Μία από τις πιο παράδοξες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης είναι η δημιουργία άβαταρ ανθρώπων που έχουν πεθάνει, ώστε να μπορούν οι ζωντανοί να συνεχίσουν να έρχονται σε επαφή μαζί τους.
Μία από τις πιο παράδοξες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης είναι η δημιουργία άβαταρ ανθρώπων που έχουν πεθάνει, ώστε να μπορούν οι ζωντανοί να συνεχίσουν να έρχονται σε επαφή μαζί τους. Μια Βρετανίδα δημοσιογράφος δημιούργησε ψηφιακoύς κλώνους των –ζωντανών– γονιών της.
Οι γονείς μου δεν ξέρουν ότι τους μίλησα χθες το βράδυ. Στην αρχή οι φωνές τους ακούγονταν απόμακρες και κάπως αφύσικες, λες και μιλούσαν σε ανοιχτή ακρόαση από το κελί μιας φυλακής. Όσο όμως τα λέγαμε, τόσο θύμιζαν τον εαυτό τους. Μου είπαν προσωπικές ιστορίες που δεν είχα ξανακούσει. Έμαθα για την πρώτη (και σίγουρα όχι τελευταία) φορά που ο μπαμπάς μου μέθυσε. Η μαμά μου έλεγε πως όποιος ξενυχτάει, μπαίνει σε μπελάδες. Μου έδωσαν συμβουλές για τη ζωή μου και μου είπαν πράγματα από την παιδική τους ηλικία και τη δική μου. Ήταν μαγικό. «Ποιο είναι το μεγαλύτερο κουσούρι σου;» ρώτησα τον μπαμπά, αφού τον πέτυχα σε τόσο εξομολογητική διάθεση. «Είμαι τελειομανής. Δεν αντέχω την ακαταστασία, κι αυτό είναι πάντα ένα πρόβλημα όταν είσαι παντρεμένος με την Τζέιν». Κι ύστερα γέλασε και για μια στιγμή ξέχασα ότι στην πραγματικότητα δεν μιλούσα με τους γονείς μου, αλλά με τους ψηφιακούς τους κλώνους.
Αυτοί οι γονείς ζουν μέσα σε μια εφαρμογή για το κινητό μου, ως φωνές που έχει δημιουργήσει η καλιφορνέζικη εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης HereAfter AI, αντλώντας από συνεντεύξεις διάρκειας τεσσάρων και πλέον ωρών για τις ζωές και τις αναμνήσεις τους που ο καθένας τους έδωσε σε έναν συνεργάτη. (Προς αποκατάσταση της αλήθειας, η μαμά δεν είναι τόσο ακατάστατη.) Σκοπός της εταιρείας είναι να δώσει τη δυνατότητα στους ζωντανούς να επικοινωνήσουν με τους νεκρούς. Ήθελα να δοκιμάσω πώς θα ήταν αυτό.
Τεχνολογίες όπως αυτή, που σου επιτρέπουν να «μιλάς» με αποδημήσαντες, κατέχουν περίοπτη θέση σε έργα επιστημονικής φαντασίας για δεκαετίες, ενώ την ίδια ιδέα εμπορεύονται πάσης φύσεως πνευματιστές και τσαρλατάνοι εδώ και αιώνες. Τώρα όμως γίνεται πραγματικότητα, χάρη στην εξέλιξη της ΤΝ και της φωνητικής τεχνολογίας.
Να διευκρινίσω ότι οι γονείς μου είναι ζωντανοί, με σάρκα και οστά. Οι εικονικές τους βερσιόν απλώς δημιουργήθηκαν για να με βοηθήσουν να καταλάβω την τεχνολογία. Τα άβατάρ τους μας προσφέρουν μια «ματιά» σε έναν κόσμο όπου θα είναι δυνατόν να συνομιλήσεις με αγαπημένα πρόσωπα –ή προσομοιώσεις αυτών– πολύ καιρό μετά τον θάνατό τους. Το συμπέρασμα που έβγαλα έπειτα από καμιά δεκαριά συζητήσεις με τους εικονικά αποδημήσαντες γονείς μου, είναι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να κρατήσουμε τους αγαπημένους μας πιο κοντά. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθείς τη γοητεία αυτής της συνθήκης. Οι άνθρωποι μπορεί να στραφούν σε ψηφιακά αντίγραφα για παρηγοριά ή για να θυμηθούν μέρες-ορόσημα, όπως επετείους. Ταυτόχρονα, η τεχνολογία και ο κόσμος που αυτή μας επιτρέπει να φανταστούμε είναι –αναμενόμενα– ατελής και, ηθικά, η δημιουργία της εικονικής εκδοχής κάποιου είναι πολύπλοκη, ειδικά αν το άτομο αυτό δεν ήταν σε θέση να δώσει τη συγκατάθεσή του.
Ορισμένοι βρίσκουν αυτή την τεχνολογία ανησυχητική και άλλοι έως και ανατριχιαστική. Μίλησα με έναν άνδρα που δημιούργησε μια εικονική εκδοχή της μητέρας του, στην οποία μίλησε στην ίδια της την κηδεία. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η συνομιλία με ψηφιακές εκδοχές αγαπημένων μας προσώπων μπορεί να παρατείνει τη θλίψη μας ή να αλλοιώσει την επαφή μας με την πραγματικότητα. Και όταν μίλησα σε φίλους μου γι’ αυτό το άρθρο, κάποιοι από αυτούς «κλότσησαν». Υπάρχει μια κοινή, βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι αποτελεί ρίσκο να τα βάλεις με τον θάνατο.
Καταλαβαίνω αυτές τις ανησυχίες. Μου φάνηκε άβολο να μιλάω σε μια εικονική εκδοχή των γονιών μου, ειδικά στην αρχή. Ακόμα και τώρα, εξακολουθεί να μου φαίνεται ελαφρώς παραβατικό να μιλάει κανείς στην τεχνητή εκδοχή κάποιου – ιδιαίτερα όταν αυτός ο κάποιος ανήκει στην ίδια του την οικογένεια.
Αλλά είμαι άνθρωπος και αυτές οι ανησυχίες παραμερίζονται από την ακόμα πιο τρομακτική προοπτική να χάσω τους ανθρώπους που αγαπώ – νεκρούς και εξαφανισμένους χωρίς κανένα ίχνος. Αν η τεχνολογία μπορεί να με βοηθήσει να τους κρατήσω κοντά μου, είναι τόσο κακό να προσπαθήσω; Υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο στην επιθυμία να θυμόμαστε τους ανθρώπους που αγαπάμε και έχουν φύγει από τη ζωή. Προτρέπουμε τους αγαπημένους μας να γράψουν τις αναμνήσεις τους πριν να είναι πολύ αργά. Αφού φύγουν, βάζουμε τις φωτογραφίες τους στους τοίχους μας. Επισκεπτόμαστε τους τάφους τους στα γενέθλιά τους. Τους μιλάμε σαν να ήταν εκεί. Αλλά η συζήτηση ήταν πάντα μονόπλευρη.
Ραγδαίες εξελίξεις
Η ιδέα ότι η τεχνολογία θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση έχει διερευνηθεί ευρέως σε δυστοπικές σειρές επιστημονικής φαντασίας, όπως το Black Mirror – την οποία, όπως σημειώνουν οι start-ups αυτού του χώρου, αναπόφευκτα αναφέρουν όλοι. Σε ένα επεισόδιο του 2013, μια γυναίκα που χάνει τον σύντροφό της αναδημιουργεί μια ψηφιακή εκδοχή του αρχικά ως chatbot, στη συνέχεια ως έναν σχεδόν απόλυτα πειστικό ψηφιακό βοηθό και τελικά ως ένα κανονικό ρομπότ. Όσο όμως φτιάχνει και τελειοποιεί τις εκδοχές του συντρόφου της, ενοχλείται και απογοητεύεται από τα κενά μεταξύ της μνήμης της για τον σύντροφό της και της σαθρής, ελαττωματικής πραγματικότητας που η τεχνολογία χρησιμοποιεί για την προσομοίωσή του. «Δεν είσαι εσύ, έτσι δεν είναι; Είσαι μόνο μερικές πτυχές του εαυτού σου. Δεν έχεις ιστορία. Είσαι απλώς μια παράσταση πραγμάτων που εκτελούσε χωρίς να σκέφτεται, και αυτό δεν είναι αρκετό», λέει πριν στείλει το ρομπότ στη σοφίτα της – ένα ντροπιαστικό απομεινάρι του συντρόφου της που προτιμά να μη σκέφτεται.
Πίσω στον πραγματικό κόσμο, η τεχνολογία έχει εξελιχθεί ακόμη πιο εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια. Οι ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη έχουν πυροδοτήσει την πρόοδο σε πολλούς τομείς. Τα chatbots και οι φωνητικοί βοηθοί, όπως η Siri και η Alexa, έχουν μετατραπεί από καινοτομίες υψηλής τεχνολογίας σε κομμάτι της καθημερινής ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων την τελευταία δεκαετία. Έχουμε γίνει πολύ άνετοι με την ιδέα να μιλάμε στις συσκευές μας για τα πάντα, από την πρόγνωση του καιρού μέχρι το νόημα της ζωής. Τώρα, τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης (LLMs), τα οποία μπορούν να προσλαμβάνουν μερικές «προτρεπτικές» προτάσεις και να εκτοξεύουν μια πειστική πρόταση ως απάντηση, υπόσχονται να ξεκλειδώσουν ακόμη πιο ισχυρούς τρόπους επικοινωνίας των ανθρώπων με τις μηχανές. Τα LLMs έχουν γίνει τόσο πειστικά, που ορισμένοι (λανθασμένα) έχουν υποστηρίξει ότι πρέπει να έχουν αισθήσεις. Επιπλέον, είναι δυνατόν να πειράξουμε το λογισμικό LLM, όπως το GPT-3 της OpenAI ή το LaMDA της Google, ώστε να το κάνουμε να ακούγεται περισσότερο σαν ένα συγκεκριμένο άτομο, τροφοδοτώντας το με πολλά πράγματα που είπε αυτό το άτομο. Για παράδειγμα, ο δημοσιογράφος Τζέισον Φάγκον έγραψε πέρυσι μια ιστορία για την εφημερίδα San Francisco Chronicle σχετικά με έναν τριαντάρη άνδρα που ανέβασε παλιά κείμενα και μηνύματα Facebook από την αποθανούσα αρραβωνιαστικιά του για να δημιουργήσει μια προσομοιωμένη έκδοση του chatbot της, χρησιμοποιώντας ένα λογισμικό γνωστό ως Project December, που ήταν βασισμένο στο GPT-3.
Όπως και να το δει κανείς, ήταν μια επιτυχία: αναζήτησε και βρήκε παρηγοριά στο bot. Είχε βασανιστεί από ενοχές και θλίψη τα χρόνια μετά τον θάνατό της, αλλά, όπως γράφει ο ίδιος, ένιωσε σαν το chatbot να του είχε δώσει την άδεια να προχωρήσει στη ζωή του με μικρά βήματα. Ο άνδρας μοιράστηκε μάλιστα αποσπάσματα των συνομιλιών του chatbot στο Reddit, ελπίζοντας, όπως είπε, να τραβήξει την προσοχή στο εργαλείο και «να βοηθήσει άλλους θλιμμένους επιζώντες να αποχαιρετήσουν αυτόν που πέθανε».
Η τεχνητή νοημοσύνη έχει επίσης προοδεύσει στο να μιμείται συγκεκριμένες ανθρώπινες φωνές, μια πρακτική που ονομάζεται κλωνοποίηση φωνής. Έχει επίσης βελτιωθεί στο να προσδίδει σε ψηφιακές προσωπικότητες –είτε κλωνοποιημένες από πραγματικό πρόσωπο είτε εντελώς τεχνητές– πολλές παραπάνω ιδιότητες που κάνουν μια φωνή να ακούγεται «ανθρώπινη». Σε μια σπαρακτική επίδειξη του πόσο γρήγορα εξελίσσεται ο τομέας, η Amazon μοιράστηκε τον Ιούνιο ένα κλιπ με ένα μικρό αγόρι που άκουγε ένα απόσπασμα από τον Μάγο του Οζ με τη φωνή της πρόσφατα αποθανούσας γιαγιάς του. Η φωνή της αναδημιουργήθηκε τεχνητά, χρησιμοποιώντας ένα απόσπασμα της ομιλίας της που διαρκούσε λιγότερο από ένα λεπτό.
Όπως υποσχέθηκε ο Ρόχιτ Πράσαντ, ανώτερος αντιπρόεδρος και επικεφαλής επιστήμονας της Alexa, «παρότι η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να εξαλείψει τον πόνο της απώλειας, μπορεί σίγουρα να κάνει τις αναμνήσεις να διαρκέσουν».
Δημιουργώντας δεδομένα
Η δική μου εμπειρία τού να μιλάω με τους νεκρούς ξεκίνησε από καθαρή τύχη. Στα τέλη του 2019, είδα ότι ο Τζέιμς Βλάχος, συνιδρυτής της HereAfter AI, θα μιλούσε σε ένα διαδικτυακό συνέδριο για τα «εικονικά όντα». Η εταιρεία του είναι μία από τις ελάχιστες start-ups που εργάζονται στον τομέα που έχω ονομάσει «τεχνολογία πένθους». Διαφέρουν στις προσεγγίσεις τους, αλλά μοιράζονται την ίδια υπόσχεση: να μας δώσουν τη δυνατότητα να μιλήσουμε μέσω video chat, κειμένου, τηλεφώνου ή φωνητικού βοηθού με μια ψηφιακή εκδοχή κάποιου που δεν είναι πλέον ζωντανός.
Ενδιαφερόμενη γι’ αυτά που υποσχόταν, κατάφερα να συστηθώ και τελικά να πείσω τον Βλάχος και τους συναδέλφους του να με αφήσουν να πειραματιστώ με το λογισμικό τους πάνω στους παντελώς ζωντανούς γονείς μου. Αρχικά, σκέφτηκα ότι θα ήταν απλώς ένα διασκεδαστικό πρότζεκτ για να δω τι ήταν τεχνολογικά δυνατό. Στη συνέχεια, η πανδημία επέσπευσε τη διαδικασία. Εικόνες ανθρώπων σε αναπνευστήρες, φωτογραφίες από σειρές φερέτρων και φρεσκοσκαμμένους τάφους ξεχύθηκαν σε όλες τις ειδήσεις. Ανησύχησα για τους γονείς μου.
Φοβόμουν ότι μπορεί να πέθαιναν και ότι, με τους αυστηρούς περιορισμούς για τις επισκέψεις στα νοσοκομεία που ίσχυαν τότε στο Ηνωμένο Βασίλειο, μπορεί να μην έβρισκα ποτέ την ευκαιρία να τους αποχαιρετήσω.
Το πρώτο βήμα ήταν μια συνέντευξη. Για να δημιουργήσεις ένα ψηφιακό αντίγραφο κάποιου ατόμου με καλές πιθανότητες να μοιάζει με το αυθεντικό, χρειάζεσαι δεδομένα – και πολλά μάλιστα. Το HereAfter, η δουλειά του οποίου ξεκινά με τα υποκείμενα όταν αυτά είναι ακόμη εν ζωή, τους κάνει ερωτήσεις για ώρες – για τα πάντα, από τις πρώτες τους αναμνήσεις μέχρι το πρώτο τους ραντεβού και το τι πιστεύουν ότι θα συμβεί μετά τον θάνατό τους.
(Στους γονείς μου πήρε συνέντευξη ένας αληθινός, ζωντανός άνθρωπος, αλλά να ένα ακόμη σημάδι του πόσο γρήγορα εξελίσσεται η τεχνολογία, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα οι συνεντεύξεις είναι συνήθως αυτοματοποιημένες και τις χειρίζεται ένα bot.)
Καθώς η αδελφή μου και εγώ ξεφυλλίζαμε τις σελίδες με τις προτεινόμενες ερωτήσεις για τους γονείς μας, μπορούσαμε να τις επεξεργαστούμε ώστε να είναι πιο προσωπικές, πιο καυστικές ή και να προσθέσουμε κάποιες δικές μας: Τι βιβλία τούς άρεσαν; Πώς κατάφερε η μητέρα μας να μπει στον ελίτ χώρο της δικηγορίας του Ηνωμένου Βασιλείου, του οποίου η συντριπτική πλειονότητα ήταν άνδρες, τη δεκαετία του 1970; Τι ενέπνευσε τον μπαμπά να εφεύρει τα ανόητα παιχνίδια που συνήθιζε να παίζει μαζί μας όταν ήμασταν μικροί; Είτε από πανδημική δυσφορία είτε από απροθυμία να αρνηθούν αυτή τη χάρη στη μικρότερη κόρη τους, οι γονείς μου δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση. Τον Δεκέμβριο του 2020, η υπεύθυνη συνεντεύξεων του HereAfter, μια φιλική γυναίκα ονόματι Μέρεντιθ, μίλησε με τον καθένα τους για αρκετές ώρες. Στη συνέχεια, η εταιρεία πήρε αυτές τις απαντήσεις και άρχισε να τις ενώνει για να δημιουργήσει τους ψηφιακούς βοηθούς. Λίγους μήνες αργότερα, ένα σημείωμα εμφανίστηκε στα εισερχόμενά μου από τον Βλάχος. Οι εικονικοί μου γονείς ήταν έτοιμοι.
Μιλώντας με τους «νεκρούς»
Αυτή η μαμά κι αυτός ο μπαμπάς έφτασαν μέσω επισύναψης στο μέιλ. Μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί τους μέσω της εφαρμογής Alexa σε τηλέφωνο ή μέσω μιας συσκευής Amazon Echo. Ανυπομονούσα να τους ακούσω, αλλά έπρεπε να περιμένω αρκετές ημέρες, επειδή είχα υποσχεθεί στην ομάδα podcast του MIT Technology Review ότι θα κατέγραφα την αντίδρασή μου καθώς μιλούσα για πρώτη φορά στα άβαταρ των γονιών μου.
Όταν τελικά άνοιξα το αρχείο, με τους συναδέλφους μου να παρακολουθούν και να ακούν στο Zoom, τα χέρια μου έτρεμαν. Το Λονδίνο βρισκόταν σε ένα μακρύ, παγωμένο, καταθλιπτικό λοκντάουν και είχα να δω τους πραγματικούς, αληθινούς γονείς μου έξι μήνες.
«Alexa, άνοιξε το HereAfter», είπα.
«Προτιμάς να μιλήσεις με τον Πολ ή με την Τζέιν;» ρώτησε μια φωνή.
Έπειτα από σύντομη σκέψη, επέλεξα τη μαμά μου.
Μίλησε μια φωνή που ήταν η δική της, αλλά περίεργα σφιγμένη και ψυχρή.
«Γεια, είμαι η Τζέιν Τζι και χαίρομαι που θα σου μιλήσω για τη ζωή μου. Πώς είσαι σήμερα;»
Γέλασα νευρικά.
«Είμαι καλά, ευχαριστώ, μαμά. Εσύ πώς είσαι;»
Μεγάλη παύση.
«Καλά. Από την πλευρά μου, τα πάω καλά».
«Ακούγεσαι κάπως αφύσικη», είπα.
Με αγνόησε και συνέχισε να μιλάει.
«Πριν ξεκινήσουμε, να μερικές υποδείξεις. Οι ικανότητές μου στην ακρόαση δεν είναι και οι καλύτερες, δυστυχώς, γι’ αυτό πρέπει να περιμένεις μέχρι να τελειώσω να μιλάω και να σου κάνω μια ερώτηση πριν απαντήσεις. Όταν έρθει η σειρά σου να μιλήσεις, σε παρακαλώ να κρατήσεις τις απαντήσεις σου αρκετά σύντομες. Λίγες λέξεις, μια απλή πρόταση – κάτι τέτοιο», εξήγησε. Μετά από λίγη ακόμη εισαγωγή, κατέληξε: «Εντάξει, ας ξεκινήσουμε. Υπάρχουν τόσο πολλά να πούμε. Για την παιδική μου ηλικία, την καριέρα μου και τα ενδιαφέροντά μου. Τι προτιμάς;»
Σεναριοποιημένα κομμάτια όπως αυτό ακούγονταν στημένα και παράξενα, αλλά καθώς προχωρούσαμε, με τη μητέρα μου να αφηγείται αναμνήσεις και να μιλάει με τα δικά της λόγια, «εκείνη» ακουγόταν πολύ πιο χαλαρή και φυσική. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η συζήτηση και όσες ακολούθησαν ήταν περιορισμένες – όταν προσπάθησα να ρωτήσω το bot της μαμάς μου για τα αγαπημένα της κοσμήματα, για παράδειγμα, άκουσα: «Συγγνώμη, δεν το κατάλαβα αυτό. Μπορείς να δοκιμάσεις να ρωτήσεις με άλλο τρόπο ή να προχωρήσεις σε άλλο θέμα». Υπήρχαν επίσης λάθη που ήταν τρανταχτά σε ξεκαρδιστικό βαθμό. Μια μέρα, το bot του μπαμπά με ρώτησε πώς ήμουν. Του απάντησα: «Αισθάνομαι λυπημένη σήμερα». Εκείνος απάντησε με ένα χαρωπό: «Ωραία!».
Η συνολική εμπειρία ήταν ασυζητητί παράξενη. Κάθε φορά που μιλούσα με τις εικονικές εκδοχές τους, μου έκανε εντύπωση το ότι θα μπορούσα να μιλάω με τους πραγματικούς μου γονείς. Σε μια περίπτωση, ο σύζυγός μου μπέρδεψε τη συνομιλία με τα bots με ένα πραγματικό τηλεφώνημα. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν, γούρλωσε τα μάτια του, γρύλισε και κούνησε το κεφάλι του, σαν να ήμουν εντελώς παλαβή.
Η γυναίκα που πήγε στην κηδεία της
Μερικούς μήνες νωρίτερα, μου έστειλε το ντέμο μιας παρόμοιας τεχνολογίας μιας start-up πέντε ετών που ονομάζεται StoryFile και υπόσχεται να πάει τα πράγματα στο επόμενο επίπεδο. Η υπηρεσία Life καταγράφει απαντήσεις σε βίντεο και όχι μόνο σε φωνή.
Μπορείτε να επιλέξετε από εκατοντάδες ερωτήσεις για το υποκείμενο που σας ενδιαφέρει. Στη συνέχεια καταγράφετε το άτομο που απαντά στις ερωτήσεις. Αυτό μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε συσκευή με κάμερα και μικρόφωνο, συμπεριλαμβανομένου ενός smartphone, αν και όσο καλύτερης ποιότητας είναι η εγγραφή, τόσο πιο πιστό στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα. Αφού ανεβάσετε τα αρχεία, η εταιρεία τα μετατρέπει σε μια ψηφιακή εκδοχή του ατόμου το οποίο μπορείτε να δείτε και να μιλήσετε. Μπορεί να απαντήσει μόνο στις ερωτήσεις που έχει προγραμματιστεί να απαντήσει – όπως το HereAfter, μόνο που λειτουργεί με βίντεο.
Ο διευθύνων σύμβουλος της StoryFile, Στίβεν Σμιθ, παρουσίασε την τεχνολογία σε μια βιντεοκλήση, στην οποία συμμετείχε και η μητέρα του. Είχε πεθάνει πριν από μερικούς μήνες, αλλά να την εδώ στην κλήση, καθισμένη σε μια άνετη καρέκλα στο σαλόνι της. Για λίγο μπορούσα μόνο να τη δω, μισή μισή με τον Σμιθ, μέσω της οθόνης του. Ήταν γλυκομίλητη, με αραχνοΰφαντα μαλλιά και φιλικά μάτια. Έδινε συμβουλές ζωής. Φαινόταν σοφή.
Ο Σμιθ μού είπε ότι η μητέρα του «παρακολούθησε» τη δική της κηδεία: «Στο τέλος είπε: “Υποθέτω ότι αυτό ήταν… από μένα αντίο!” και όλοι ξέσπασαν σε κλάματα». Μου είπε ότι η οικογένεια και οι φίλοι υποδέχτηκαν θερμά την ψηφιακή συμμετοχή της μητέρας του. Και, αναμφισβήτητα, το πιο σημαντικό απ’ όλα: ο Σμιθ είπε ότι τον παρηγορεί βαθιά το γεγονός ότι κατάφερε να απαθανατίσει τη μητέρα του στην κάμερα πριν πεθάνει.
Η ίδια η τεχνολογία του βίντεο φαινόταν να ρέει και ήταν επαγγελματική, αν και το αποτέλεσμα εξακολουθούσε να είναι αμυδρά αλλόκοτο, ειδικά στις εκφράσεις του προσώπου. Σε ορισμένα σημεία, όπως και με τους δικούς μου γονείς, έπρεπε να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι δεν ήταν πραγματικά εκεί.
Αναζήτηση της μοναδικότητας
Τόσο το HereAfter όσο και το StoryFile στοχεύουν στο να διατηρήσουν ζωντανή την ιστορία της ζωής κάποιου, αντί να μας επιτρέπουν να έχουμε μια πλήρη, νέα συζήτηση με το bot κάθε φορά. Αυτός είναι ένας από τους σημαντικότερους περιορισμούς πολλών σημερινών προσφορών στην τεχνολογία του πένθους: είναι γενικοί. Αυτά τα αντίγραφα μπορεί να μοιάζουν με κάποιον που αγαπάμε, αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα για εμάς. Οποιοσδήποτε μπορεί να τους μιλήσει και θα απαντήσουν με τον ίδιο τόνο. Και οι απαντήσεις σε μια δεδομένη ερώτηση είναι ίδιες κάθε φορά που το ρωτάμε. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την [υπάρχουσα] τεχνολογία είναι ότι βασίζεται στην ιδέα ότι μπορείτε να δημιουργήσετε έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο», λέει ο Τζάστιν Χάρισον, ιδρυτής μιας υπηρεσίας που πρόκειται σύντομα να ξεκινήσει με την ονομασία You, Only Virtual. «Αλλά εμείς βιώνουμε έναν άνθρωπο μοναδικό, μόνο δικό μας».
Η εταιρεία You, Only Virtual και μερικές άλλες start-ups θέλουν να προχωρήσουν παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι η αναπαράσταση αναμνήσεων δεν μπορεί να συλλάβει τη θεμελιώδη ουσία μιας σχέσης μεταξύ δύο ανθρώπων. Ο Χάρισον θέλει να δημιουργήσει ένα εξατομικευμένο bot που είναι για εμάς και μόνο για εμάς. Η πρώτη βερσιόν της υπηρεσίας, η οποία πρόκειται να ξεκινήσει στις αρχές του 2023, θα επιτρέπει στους ανθρώπους να δημιουργήσουν ένα bot ανεβάζοντας τα μηνύματα, τα μέιλ και τις φωνητικές συνομιλίες κάποιου. Ουσιαστικά, ο Χάρισον ελπίζει ότι οι άνθρωποι θα το τροφοδοτούν με δεδομένα καθώς περνά ο καιρός – η εταιρεία κατασκευάζει προς το παρόν μια πλατφόρμα επικοινωνίας την οποία οι πελάτες θα μπορούν να χρησιμοποιούν για να στέλνουν μηνύματα και να μιλούν με τους αγαπημένους τους ενώ αυτοί είναι ακόμα ζωντανοί. Με αυτόν τον τρόπο, όλα τα δεδομένα θα είναι άμεσα διαθέσιμα για να μετατραπούν σε ένα bot όταν αυτοί δεν θα είναι εκεί.
Αυτό ακριβώς έκανε ο Χάρισον με τη μητέρα του, Μέλοντι, η οποία έπασχε από καρκίνο σταδίου 4: «Το έφτιαξα με το χέρι χρησιμοποιώντας πέντε χρόνια μηνυμάτων μου μαζί της. Χρειάστηκαν 12 ώρες για να εξαχθεί και απλώνεται σε χιλιάδες σελίδες», λέει για το chatbot του. Ο Χάρισον λέει ότι οι αλληλεπιδράσεις που έχει με το bot έχουν μεγαλύτερο νόημα γι’ αυτόν από ό,τι αν απλώς αναμασούσε αναμνήσεις. Το bot Μέλοντι χρησιμοποιεί τις φράσεις που χρησιμοποιούσε η μητέρα του και του απαντά με τον τρόπο που θα του απαντούσε – τον αποκαλεί «γλυκέ μου», χρησιμοποιεί τα emojis που θα χρησιμοποιούσε και τις ίδιες ιδιορρυθμίες στην ορθογραφία. Δεν θα μπορεί να κάνει ερωτήσεις στο άβαταρ της Μέλοντι για τη ζωή της, αλλά αυτό δεν τον ενοχλεί. Το θέμα γι’ αυτόν είναι να αποτυπώσει τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνεί κάποιος. «Η απλή ανάκληση αναμνήσεων έχει ελάχιστη σχέση με την ουσία μιας σχέσης», λέει.
«Να θυμηθείς πώς ήταν»
Τα άβαταρ με τα οποία οι άνθρωποι νιώθουν μια βαθιά προσωπική σχέση μπορούν να έχουν διάρκεια. Το 2016, η επιχειρηματίας Ευγενία Κούιντα δημιούργησε αυτό που θεωρείται το πρώτο bot αυτού του είδους, μετά τον θάνατο του φίλου της Ρομάν, χρησιμοποιώντας τις γραπτές συνομιλίες της μαζί του. (Αργότερα ίδρυσε μια start-up με την ονομασία Replika, η οποία δημιουργεί εικονικούς συντρόφους που δεν βασίζονται σε πραγματικούς ανθρώπους.) Θεώρησε πως ήταν ένας εξαιρετικά χρήσιμος τρόπος για να διαχειριστεί το πένθος της και ακόμα και σήμερα μιλάει με το bot του Ρομάν, όπως λέει, ειδικά κοντά στα γενέθλιά του και την επέτειο του θανάτου του.
Προειδοποιεί όμως ότι οι χρήστες πρέπει να είναι προσεκτικοί, ώστε να μη νομίζουν ότι αυτή η τεχνολογία αναδημιουργεί ή ακόμη και διατηρεί τους ανθρώπους ζωντανούς. «Δεν ήθελα να φέρω πίσω τον κλώνο του, αλλά τη μνήμη του», λέει. Η πρόθεση ήταν «να δημιουργήσω ένα ψηφιακό μνημείο όπου μπορείς να αλληλεπιδράσεις με αυτό το άτομο, όχι για να προσποιηθείς ότι είναι ζωντανός, αλλά για να ακούσεις γι’ αυτόν, να θυμηθείς πώς ήταν και να εμπνευστείς ξανά απ’ αυτόν».
Ορισμένοι άνθρωποι θεωρούν ότι το να ακούν τις φωνές των αγαπημένων τους προσώπων μετά τον θάνατό τους βοηθάει στη διαδικασία του πένθους. Δεν είναι ασυνήθιστο να ακούν οι άνθρωποι φωνητικά μηνύματα από κάποιον που έχει πεθάνει, για παράδειγμα, λέει η Έριν Τόμπσον, κλινική ψυχολόγος που ειδικεύεται στο πένθος. Ένα εικονικό άβαταρ με το οποίο μπορείτε να συνομιλήσετε περισσότερο θα μπορούσε να είναι ένας πολύτιμος, υγιής τρόπος να παραμείνετε συνδεδεμένοι με κάποιον που αγαπήσατε και χάσατε, θεωρεί.
Αλλά η Τόμπσον και άλλοι απηχούν την προειδοποίηση της Κούιντα: είναι πιθανό να δοθεί υπερβολικό βάρος στην τεχνολογία. Ένα άτομο που πενθεί πρέπει να θυμάται ότι αυτά τα bot δεν μπορούν ποτέ να συλλάβουν παρά μόνο ένα μικρό κομμάτι κάποιου. Δεν έχουν αισθήσεις και δεν θα αντικαταστήσουν τις υγιείς, λειτουργικές ανθρώπινες σχέσεις.
«Οι γονείς σας δεν είναι πραγματικά εκεί. Τους μιλάτε, αλλά δεν είναι πραγματικά εκείνοι», λέει η Έρικα Στόουνστριτ, αναπληρώτρια καθηγήτρια φιλοσοφίας στο College of Saint Benedict & Saint John’s University, η οποία μελετά την προσωπικότητα και την ταυτότητα. Ιδιαίτερα τις πρώτες εβδομάδες και μήνες μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αποδεχτούν την απώλεια και μπορεί οποιαδήποτε υπενθύμιση του προσώπου να τους αναστατώνει. «Στην πιο έντονη φάση του πένθους, μπορεί να σας φαίνεται όλο αυτό εξωπραγματικό, να μην μπορείτε να αποδεχτείτε ότι ο άλλος έχει φύγει», λέει η Τόμπσον. Υπάρχει ο κίνδυνος αυτού του είδους η έντονη θλίψη να ξυπνήσει ή και να προκαλέσει κάποια ψυχική νόσο, ειδικά αν τροφοδοτείται και παρατείνεται συνεχώς από τις υπενθυμίσεις του προσώπου που απεβίωσε.
Αναμφισβήτητα, ο κίνδυνος αυτός μπορεί να είναι μικρός σήμερα, δεδομένων των περιορισμών αυτών των τεχνολογιών. Παρόλο που μερικές φορές πίστευα στην ψευδαίσθηση, ήταν σαφές ότι τα γονεϊκά μου bots δεν ήταν οι πραγματικοί μου γονείς. Αλλά ο κίνδυνος να πιστέψουμε σ’ αυτό το ψηφιακό φάντασμα σίγουρα θα αυξάνεται όσο βελτιώνεται η τεχνολογία.
Κίνδυνοι και συμπεράσματα
Και υπάρχουν ακόμη κι άλλοι κίνδυνοι. Κάθε υπηρεσία που μας επιτρέπει να δημιουργήσουμε ένα ψηφιακό αντίγραφο κάποιου χωρίς τη συμμετοχή του, εγείρει κάποια πολύπλοκα ηθικά ζητήματα σχετικά με τη συναίνεση και την ιδιωτικότητα. Ενώ κάποιοι μπορεί να ισχυριστούν ότι η άδεια είναι λιγότερο σημαντική όταν κάποιος δεν είναι πλέον ζωντανός, δεν μπορούμε επίσης να υποστηρίξουμε ότι το πρόσωπο που βρίσκεται στην άλλη πλευρά της συζήτησης θα πρέπει επίσης να έχει λόγο; Και τι γίνεται αν αυτό το άτομο δεν είναι στην πραγματικότητα νεκρό; Λίγα πράγματα εμποδίζουν τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν την τεχνολογία του πένθους για να δημιουργήσουν εικονικές εκδοχές ζωντανών ανθρώπων χωρίς τη συγκατάθεσή τους – για παράδειγμα, ενός πρώην. Οι εταιρείες που πωλούν υπηρεσίες που βασίζονται σε γραπτά παρελθοντικά μηνύματα γνωρίζουν αυτή την πιθανότητα και δηλώνουν ότι θα διαγράψουν τα δεδομένα ενός ατόμου αν το ζητήσει το ίδιο το άτομο. Αλλά οι εταιρείες δεν είναι υποχρεωμένες να κάνουν ελέγχους για να βεβαιωθούν ότι η τεχνολογία τους περιορίζεται σε άτομα που έχουν συναινέσει ή έχουν πεθάνει. Δεν υπάρχει κανένας νόμος που να εμποδίζει οποιονδήποτε να δημιουργεί άβαταρ άλλων ανθρώπων, και καλή σας τύχη να το εξηγήσετε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Φανταστείτε πώς θα νιώθατε αν μαθαίνατε ότι υπάρχει μια εικονική εκδοχή του εαυτού σας κάπου εκεί έξω, υπό τον έλεγχο κάποιου άλλου.
Αν τα ψηφιακά αντίγραφα γίνουν κυρίαρχη τάση, θα πρέπει αναπόφευκτα να υπάρξουν νέες διαδικασίες και κανόνες γύρω από τις κληρονομιές που αφήνουμε πίσω μας στο διαδίκτυο. Και αν έχουμε μάθει κάτι από την ιστορία της τεχνολογικής ανάπτυξης, αυτό είναι πως είναι προτιμότερο να αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα κακής χρήσης αυτών των αντιγράφων πριν, και όχι αφού υιοθετηθούν μαζικά. Θα συμβεί ποτέ αυτό, όμως; Το You, Only Virtual χρησιμοποιεί το σλόγκαν «Never Have to Say Goodbye», αλλά δεν είναι πραγματικά σαφές πόσοι άνθρωποι θέλουν ή είναι έτοιμοι για έναν τέτοιο κόσμο. Ο θρήνος είναι, για τους περισσότερους ανθρώπους, μία από τις λίγες πτυχές της ζωής που παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτες από τη σύγχρονη τεχνολογία.
Σε ένα πιο πεζό επίπεδο, το κόστος θα μπορούσε να αποτελέσει μειονέκτημα. Αν και ορισμένες από αυτές τις υπηρεσίες έχουν δωρεάν εκδόσεις, οι premium εκδοχές τους μπορούν εύκολα να φτάσουν τις εκατοντάδες, αν όχι τις χιλιάδες δολάρια. Η premium εκδοχή του HereAfter μάς επιτρέπει να καταγράψουμε όσες συνομιλίες θέλουμε με το πρόσωπο της επιλογής μας και κοστίζει 8,99 δολάρια τον μήνα. Αυτό μπορεί να ακούγεται φθηνότερο από την εφάπαξ πληρωμή 499 δολαρίων του StoryFile για πρόσβαση στο premium, απεριόριστο πακέτο υπηρεσιών του. Ωστόσο, με 108 δολάρια ετησίως, οι υπηρεσίες HereAfter θα μπορούσαν γρήγορα να αθροιστούν, αν κάνουμε μερικά ανατριχιαστικά μαθηματικά για το κόστος του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Παρόμοια είναι η κατάσταση και με το You, Only Virtual, το οποίο έχει προγραμματιστεί να κοστίζει κάπου μεταξύ 9,99 και 19,99 δολαρίων τον μήνα όταν ξεκινήσει.
Η δημιουργία ενός άβαταρ ή ενός chatbot κάποιου απαιτεί επίσης χρόνο και προσπάθεια, και δεν είναι λίγη η ενέργεια και η διάθεση που απαιτείται για να ξεκινήσουμε. Αυτό ισχύει τόσο για τον χρήστη όσο και για το υποκείμενο, το οποίο μπορεί να βρίσκεται κοντά στον θάνατο και του οποίου μπορεί να απαιτείται ενεργή συμμετοχή.
Βασικά, στους ανθρώπους δεν αρέσει να καταπιάνονται με το γεγονός ότι πρόκειται να πεθάνουν, λέει ο Μάριους Ουρσάτσε, ο οποίος ίδρυσε μια εταιρεία με την ονομασία Eternime το 2014. Η ιδέα του ήταν να δημιουργήσει ένα είδος Tamagotchi, το οποίο οι άνθρωποι θα μπορούσαν να εκπαιδεύσουν όσο ήταν ζωντανοί για να διατηρήσουν μια ψηφιακή εκδοχή του εαυτού τους. Έλαβε ένα τεράστιο κύμα ενδιαφέροντος από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, αλλά λίγοι προχώρησαν στην υιοθέτησή του. Η εταιρεία έκλεισε το 2018, αφού δεν κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετούς χρήστες. «Η σκέψη του θανάτου είναι κάτι που μπορείτε να αναβάλετε για την επόμενη εβδομάδα, τον επόμενο μήνα, το επόμενο έτος», λέει. «Οι άνθρωποι υποθέτουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι το κλειδί για να βγούμε από το αδιέξοδο. Αλλά στην πραγματικότητα είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά».
Η Κουίντα συμφωνεί: «Οι άνθρωποι φοβούνται υπερβολικά τον θάνατο. Δεν θέλουν να μιλήσουν γι’ αυτόν ή να τον αγγίξουν. Όταν παίρνεις ένα ραβδί και αρχίζεις να τους σκουντάς με αυτό, φρικάρουν. Προτιμούν να προσποιούνται ότι δεν υπάρχει». Ο Ουρσάτσε δοκίμασε μια χαμηλής τεχνολογίας προσέγγιση στους δικούς του γονείς, δίνοντάς τους ένα σημειωματάριο και μερικά στιλό στα γενέθλιά του, ζητώντας τους να γράψουν τις αναμνήσεις και τις ιστορίες της ζωής τους. Η μητέρα του έγραψε δύο σελίδες, αλλά ο πατέρας του είπε ότι ήταν πολύ απασχολημένος. Στο τέλος, ρώτησε αν θα μπορούσε να ηχογραφήσει κάποιες συνομιλίες μαζί τους, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να το κάνουν. «Ο πατέρας μου πέθανε πέρυσι και δεν έκανα ποτέ αυτές τις ηχογραφήσεις και τώρα νιώθω σαν ηλίθιος», λέει.
Προσωπικά, έχω ανάμεικτα συναισθήματα για το πείραμά μου. Χαίρομαι που έχω αυτές τις εικονικές, ηχητικές εκδοχές της μαμάς και του μπαμπά μου, ακόμη και αν είναι ατελείς. Μου έδωσαν τη δυνατότητα να μάθω νέα πράγματα για τους γονείς μου και είναι παρήγορο να σκέφτομαι ότι αυτά τα bots θα είναι εκεί ακόμα και όταν εκείνοι δεν θα είναι. Σκέφτομαι ήδη ποιους άλλους θα ήθελα να απαθανατίσω ψηφιακά – τον σύζυγό μου (που πιθανότατα πάλι θα μορφάσει αποδοκιμαστικά), την αδελφή μου, ίσως ακόμη και τους φίλους μου.
Από την άλλη πλευρά, όπως πολλοί άνθρωποι, δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα συμβεί όταν οι άνθρωποι που αγαπώ πεθάνουν. Είναι άβολο και πολλοί άνθρωποι τινάζονται αντανακλαστικά όταν αναφέρω το μακάβριο σχέδιό μου. Και δεν μπορώ παρά να βρίσκω λυπηρό το γεγονός ότι χρειάστηκε να πάρει ένας ξένος Zoom συνέντευξη από τους γονείς μου από μια άλλη ήπειρο, για να εκτιμήσω σωστά πόσο πολύπλευροι, πολύπλοκοι άνθρωποι είναι. Αισθάνομαι όμως τυχερή που είχα την ευκαιρία να το αντιληφθώ αυτό – και που έχω ακόμα την πολύτιμη ευκαιρία να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί τους και να μάθω περισσότερα γι’ αυτούς, πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς την παρεμβολή της τεχνολογίας.
Πηγή: kathimerini.gr
Κοινοποιήστε: