«…Εκατό χιλιάδες χρόνια μετά την δεύτερη καταστροφή του κόσμου από τη φωτιά, τριακόσια χρόνια πριν από τον κατακλυσμό, ο Οίκος του Φωτός έδωσε εντολή στον Νοχ να κατασκευάσει μια ξύλινη κιβωτό, «καβίλα», γιατί ο κόσμος θα καταστραφεί με το νερό.
Όταν, λοιπόν, ο Χίβελ Ζίβα είπε στον Νοχ ότι ο κόσμος θα αφανιστεί κάτω από τα νερά, εκείνος έκοψε ξυλεία και έφερε σανταλόξυλα από τα όρη του Χαράν κι έκτισε την κιβωτό του. Η κιβωτός ονομάζεται στη μανδαϊκή γλώσσα «καβίλα» ή «ανάνα». Ήταν τετράγωνη, είχε μήκος τριάντα μπράτσα (gama), πλάτος τριάντα μπράτσα και ύψος τριάντα μπράτσα.»
Όταν τελείωσε τη κατασκευή, περίπου τριακόσια χρόνια πριν από τον κατακλυσμό ζήτησε από τον Χίβελ Ζίβα να του δώσει ένα σημάδι για να ξέρει πότε άρχιζε ο κατακλυσμός. Εκείνος του μήνυσε πως όταν ένα πράσινος βλαστός καλαμιού φανεί μέσα στον φούρνο, τότε θα είναι ο καιρός.
»Πέρασαν τριακόσια χρόνια και μια μέρα η Ανχάρ, η νύφη του Νοχ, η γυναίκα δηλαδή του γιου του Σαμ, καθώς έβαζε αναμμένες καλαμιές μέσα στο ταντούρι (τον κάθετο φούρνο) για να τον πυρώσει και να βάλει μέσα τις πίτες να ψηθούν, είδε μέσα στις φλόγες ένα πράσινο βλαστάρι. Το έκοψε και το πήγε στον Νοχ, τον πατέρα του άνδρα της. Εκείνος όταν το είδε και του είπαν που βρέθηκε, θυμήθηκε και η ψυχή του αναταράχθηκε.
»Ευθύς συγκέντρωσε από όλα τα ζώα ένα ζευγάρι και τα έβαλε μέσα στην καβίλα (κιβωτό) από ένα άνοιγμα που είχε φτιάξει στο πάνω μέρος. Μάζεψε ακόμα αγρίμια όπως είναι τα λιοντάρια, τα καπλάνια, οι λαγοί και τα ζαρκάδια, και μαζί με τη νύφη του μπήκαν όλοι μέσα στην κιβωτό και σφράγισαν το άνοιγμα. Δεν βρήκαν όμως τον Σαμ που είχε μακρύνει μέσα στις ερημιές και βοσκούσε τα κοπάδια τους και έτσι τον άφησαν έξω. Οι ουρανοί σκοτείνιασαν, άστραψε, βρόντηξε και άρχισε να πέφτει η βροχή. Έβρεχε ασταμάτητα για σαράντα δύο μερόνυκτα, τα νερά κατέβαιναν από τα Ουράνια και τα νερά της γης ανέβαιναν στα ύψη. Ο Σαμ για να αποφύγει τη πλημμύρα τράβηξε τα κοπάδια και τα ανέβαζε στα βουνά. Τα νερά φούσκωναν όμως και τελικά έπνιξαν τα πρόβατα, όπως έπνιξαν και όλα τα άλλα πλάσματα της γης. Εκεί όμως στα ψηλά ο Σαμ είδε τη κιβωτό να πλέει, σκαρφάλωσε, κολύμπησε, αγωνίστηκε και τελικά την έφτασε και πιάστηκε πάνω της. Τη βρήκε όμως στεγανά κλειστή και αναγκάστηκε να ανέβει να καθίσει πάνω στη στέγη της, εκεί βρήκε καταφύγιο και έμεινε κάτω από τη βροχή.
»Για έντεκα μήνες η κιβωτός- καβίλα έπλεε και τα νερά τη πήγαιναν άλλοτε δεξιά και άλλοτε αριστερά, και δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά η απεραντοσύνη των νερών με τη κιβωτό να πλέει πάνω της. Και πάνω στην κιβωτό ήταν ο Σαμ που τον προστάτευε ο Χίβελ Ζίβα, και του έφερνε τις κανονικές ώρες τροφή και εκείνος έτρωγε. Και πάντοτε πριν φαει έπλενε τα χέρια του και έκανε τα πρέποντα, όλα εκείνα δηλαδή που οφείλει να κάνει ένας ιερέας (tarmida) κάθε ημέρα. Τα νερά σκέπασαν τα βουνά και οι χώρες με τις πόλεις και τις εξοχές, με τους ανθρώπους και τα ζώα, όλα αφανίστηκαν, ενώ ο άνεμος έσπρωχνε την κιβωτό. Τελικά η καβίλα έφτασε πάνω από τα μέρη της Αιγύπτου και σταμάτησε τη περιπλάνησή της.
»Ο Νοχ που ένιωσε πως κάτι άλλαξε και πως τα νερά πρέπει να άρχισαν να χαμηλώνουν, άνοιξε ένα παράθυρο και έβγαλε το κοράκι, λέγοντάς του «Τράβα, πέτα τριγύρω και φέρε μου νέα απ’ τον κόσμο». Το κοράκι πέταξε, αλλά βλέποντας ένα πτώμα να επιπλέει στο νερό, ξέχασε τα λόγια του Νοχ κι άρχισε να το τρώει. Περίμενε ο Νοχ, αλλά βλέποντας πως το κοράκι δεν επέστρεφε, απελευθέρωσε μια περιστερά (γιάουνα). Εκείνη πέταξε, είδε το κοράκι να τρώει το mώμα κι ένα δέντρο ελιάς να εξέχει απ’ τα νερά. Πήρε ένα κλαδί στο ράμφος της κι επέστρεψε στον Νοχ. Εκείνος πήρε το κλαδί, τη φίλησε και βγήκε απ’ την κιβωτό μαζί με τη νύφη του. Τότε είδαν τον Σαμ να κάθεται στην οροφή της κιβωτού.
»’Κατέβα!’ του φώναξε ο Νοχ ‘Είμαι ο πατέρας σου κι εδώ είναι η γυναίκα σου!’. Ο Σαμ κατέβηκε, αγκάλιασε τη σύζυγό του και τον πατέρα του κι ευχαρίστησε τον Οίκο της Ζωής για την ασφάλεια και την υγεία που τους παρείχε. Κατόπιν έφτιαξε μια καλύβα από πηλό για να ζήσει, ενώ ο Νοχ προχώρησε για να ευφρανθεί επί της γης, να περπατήσει και να συνέλθει. Τότε ήλθε η Ρουχά, είδε τον Νοχ και πήρε τη μορφή της συζύγου του. Τον χαιρέτησε λέγοντας: ‘Είμαι η Ανχουραίτα, η σύζυγός σου!’ Την πήρε, τη γονιμοποίησε κι εκείνη του ‘δωσε τρεις γιους, τονΧαμ, τον Γιαμ, και τον Γιαφέτ. Αυτοί ήταν οι πατέρες της ανθρώπινης φυλής. Ο Χαμ έγινε πατέρας των μαύρων, των αμπίντ ή σκλάβων. Ο Γιαμ έγινε πατέρας των λευκών εθνών, του Αβραάμ και των lουδαίων και ο Γιαφέτ των περιπλανώμενων αθίγγανων (Καουλιγιάχ). ‘Ομως, ο Σαμ και η σύζυγός του Ανχάρ είναι οι προγεννήτορες των Μαντάι (Μανδαίων). ‘Εξι χιλιόδες χρόνια αργότερα οι πλανήτες, που είναι παιδιά της Ρούχα και του Ουρ, έκτισαν τον Ιερό Οίκο, δηλαδή την Ουρ Σαλάμ (Ιερουσαλήμ). Η Κ’άμπα χτίστηκε από τον Αβραόμ. Στην Ιερουσαλήμ η Ρουχά έδωσε μερίδιο από το βασίλειό της στον Μουζά (Μωυσή) των Μπένι lσραήλ (Γιων του lσραήλ). Ο Μουζά ήταν ενάντιος στους Μαντάι και είχε διαφωνήσει μαζί τους στην Aίγυπτο. Ο Αρντβάν Μελκά των Μαντάι είχε ένα όραμα κι άκουσε μια φωνή να ‘ρχεται από τον Οίκο της Ζωής λέγοντας, ‘Σήκω, φύγε από τούτον τον τόπο για την υγεία και την ευημερία σου’. ‘Ετσι κι έκανε. Πήρε τους Μανδαίους κι έφυγαν από την Aίγυπτο. ‘Εφθασαν στη θάλασσα κι εκείνη κόπηκε στα δύο, ανοίγοντας δρόμο με υδάτινα βουνά στις δυο πλευρές του. Μ’ αυτόν τον τρόπο έφυγαν απ’ την Αίγυπτο. ‘Ομως, ο Φιρούκχ Μελκά, αδελφός του Αρντβάν Μελκά, παρέμεινε στην Αίγυπτο μαχόμενος με τους lουδαίους. Εκείνοι τον περικύκλωσαν, τον νίκησαν και τον εξανάγκασαν σε φυγή. Βλέποντας το δρόμο ανάμεσα στη θάλασσα ανοιχτό, πέρασε μαζί με τους ανθρώπους του. Στη μέση όμως της θάλασσας τα υδάτινα βουνά έκλεισαν από πάνω τους και όλοι πνίγηκαν.
»Ο Αρντβάν Μελκά με τους εξήντα χιλιάδες Μαντάι ταξίδεψαν, έως ότου έφθασαν στην Τ’ούρα ντ Μαντάι. Το βουνό άνοιξε, γιατί ήταν ψηλό, μεγάλο και αδιάβατο. Εκείνοι πέρασαν και βρέθηκαν πίσω του. Το βουνό έκλεισε και ο Χίβελ Ζίβα είπε στον Αρντβάν Μελκά: ‘Μείνε εδώ μαζί με τους Μανδαίους. Τα Δώδεκα (Σημεία του Ζωδιακού) και οι Eπτά (Πλάνήτες) δε θα σας κυβερνούν πια’. Ο Μουζά τους καταδίωξε, αλλά σαν έφθασε στο Τούρα ντ Μαντάι, δεν μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο και τράβηξε για την Ουρ Σαλάμ.
»Εκεί (στην Ουρ Σαλάμ) ζούσαν οι lουδαίοι, έως ότου γεννήθηκε ανάμεσά τους ο Γιαχία (Ιωάννης ο Bαπτιστής) από την lνοσβέι. Ο Ζακχαρία και η lνοσβέι ήταν και οι δύο γέροντες, αλλά η lνοσβέι ήπιε νερό κι έμεινε έγκυος. ‘Ενας από τους lουδαίους ονειρεύθηκε ότι ο Ζακχαρία θα γινόταν πατέρας και ότι ο γιος του θα γινόταν προφήτης κι έτσι τον περίμεναν για να τον σκοτώσουν…».
Αυτό είναι ένα μέρος του κοσμογονικού μύθου των Μανδαίων, ο οποίος είναι διαφορετικός σε αρκετά σημεία από εκείνον της εβραϊκής παράδοσης. Μαζί με το μύθο της Δημιουργίας του Ανθρώπου από τη Ρουχά και τον Πταχίλ συνθέτουν τον κεντρικό κορμό της μόνης ζωντανής γνωστική ς θρησκείας, με 30.000 περίπου αφοσιωμένους πιστούς στο βόρειο Ιράκ και το βορειοδυτικό Ιράν και άλλους 30.000 διασκορπισμένους σε άλλες χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Συχνά ονομάζονται Χριστιανοί του Αγίου Ιωάννη (Βαπτιστή), ο οποίος θεωρείται πολύ ιερό πρόσωπο αλλά όχι αναπόσπαστο κομμάτι της θεολογίας τους. Το όνομά τους προέρχεται από την αραμαϊκή λέξη μάντα που σημαίνει γνώση. Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής είναι κεντρικό πρόσωπο των διδασκαλιών, αντιπροσωπευτικό της μανδαϊκής πίστης. Ο Ιησούς είναι επίσης κεντρικό πρόσωπο, αλλά παίζει έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο απ’ ό, τι στο Χριστιανισμό και το Μωαμεθανισμό.
Το κεντρικό θρησκευτικό βιβλίο των Μανδαίων είναι η Γκινζά, «ο Θησαυρός», που περιέχει μυθολογικές, θεολογικές και ηθικές αφηγήσεις, καθώς και ύμνους που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία των νεκρών. Υπάρχουν πολλά άλλα, λιγότέρο κεντρικά έργα, γραμμένα κυρίως στην ανατολική Αραμαϊκή ή Μανδαϊκά, όπως ονομάζονται Το περιεχόμενό τους ποικίλει και πολλά έχουν μαγικά κείμενα και εξορκισμούς. Η συλλογή των βιβλίων ξεκίνησε τηνεποχή του Ισλάμ και σύντομα οι Μανδαίοιταίριαξαν με την κορανική άποψη για τους Σαβαίους, τους «βαπτιστές». Το Βάπτισμα είναι κεντρικό θέμα της λατρείας των Μανδαίων, ενώ το μανδαϊκό ιερό, το Μάντι, είναι ένας πολύ απλός και μικρός οίκος με επικλινή οροφή. Εμπρός του βρίσκεται μια μικρή δεξαμενή, η οποία συνδέεται με το γειτονικό ποτάμι. Το εκάστοτε ποτάμι ονομάζεται «Ιορδάνης» και χρησιμοποιείται για το βάπτισμα. Η όλη περιοχή περιβάλλεται από έναν υψηλό φράκτη ή τοίχο και το βάπτισμα τελείται Κυριακές, ενώ κάθε πιστός βαπτίζεται αρκετές φορές κάθε χρόνο. Το μανδαϊκό βάπτισμα μπορεί να συγκριθεί με τη χριστιανική κοινωνία και την ισλαμική προσευχή, σαλμπτ.
Άλλο κεντρικό τυπικό της μανδαϊκής θρησκείας είναι η λειτουργία των νεκρών, με απ αγγελίες στίχων από το Γκίνζα. Η ψυχή απελευθερώνεται από το σώμα την τρίτη ημέρα από τη στιγμή του θανάτου, ενώστην όλη διαδικασία παίζουν κεντρικό ρόλο τα γεύματα. Οι παραδοσιακοί μανδαϊκοί τάφοι δε στολίζονται, καθώς το μόνο που φέρουν είναι το σκοτεινό σώμα. Ωστόσο, σε μεταγενέστερες εποχές αυτά τα έθιμα προσαρμόστηκαν σε μωαμεθανικά έθιμα. Τα ήθη των Μανδαίων δεν είναι όλα πολύ διαφορετικά από εκείνα των lουδαίων και οι νόμοι τους εφαρμόζονται από όλους, άνδρες ή γυναίκες, αρχηγούς ή μη. Τα σημαντικότερα αφορούν στη μονογαμία, τους διαιτητικούς κανόνες και την ελεημοσύνη.
Σύμφωνα με τους Μανδαίους ο κόσμος είναι αποτέλεσμα δύο δυνάμεων, του κόσμου του φωτός, που βρίσκεται στο βορρά, και του κόσμου του σκότους, που βρίσκεται στο νότο. Και για τους δύο κόσμους υπάρχουν κυβερνήτες, ενώ γύρω από τουςκυβερνήτες απλώνονται μικρότεροι θεοί, οι βασιλείς. Οι δύο δυνάμεις αντιμάχονται μεταξύ τους και εξαιτίας της διαμάχης τους δημιουργήθηκε ο κόσμος, δίχως τη συναίνεση του κυβερνήτη του φωτός. Ο άνθρωπος, σύμφωνα με τα πιστεύω τους, δημιουργήθηκε από τις δυνάμεις του σκότους. Ωστόσο, μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας «κρυμμένος Αδάμ», η ψυχή, που προέρχεται από τον κόσμο του φωτός.
Η στιγμή του θανάτου είναι η μέρα της απελευθέρωσης. Η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα και ξεκινά ένα επικίνδυνο ταξίδι στα βασίλεια του φωτός. Μόνον οι Μανδαίοι και οι αναμάρτητοι καταφέρνουν να φέρουν σε πέρας τούτο το ταξίδι. ‘Ολοι οι άλλοι καταλήγουν στην κόλαση. Μια κόλαση, όμως, που δεν είναι αιώνια, καθώς στο τέλος του κόσμου θα έλθει η κρίση και όλοι θα υψωθούν στα βασίλεια του φωτός.
Τα Ιστορικά Στοιχεία
Η προέλευση της μανδαϊκής θρησκείας είναι δύσκολο να ανιχνευθεί, καθώς είναι πολλά τα στοιχεία που λείπουν. Το πιθανότερο είναι πως οι Μανδαίοι ανήκουν σε μια προ-χριστιανική εποχή, αν και αρκετοί ιστορικοί τοποθετούν την προέλευσή τους στον 1ο ή 2ο μ.Χ. αιώνα. Υφίσταται, επίσης, η εκδοχή ότι ιδρυτής της σέκτας είναι ο ίδιος ο Ιωάννης ο Bαπτιστής, ή ότι είναι συνέχεια της σέκτας στην οποία ανήκε ο Ιωάννης, δηλαδή των Εσσαίων. Στοιχεία της γλώσσας τους, ωστόσο, υποδεικνύουν ιουδαϊκή προέλευση. ‘Ενα από τα κείμενα των Μανδαίων μιλά για τη φυγή των «Ναζαρηνών» ή «Ναζωραίων» από τις περιοχές του Ιορδάνη, κατά την εποχή των ιουδαϊκών πολέμων και της καταστροφής της Ιερουσαλήμ, περίπου το 70 μ.Χ. Οι Μανδαίοι φαίνεται πως κατείχαν ισχυρή θέση στη Βαβυλώνα, αλλά την έχασαν με την εμφάνιση των Σασσανιδών, το έτος 226 μ.Χ. Στην εποχή του Μάνη υπήρξαν πολλές επαφές ανάμεσα σε αυτόν και τους Μανδαίους, άλλοτε φιλικές και άλλοτε εχθρικές, Με την άφιξη του Ισλάμ στο Ιράκ, το 636 μ.Χ, οι Μανδαίοι θεωρήθηκαν ως ο τρίτος «λαός της βίβλου», οι μυστηριώδεις Σαβαίοι του Κορανίου. Ώμως, οι σχέσεις των Μανδαίων με το Ισλάμ δεν ήταν οι καλύτερες, καθώς ο Μωάμεθ επονομάζεται στα κείμενά τους «δαίμων Μπιζμπάτ». Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να μετακινηθούν στις βαλτώδεις περιοχές του βόρειου Ιράκ, όπου παρέμειναν επί μακρό χρονικό διάστημα.
Μόλις τον περασμένο αιώνα άρχισαν να επιστρέφουν στις πόλεις, ιδιαίτερα τη Νασιρίγια, τη Βαγδάτη και την Μπάσρα, όπου πολλοί εργάζονταν ως την αμερικανική επέμβαση ως αργυροχρυσοχόοι, σιδηρουργοί και ναυπηγοί. Μανδαίοι, επίσης, βρίσκονται σε μικρότερες πόλεις ανάμεσα στη Βαγδάτη και την Μπάσρα, καθώς και σε πόλεις του νοτιοδυτικού Ιράν, όπως η Αχβάζ και η Σουστάρ.
Σήμερα η μανδαϊκή θεολογία απειλείται σοβαρά, καθώς είναι δύσκολη η στρατολόγηση νέων ιερέων και πολλές θέσεις μένουν κενές, Οι Μανδαίοι έχουν συνήθως υψηλή εκπαίδευση, αλλά γνωρίζουν λίγα για την παλιά γλώσσα και τις γραφές, ενώ σπάνια παρακολουθούν τελετουργίες, κυρίως γάμους, Ωστόσο, είναι υπερήφανοι για την κληρονομιά τους και συχνά ισχυρίζονται πως ανήκουν σε μια θρησκεία παλαιότερη από τον Ιουδαϊσμό, το Χριστιανισμό και το Ισλάμ.
Βασικές Πίστεις των Μανδαίων
Οι Μανδαίοι πιστεύουν σε ένα Θεό, τον οποίο αποκαλούν «Χαγί», δηλαδή «Ζωντανό» ή ‘Ζωή», εξ ου και ο Οίκος της Ζωής που αναφέρεται συχνά στα ιερά τους κείμενα. Το Βάπτισμα αντιπροσωπεύει την κατεξοχήν τελετουργική επικοινωνία τους μετο Θείο, μέσω του ζώντος ύδατος, μιας ιδέας που απαντάται μαζί με την άποψη περί του ενδύματος της ψυχής στην ερμητική και αλχημική παράδοση. Το ζων ύδωρ είναι εκείνο που μπορεί να καθαρίσει τον πιστό μετά τη σεξουαλική επαφή, τη γυναίκα μετά την έμμηνο ρύση, εκείνον που άγγιξε κάποιο πτώμα. Επίσης, πιστεύουν στη μεταθανάτια ζωή, στην οποία υπάρχει η ιδέα της ανταμοιβής ή της τιμωρίας. Ο αμαρτωλός τιμωρείται στην αλ-Ματαράθι και κατόπιν εισέρχεται στον Παράδεισο. Η ιδέα της αιώνιας τιμωρίας εκλείπει παντελώς, γιατί ο Θεός θεωρείται φιλεύσπλαχνος και ελεήμων.
Η μανδαϊκή θρησκεία είναι ηλιακή λατρεία και τούτο φαίνεται από την καθιέρωση της Κυριακής, μιας κατεξοχήν ηλιακής ημέρας, ως ημέρας λατρείας και τέλεσης των τελετουργιών του γάμου και του βαπτίσματος. Ο ήλιος, η σελήνη, τα αστέρια και οι πλανήτες είναι πολύ σημαντικά γιατην τελετουργική και καθημερινή ζωή. Για αυτό οι Μανδαίοι μελέτησαν επί μακρόν την κίνηση των πλανητών και συνδύασαν τηγέννηση με τα αστρολογικά σημεία του Ζωδιακού. Πιστεύουν, επίσης, ότι αυτά τα σώματα επηρεάζουν τον καιρό, τη βροχή, τη γεωργία, τους ανέμους και τις παλίρροιεςκαι για αυτό πρέπει να μελετώνται, Ας σημειώσουμε εδώ ότι εξαιτίας του γεγονότος πως οι Μανδαίοι αντικρίζουν τον πολικό αστέρα κατά τη διάρκεια της προσευχής τους, θεωρήθηκαν αστρολάτρες, αν και κάτι τέτοιο είναι τουλάχιστον υπερβολικό, γιατί παρόλη την ενασχόληση τους οι πλανήτες και τα ουράνια σώματα δεν είναι στοιχεία τα οποία αποφεύγουν να επικαλούνται οι Μανδαίοι στην τελετουργική τους πρακτική.
Ο ασκητισμός, η αυταπάρνηση και η απλότητα είναι στοιχεία απαραίτητα για την ορθή θρησκευτική πρακτική ανάμεσα στους Μανδαίους, Η πώληση της τροφής είναι ανεπιθύμητη, καθώς προορίζεται για εκείνους που την έχουν ανάγκη. Το στόλισμα των τάφων και η επίσκεψη σε νεκροταφεία είναι επίσης απαγορευμένη, καθώς εκεί ενοικεί η σκιά, δηλαδή το σώμα. ‘Ενα σώμα το οποίο, ωστόσο, κατά τη διάρκεια της ζωής του χρειάζεται να παραμένει ακέραιο. Κανένα τμήμα του δεν πρέπει να αποκόβεται και σε τούτη την απαγόρευση περιλαμβάνεται και η περιτομή. Ιερή θεωρείται η χειραψία και λέγεται πως ήταν οι πρώτοι που καθιέρωσαν αυτόν τον τρόπο χαιρετισμού και συμφωνίας, ως σύμβολο σεβασμού και τιμής. Ονομάζουν τη χειραψία «αϊντίντ γκίστα» ή χέρι της τιμής. Συμφωνία που επισφραγίστηκε με χειραψία, δεν επιτρέπεται να αθετηθεί με κανένα τρόπο.
Ο Μανδαίοι τρέφουν μεγάλο σεβασμό για τα ποτάμια και προσπαθούν να ζουν δίπλα τους. Το μεγαλύτερο αμάρτημα που περιγράφεται στα Ιερά Βιβλία τους είναι η ούρηση σε κάποιο ποτάμι. Ωστόσο, εντέλλεται η εναπόθεση της τροφής που απομένει από μία τελετουργία, για να φάνε από αυτήν τα ψάρια του ποταμού. Εκτός από τα ποτάμια υπάρχουν και άλλοι ιεροί τόποι για προσκύνημα. Τέτοιοι θεωρούνται το Αϊν Σαμς στην Αίγυπτο, ο Οίκος του Χαγί στη Μέκα, ο Οίκος του Βράχου στην Ιερουσαλήμ, το τζαμί Ουμαγιάντ στη Δαμασκό, ο ναός του Χαράν κ.ο.κ. Αυτοί οι ιεροί τόποι θεωρούνται πως χτίστηκαν αρχικά από τους Μανδαίους, αλλά αργότερα τους απαγορεύτηκε να τους χρησιμοποιούν ως τόπους προσκυνήματος. Στη μανδαϊκή θρησκεία το ανθρώπινο πνεύμα έχει δύο επίπεδα, το ανώτερο και θείο (νασίμτα) , που έρχεται από το Θεό, και το κατώτερο (ρουχά). Το κατώτερο συνδέεται με τη ζωή και τις επιθυμίες, Για αυτό θεωρείται ως το πνεύμα που εισάγει την έννοια του κακού. Το ανώτερο ενσωματώνει όλες τις θεϊκές επιδράσεις. Καθώς οι δύο δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν τα πνεύματα αντιμάχονται, έχει ιδιαίτερη σημασία για τον πιστό να ενδυναμώνει το ανώτερο πνεύμα μέσω των πνευματικών ασκήσεων και την αποχή από το κακό. Εκείνοι που κατορθώνουν να εξυψωθούν στην τάξη των πνευματικά εξελιγμένων ονομάζονται αλ νασουράι. Αρκετοί Μανδαίοι θεωρούν πως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και πιθανώς ο Ιησούς ανήκαν σε αυτή την υψηλή τάξη. Η ουσία της μανδαϊκής θρησκείας θα μπορούσαμε να πούμε πως βρίσκεται στην αντίληψη για την κάθοδο της ψυχής μέσα στην ύλη. Αντί για άλλα λόγια, θα παραθέσουμε από την Γκινζά, την Ψυχή μέσα στο ‘Εγχρωμο ‘Ενδυμά της:
Η Ψυχή, η ψυχή μιλά:
Ποιος μ’ έριξε στο Τίμπιλ. τη γη.
Ποιος μ’ έριξε στο Τίμπιλ, τη γη,
Ποιος με αλυσσόδεσε στον τοίχο;
Ποιος μ’ έριξε στη μηχανή του μαρτυρίου,
Που αντιστέκεται στην ολοκλήρωσητου κόσμου;
Ποιος με τύλιξε με αλυσίδες αμέτρητες;
Ποιος μ’ έντυσε με το ένδυμα όλων των Χρωμάτων;
Κοινοποιήστε: