εγώ.
Μόνο το παιδί μου σκεφτόμουν, να προλάβει να διαφύγει όπου και εάν ήταν. “Τι έκανε το παιδί;”, τους ξαναρωτάω. Αυτό τους εξόργισε. “Γιατί μιλάς ελληνικά;”, μου λέει ένας άγρια. “Είμαι Ελληνίδα, δεν ξέρω αλβανικά” του απάντησα. Εκαναν το σπίτι άνω κάτω. Μέχρι και το τζάκι γκρέμισαν. “Πειράξτε εμένα και όχι το παιδί μου”, τους έλεγα, και αυτοί χασκογελώντας άνοιγαν το ψυγείο και έτρωγαν ό,τι είχε μέσα.
Εξι ώρες κράτησε αυτό χωρίς να ξέρουμε τι είχε γίνει το παιδί μας και χωρίς να μπορούμε να επικοινωνήσουμε με οποιονδήποτε. Μας πήραν τα κινητά, κάποια χρήματα και τους σταυρούς του Κωνσταντίνου, τους οποίους μας επέστρεψαν κομμένους. Ολες αυτές τις ώρες πίστευα μέσα μου ότι το παιδί μου θα καταφέρει να φτάσει στα σύνορα και να διαφύγει στην Ελλάδα».
Το τέλος
«Ο Κωνσταντίνος έφτασε έως την κορυφή και γύρισε πίσω. Θα μπορούσε να διαφύγει. Δεν το έκανε. Επεσε όρθιος, ως περήφανος Ελληνας, για τα πιστεύω του. Αυτό μου δίνει δύναμη όσο και αν με πονάει ο χαμός του. Τον κλαίω και τον μοιρολογώ, αλλά ο λεβέντης μου μού δίνει δύναμη. Είμαι περήφανη για το παιδί μου. Ο,τι και να έκανε πάντα ήμουν κοντά του. Πάντα ήμουν στο πλευρό του και πάντα πηγαίναμε μαζί.
Οι Αλβανοί δεν χώνεψαν ποτέ τους Ελληνες της Βορείου Ηπείρου. Πόσα παλικάρια της Χειμάρρας και του Αλίκου έφυγαν έτσι. Οπως ο Αριστοτέλης Γκούμας, του οποίου δολοφόνος σήμερα κυκλοφορεί ελεύθερος. Δεν σκότωσε κανέναν το παιδί μου. Καταδρομέας ήταν. Θα μπορούσε. Δεν το έκανε γιατί πίστευε στον Χριστό. Ηθελε να στείλει μήνυμα με το όπλο».
Η αγάπη για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό
«Ο Ελληνισμός ήταν πάντα μέσα στην ψυχή μας. Εμείς το μάθαμε από τους πατεράδες μας και με τη σειρά μας μεταδώσαμε την αγάπη για την πατρίδα στα παιδιά μας, άσχετα αν η Ελλάδα πολλές φορές μας στενοχώρησε. Ολα τα παιδιά μου μεγάλωσαν με ιστορίες για την Ελλάδα, για τους Ελληνες στρατιώτες που ήρθαν στα χώματα αυτά το 1940-1941 και σκοτώθηκαν.
Ο Κωνσταντίνος μεγάλωσε με ιστορίες για τους Ελληνες στρατιώτες που έπεσαν στα χώματα αυτά για την ελευθερία της πατρίδας. Μαζί πηγαίναμε στο στρατιωτικό κοιμητήριο και ανάβαμε τα κεριά για τα παλικάρια που έπεσαν. Εκλαιγα γι’ αυτά και έλεγα: “Πού είναι οι μανούλες τους”. Είναι ιερός τόπος για εμάς».
Το πάθος για τις σημαίες
«Οταν επιστρέψαμε, πριν από πέντε χρόνια από την Αθήνα, ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε να στολίζει κάθε εθνική επέτειο το χωριό με ελληνικές σημαίες για να τιμήσει τα παλικάρια που σκοτώθηκαν στον πόλεμο του ’40. Το παιδί μου ήθελε να τιμήσει τα παιδιά της Ελλάδας στολίζοντας στα γαλανόλευκα το χωριό. Αυτό δεν άρεσε στους Αλβανούς. Δεν έκανε κάτι κακό. Ελληνες είμαστε και το χωριό μας είναι αναγνωρισμένο ως μειονοτικό. Δικαίωμά μας είναι να τιμούμε τους ήρωές μας και τη σημαία μας.
Του έλεγα να προστατεύεται και να μη βάζει πολλές σημαίες. Μου απαντούσε : “Γιατί, μάνα, δεν κάνω τίποτα κακό”. Εμείς ζήσαμε εδώ και ξέραμε το σύστημα. Ο Κωνσταντίνος όχι. Σκεφτόταν και δρούσε ως ελεύθερος Ελληνας και αυτό το πλήρωσε τελικά με τη ζωή του».
Η σημαία-σύμβολο των συλλαλητηρίων για τη Μακεδονία
«Την τεράστια ελληνική σημαία την έραψε για το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης τον περασμένο Ιανουάριο. Ξόδεψε ένα μηνιάτικο για να αγοράσει τα υλικά. Αφού την τελείωσε, την απλώσαμε κάτω από το υπόστεγο για να γράψει επάνω: “Μακεδονία Γη Ελληνική”. Μου έλεγε: “Τέντωσε, μάνα, από εδώ. Τέντωσε, μάνα, από εκεί” μέσα στη βροχή.
Ο πατέρας του μουρμουρούσε δίπλα, αλλά εμείς εκεί να την τελειώσουμε για να προλάβει να φύγει για Θεσσαλονίκη. Του έλεγα “Βάλε ένα νάιλον από κάτω μη λερωθεί το τσιμέντο”. Απαντούσε : “Δεν πειράζει, μάνα. Για τη Μακεδονία και τη Βόρειο Ηπειρο είναι. Να φαίνονται. Τιμή μας”. Τη διπλώσαμε, τη βάλαμε στο σακ βουαγιάζ και έφυγε σφαίρα για τη Θεσσαλονίκη. Ηταν πολύ χαρούμενος. Αγαπούσε πολύ τη Μακεδονία και τους Μακεδόνες».
Παιδί-μάλαμα
«Ο Κωνσταντίνος έτρεχε να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη, με όποιον τρόπο μπορούσε. Οσα μεροκάματα έβγαζε τα ξόδευε για το χωριό. Το σπίτι μας πάντα ήταν ανοιχτό. Οποιος ερχόταν εδώ τον φιλοξενούσε χωρίς δεύτερη κουβέντα. “Το σπίτι είναι μοναστήρι”, μου έλεγε.
Πριν από καιρό γίνονταν πολλές διακοπές ρεύματος στο χωριό. Μίλησε με κάποιους συγχωριανούς και συμφώνησαν να πάνε να διαμαρτυρηθούν στις Αρχές. Δεν τον ακολούθησε τελικά κανείς. Γύρισε σπίτι στεναχωρημένος και μου είπε: “Μάνα, δεν έχουν τα κότσια”, αλλά δεν το έβαζε κάτω».
Το παράπονο για τον Τσίπρα
«Γιατί να ταλαιπωρηθεί το παιδί μου νεκρό τόσες μέρες; Ο κ. Αλέξης Τσίπρας δεν έκανε τίποτα. Δεν μας βοήθησε πουθενά, καθόλου. Δεν βρήκε να πει δυο λόγια ανθρώπινα. Τον ψηφίσαμε και τι έκανε; Αυτόν ψηφίσαμε. Του έλεγα “Αλέξη μου, λεβέντη μου, είσαι στο πλευρό μας”. Tώρα δεν βρήκε να πει δυο λόγια…».
Για τις δηλώσεις Πάγκαλου και Φίλη
«Κύριε Πάγκαλε, θα σας πω δυο λόγια ως μάνα που έχασε το παιδί της. Εσείς φάγατε όλο το χρήμα της Ελλάδας με τους φίλους σας. Ξετινάξατε την Ελλάδα μας. Πώς βγαίνεις στα κανάλια και λες αυτά για τον γιο μου; Είμαστε Ελληνες, κύριε Πάγκαλε και κύριε Φίλη. Δεν ντρέπεστε λιγάκι; Χρεοκοπήσατε την Ελλάδα και βγαίνετε και μιλάτε. Μάθετε λίγο Ιστορία. Είμαστε γνήσιοι Ελληνες και στα χωριά μας δεν έχουμε ούτε έναν Αλβανό».
Δικαίωση για τον Κωνσταντίνο
«Δικαίωση για μένα είναι να μην πάει χαμένη η θυσία του Κωνσταντίνου. Να ξυπνήσουμε οι Βορειοηπειρώτες και να ενδιαφερθούμε για τον τόπο μας και βέβαια να λογοδοτήσουν οι εγκληματίες που του αφαίρεσαν τόσο εύκολα τη ζωή. Να μην κλάψει άλλη μάνα. Να μη χαθούν άλλα παλικάρια. Ωστόσο η Ελλάδα δεν μας στηρίζει κι αυτό είναι το παράπονό μου. Ως πότε θα αφήνει να μας τρώνε οι Αλβανοί, οι Τσάμηδες και οι Τούρκοι;».
ΠΗΓΗΠηγή Να γιατί έπρεπε να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή – Το ξέσπασμα της μάνας του Κατσίφα: Έπεσε όρθιος και περήφανος για τη σημαία
Κοινοποιήστε: