Η μελέτη βασίζεται στα δεδομένα για τα τιμολόγια των τριών μεγαλύτερων προμηθευτών κατά τον Ιανουάριο, πρώτο μήνα εφαρμογής του συστήματος
Οι καταναλωτές επιλέγοντας το φθηνότερο τιμολόγιο από τα διαθέσιμα στην αγορά μπορούν να εξοικονομήσουν πάνω από το 20% της δαπάνης για ηλεκτρική ενέργεια, ή περισσότερα από 120 ευρώ ετησίως.
Αυτό προκύπτει από την ανάλυση για το νέο περιβάλλον τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας, που εφαρμόζεται από τον Ιανουάριο, με παρέμβαση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, την οποία διεξήγαγε ο οίκος VaasaETT και ο αναλυτής Ιωάννης Κορράς.
Σημειώνεται ότι η VaasaETT από κοινού με τις ρυθμιστικές αρχές ενέργειας της Αυστρίας (Energie-Control) και της Ουγγαρίας (MEKH), καταρτίζει σε μηνιαία βάση τον ευρωπαϊκό δείκτη τιμών ενέργειας HEPI (Household Energy Price Index).
Σύμφωνα με την ανάλυση, αν και το ενδιαφέρον των καταναλωτών επικεντρώνεται στην επιλογή του κατάλληλου «χρώματος» τιμολογίου (πράσινο: ειδικό τιμολόγιο με προανακοίνωση της τιμής, κίτρινο: κυμαινόμενο, μπλε: σταθερό), ωστόσο, η ανάλυση αναδεικνύει ότι σημαντική εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί και με την επιλογή της καταλληλότερης προσφοράς ακόμα και από την ίδια κατηγορία τιμολογίων.
Η ανάλυση βασίζεται στα δεδομένα για τα τιμολόγια των τριών μεγαλύτερων προμηθευτών κατά τον Ιανουάριο, πρώτο μήνα εφαρμογής του συστήματος και τα μοντέλα πρόβλεψης τιμών χονδρικής της VaasaETT.
Τα βασικά συμπεράσματα είναι:
-Τον Ιανουάριο τα κίτρινα τιμολόγια παρουσίασαν τη φθηνότερη τιμή, στα 22 λεπτά Euro/kWh (τελική τιμή με φόρους). Επιλέγοντας το συγκεκριμένο προϊόν σε σύγκριση με το φθηνότερο διαθέσιμο πράσινο τιμολόγιο, ένας καταναλωτής εξοικονόμησε 2,5 ευρώ για τον πρώτο μήνα, ενώ το αντίστοιχο ποσό ανήλθε στα 8,3 Euro κατά τη σύγκριση με το φθηνότερο μπλε τιμολόγιο.
-Σημαντικές διαφοροποιήσεις παρατηρούνται μεταξύ των τιμολογίων της ίδιας κατηγορίας: Ένας καταναλωτής θα κληθεί να πληρώσει 9 ευρώ λιγότερα για τον μήνα Ιανουάριο, έχοντας επιλέξει το φθηνότερο κίτρινο τιμολόγιο σε σχέση με την ακριβότερη διαθέσιμη επιλογή μεταξύ των κίτρινων τιμολογίων.
-Τα πράσινα τιμολόγια παρουσίασαν το μικρότερο εύρος τιμών. Ενδεικτικά, τον Ιανουάριο η διαφορά στη τελική τιμή μεταξύ του φθηνότερου και του ακριβότερου πράσινου τιμολογίου που προσέφεραν οι 3 μεγαλύτεροι προμηθευτές, ήταν μόλις 1 ευρώ.
-Τα τιμολόγια σταθερής τιμής (μπλε) βρίσκονται επί του παρόντος στο άνω άκρο των προσφερόμενων τιμών, με τη φθηνότερη μπλε επιλογή να αγγίζει σχεδόν τα επίπεδα των ακριβότερων κίτρινων τιμολογίων για τον μήνα Ιανουάριο. Παρόλα αυτά, προσφέρουν σταθερότητα τιμών και προβλεψιμότητα, ενώ προστατεύουν τους καταναλωτές σε περιπτώσεις ξαφνικής ανόδου των τιμών στη χονδρική αγορά.
-Η πρόβλεψη των τιμών χονδρικής παρουσιάζει αυξητική τάση κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους και οδηγεί σε αξιοσημείωτες διαφορές, με το κίτρινο τιμολόγιο να αναδεικνύεται και πάλι ως η πιο φθηνή επιλογή. Αντίθετα, η ανάλυση δείχνει ότι οι καταναλωτές που επέλεξαν ένα σταθερό μπλε τιμολόγιο τον Ιανουάριο θα πληρώσουν περισσότερα ετησίως σε σύγκριση με τις άλλες εναλλακτικές, υποθέτοντας ότι δε θα υπάρξει απρόσμενη άνοδος στις τιμές χονδρικής.
-Η επιλογή του φθηνότερου κίτρινου τιμολογίου καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, σε σύγκριση με το φθηνότερο πράσινο, συνεπάγεται εξοικονόμηση της τάξεως των 14 ευρώ. Επιπλέον, αν συγκριθεί με την πιο ακριβή κίτρινη επιλογή, η ετήσια εξοικονόμηση υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 120 ευρώ, ποσό που αποτελεί το 20% του συνολικού λογαριασμού. Το γεγονός αυτό τονίζει το ευρύ φάσμα μεταξύ τιμών των κίτρινων τιμολογίων και αναδεικνύει περαιτέρω τις σημαντικές δυνατότητες εξοικονόμησης για τους καταναλωτές μέσω της τακτικής σύγκρισης τιμών.
Κοινοποιήστε: