Η Μακεδονία, όπως είναι γνωστό, άργησε να λάβει μέρος στα ιστορικά πράγματα της Νότιας Ελλάδας. Η δυναμική της παρουσία στον ιστορικό κύκλο των νότιων Ελλήνων άλλαξε την πορεία της Ιστορίας και διάνοιξε στον Ελληνισμό απέραντους ορίζοντες δραστηριότητας. Οι νέες συνθήκες που δημιούργησαν οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου έδωσαν στον ελληνικό πολιτισμό τις διαστάσεις της οικουμενικότητας. Μέσα στον απέραντο ελληνιστικό κόσμο τα πνευματικά επιτεύγματα των Ελλήνων, αποτέλεσμα πολλών αιώνων και καρπός μακροχρόνιων κοινωνικών διεργασιών, έγιναν κτήμα όλων των ανθρώπων. Η ελληνική παιδεία έγινε στο εξής ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου της ελληνιστικής εποχής. Όλος αυτός ο κόσμος ζει και τρέφεται πνευματικά και πολιτιστικά με τα προϊόντα που παράγονται σε μερικά ονομαστά κέντρα παιδείας και πολιτισμού.
Η ελληνιστική εποχή κληρονόμησε βέβαια τις παλαιές εστίες παιδείας της κλασσικής εποχής των Ελλήνων πλάι σ’ αυτές δημιουργήθηκαν τώρα νέα δυναμικά κέντρα καλλιέργειας των Γραμμάτων, χωρίς όμως να υποβαθμισθεί ή να ανασταλεί η δύναμη και η λειτουργία των παλαιών. Η πολιτιστική δραστηριότητα των Ελλήνων κατά την εποχή αυτή αναπτύσσεται δυναμικά κυρίως σ’ ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και τις (ελληνικές) χώρες που την περιβάλλουν. Εκτός όμως από τα μεγάλα γνωστά κέντρα των Γραμμάτων σ’ όλες σχεδόν τις πόλεις μικρότερες ή μεγαλύτερες, λειτουργούν μικρά ή μεγάλα σχολεία, τα οποία σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα υπερβαίνουν το επίπεδο της σημερινής μέσης παιδείας.
Στη Μακεδονία δεν αναπτύχθηκαν νέα μεγάλα παιδευτικά κέντρα κατά την ελληνιστική εποχή, που ήταν παλαιά εστία έντονης καλλιτεχνικής και γενικότερα πολιτιστικής δραστηριότητας, εκτός βέβαια από την πρωτεύουσα της την Πέλλα, που όπως σ’ όλον τον ελληνιστικό κόσμο υπήρχαν και εδώ τα συνήθη σχολεία των ελληνιστικών πόλεων. Έχουμε ωστόσο μια αδιάσπαστη σειρά ανδρών λογίων, ιστορικών, γραμματικών, ποιητών, φιλοσόφων κ.λπ., που γεννήθηκαν στη Μακεδονία και έδρασαν είτε στις μακεδονικές πόλεις, με προεξάρχουσα ασφαλώς την πρωτεύουσα Πέλλα, είτε έζησαν και αναδείχτηκαν στα μεγάλα παιδευτικά κέντρα των ελληνιστικών κρατών.
Υπήρχε επιπλέον στη Μακεδονία μια μακρά παράδοση προστασίας των Γραμμάτων και φιλοξενίας μεγάλων ποιητών και διανοουμένων. Όπως είναι γνωστό, στην αυλή των Μακεδόνων βασιλέων πέθανε ο τραγικός Ευριπίδης. Ποιητές, μουσικοί, ζωγράφοι και γλύπτες διάσημοι δέχθηκαν την πρόσκληση των Μακεδόνων ηγεμόνων και επισκέφθηκαν τη Μακεδονία. Αυτή η παράδοση συνεχίστηκε και κατά την ελληνιστική περίοδο. Οι στενοί δεσμοί της μακεδονικής βασιλικής αυλής με την Ακαδημία και τον Περίπατο ήταν γνωστοί, αλλά και με τους Στωϊκούς ιδιαίτερα φιλοσόφους διατηρούσαν συχνές επαφές οι ηγεμόνες της Μακεδονίας κατά την ελληνιστική εποχή. Ιδιαίτερα επιβάλλεται να τονίσουμε το ενδιαφέρον του φιλοπρόοδου και φιλοσόφου βασιλιά, του Αντίγονου Γονατά. Ο ίδιος παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας κοντά στο Μενέδημο (στην Ερέτρια) και στο Ζήνωνα (στην Αθήνα), τον ιδρυτή της Στοάς· σ’ όλη τη ζωή του συναναστράφηκε με ανθρώπους των γραμμάτων, διανοητές γενικώς (φιλοσόφους, ποιητές, ιστορικούς και καλλιτέχνες). Οι προσωπικές του φιλοσοφικές προτιμήσεις ήταν μάλλον με τους Στωϊκούς.
Με τον Αντίγονο Γονατά η πρωτεύουσα της Μακεδονίας έγινε και πάλι (ουσιαστικά ποτέ δεν έπαψε να είναι) κέντρο Γραμμάτων και παιδείας ελληνικής : η ποίηση, η φιλοσοφία, η ιστορία και οι τέχνες έχουν συχνά τους εκπροσώπους τους στη μακεδονική αυλή. Μερικοί μελετητές μιλούν για τον «κύκλο του Αντιγόνου», δηλ. για μια πλειάδα ανδρών που με ευχαρίστηση δέχτηκαν την πρόσκληση του Μακεδόνα αυτού βασιλιά να επισκεφθούν την αυλή του και να του προσφέρουν τη συντροφιά και τη σοφία τους επί ίσοις όροις. Γιατί και αυτός βέβαια είχε εξαίρετη φιλοσοφική παιδεία και γενικότερη καλλιέργεια, ώστε κοντά του οι φιλόσοφοι και οι άλλοι διανοητές δεν έβρισκαν απλώς το φωτισμένο ηγεμόνα, αλλά απολάμβαναν το θαυμάσιο συζητητή και λάτρη των Γραμμάτων.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αντίγονου Γονατά επισκέφθηκαν την αυλή του, με πρόσκληση του βέβαια, διακεκριμένοι άνθρωποι των γραμμάτων, εκτός από τους εκπροσώπους της φιλοσοφίας, π.χ. ο Άρατος από τους Σόλους της Κιλικίας, ο συγγραφέας των Φαινομένων (που πέθανε μάλιστα στη Πέλλα), ο τραγικός ποιητής Αλέξανδρος ο Αιτωλός, ο Ρόδιος ποιητής Ανταγόρας, κ.α. Είναι χαρακτηριστικό ότι την Πέλλα, την πρωτεύουσα των Μακεδόνων βασιλέων, επισκέπτονται κυρίως εκπρόσωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, ή των ανθρωπιστικών επιστημών και των Καλών Τεχνών, όπως θα λέγαμε σήμερα, ενώ η Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων έγινε το κέντρο των επιστημών και των εκπροσώπων της (Φιλολογίας, Αστρονομίας, Γεωμετρίας, Γεωγραφίας κ.λπ.).
Αυτά τα δεδομένα λοιπόν, μας επιβάλλουν την ανάλογη μεθοδολογική προσέγγιση του θέματος. Η φιλοσοφική δραστηριότητα στην αρχαία Μακεδονία επομένως, πρέπει να ερευνηθεί προς δύο κατευθύνσεις: πρώτον να δούμε τους φιλοσόφους μακεδονικής καταγωγής, δηλ. όσους γεννήθηκαν στη Μακεδονία και είτε έζησαν και έδρασαν σ’ αυτήν είτε σε άλλες ελληνικές πόλεις και δεύτερον, να αναφέρουμε τους φιλοσόφους και διανοούμενους που επισκέφθηκαν τη Μακεδονία για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και έδρασαν σ’ αυτήν καθ’ οποιοδήποτε τρόπο. Έτσι θα σχηματίσουμε πληρέστερη εικόνα για την καλλιέργεια της Φιλοσοφίας στη Μακεδονία, την υποδομή που βρήκαν οι φιλόσοφοι και άλλοι διανοητές, την ανταπόκριση που συνάντησαν οι φιλοσοφικές ιδέες από τους Μακεδόνες Έλληνες. Το ίδιο θα κάναμε ασφαλώς, αν μιλούσαμε για την Αθήνα, δηλ. θα αναφέραμε και τους φιλοσόφους ή άλλους στοχαστές, που γεννήθηκαν στην Αθήνα (ή στην Αττική), και ασφαλώς και όλους όσοι επισκέφθηκαν ή έζησαν ή ανέπτυξαν οποιαδήποτε δραστηριότητα (διδακτική, ερευνητική, κ.λπ..) στην Αθήνα, χωρίς φυσικά να πάψουν να αναφέρονται με το όνομα της καταγωγής τους (π.χ. Αναξαγόρας που έζησε στην Αθήνα πάνω από είκοσι χρόνια, ήταν πάντοτε Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος (από τις Κλαζομενές της Αιολίδος, Μ. Ασία) και όχι ο Αθηναίος.
ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
ΘΡΑΣΥΑΛΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΣΟ
Με την παρθενική φράση: «τῶν ἀρχαίων δέ φυσικῶν εἷς οὗτος», ο Στράβων μας αποκάλυψε έναν αρχαίο «Μακεδόνα», προσωκρατικό κατά πάσα πιθανότητα φιλόσοφο, αρχαιότερο από τον Αριστοτέλη. Μόλις στις αρχές του αιώνα μας άλλωστε τον πρόσεξε η νεότερη έρευνα και του αναγνώρισε τη θέση που του αξίζει στη χορεία των Προσωκρατικών φιλοσόφων. Ο Στράβων βέβαια με το χαρακτηρισμό «αρχαίων φυσικών» δεν διευκρινίζει, πότε έζησε ο Θρασυάλκης. Το γεγονός όμως ότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε το έργο του και άντλησε απ’ αυτό, μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε τον «αρχαίο» αυτόν φυσικό φιλόσοφο με ασφάλεια πριν από τον Πλάτωνα. Επιπλέον, όπως πιστεύει η έρευνα, ο χαρακτήρας των απόψεων του (των δοξών του), κατά την ομολογία των αρχαίων Ελλήνων δοξογράφων, με μεγάλη πιθανότητα παραπέμπει στους Προσωκρατικούς. Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με βεβαιότητα με έναν προσωκρατικό φιλόσοφο από τη Θάσο, μακεδονικής καταγωγής ή τουλάχιστον από τα όρια Μακεδονίας και Θράκης.
Η δοξογραφική παράδοση μας διέσωσε δύο μόνο θέσεις ή απόψεις (δόξας) του Θρασυάλκη: η μία αφορά τη διαίρεση ή διάκριση των ανέμων, το ανεμολόγιο, την οποία διέσωσε ο γνωστός Έλληνας γεωγράφος Στράβων (περ. 64 π.Χ.-19 μ.Χ.), που αντλεί από το στωϊκό φιλόσοφο Ποσειδώνιο (135-51 μ.Χ.), όπως ομολογεί ο ίδιος: «Εἱσί δέ τίνες οἳ φάσιν εἶναι δύο τους κυριωτάτους ἀνέμους. Βορέαν καί Νότον, τούς δέ ἆλλους κατά μικράν ἒγκλισιν διαφέρειν … τοῦ δέ δύο εἶναι τούς ἀνέμους ποιοῦνται μάρτυρας Θρασυάλκην τε καί τοῦ ποιητοῦ αὐτού … φησί δέ Ποσειδώνιος» (Στραβ. I, 29c). Ο Στράβων δηλαδή, ενώ στην αρχή λέγει αόριστα ότι μερικοί ισχυρίζονται πως δύο είναι κυριότεροι άνεμοι, ο βόρειος και ο νότιος, και οι άλλοι είναι απλώς παρεκκλίσεις (μικρές συνήθως), αμέσως μετά, επικαλούμενος τη μαρτυρία του στωϊκού φιλοσόφου και βαθυστόχαστου φυσιοδίφη Ποσειδωνίου, αναφέρει ως πηγή της θεωρίας αυτής ρητά το Θρασυάλκη και τον ποιητήν, δηλ. τον Όμηρο.
Την ίδια γνώμη ή θεωρία για τη βασική διάκριση των ανέμων σε βόρειο και νότιο θα επαναλάβει ο Αριστοτέλης στα Μετεωρολογικά του (116, 364α, 19κε). Όπως επισήμανε ο J.L. Ideler, ήδη το 1834, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αντλεί από το Θρασυάλκη, χωρίς να τον αναφέρει, ενώ συνήθως πράττει το αντίθετο. Η δεύτερη γνώμη (δόξα) του Θρασυάλκη, την οποία μας διέσωσε η παράδοση, αφορά το πολυσυζητημένο από τους Αρχαίους πρόβλημα των πλημμυρών του Νείλου ποταμού. Ο Θρασυάλκης θεώρησε ως αιτία του φαινομένου αυτού τις βροχές του καλοκαιριού στην Αιθιοπία, οι οποίες οφείλονται στη συσσώρευση νεφών, που μετακινούνται από το Βορά προς το Νότο με τους ετήσιους ανέμους (τα μελτέμια) και καταλήγουν (με βροχοπτώσεις) στα υψηλά οροπέδια της Αιθιοπίας. Την αιτιολογία αυτή παρέλαβε ο Αριστοτέλης από το Θρασυάλκη, σύμφωνα με μια μαρτυρία του Ποσειδωνίου, την οποία διέσωσε ο γεωγράφος Στράβων (XVII 79), όπως αναφέραμε ήδη πρωτύτερα. Ο Θρασυάλκης για να εξηγήσει το γεγονός αυτό, ότι δηλ. η μεγάλη αυτή μετακίνηση των νεφών από το Βορά συμβαίνει μόνο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, διατύπωσε την άποψη, ότι αυτό οφείλεται στο ότι αυτήν ακριβώς την εποχή λιώνουν τα χιόνια στις βόρειες χώρες (της Ευρώπης). Αυτή τη γνώμη έκαναν δεκτή τελικά όλοι οι αρχαίοι μετεωρολόγοι και γεωγράφοι.
Η εξήγηση αυτή, που έδωσε ο Θρασυάλκης στις πλημμύρες του Νείλου, είναι ίδια ακριβώς μ’ αυτή που βρίσκουμε στον άλλο μεγάλο Βορειοελλαδίτη φιλόσοφο, το Δημόκριτο. Έτσι, δικαιολογημένα ανακύπτει το ερώτημα, αν ο Θρασυάλκης πήρε τη θεωρία του από το Δημόκριτο ή το αντίθετο. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει βέβαια, ότι η αρχική «πηγή» είναι ο Δημόκριτος, όχι τόσο γιατί αντιπροσωπεύει έναν από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του αρχαίου κόσμου, αλλά φαίνεται ότι η εξήγηση που έδωσε ο ίδιος συνδέεται με αυτοψία και όχι με έμμεσες πληροφορίες ή θεωρητικές αναλύσεις βασισμένες στις μαρτυρίες άλλων.
Ωστόσο σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ποσειδωνίου, την οποία αναφέραμε πιο πάνω, ο Αριστοτέλης στηρίζει την άποψη του για τις πλημμύρες του Νείλου στο Θρασυάλκη και όχι στο Δημόκριτο. Ο Αριστοτέλης, έπρεπε κανονικά να στηρίζεται στο Δημόκριτο, όπως κάνει συνήθως, επειδή εμπιστεύεται τις φυσικές γνώσεις του μεγάλου Αβδηρίτη φιλοσόφου, ένας λόγος παραπάνω, αν ο Θρασυάλκης αντλούσε πράγματι από το Δημόκριτο. Αυτό όμως θα το είχε παρατηρήσει ήδη ο Ποσειδώνιος, που είναι γνωστός για τη βαθειά γνώση που είχε των αρχαίων φυσικών φιλοσόφων. Ο Θρασυάλκης, λοιπόν, δεν πήρε τη θεωρία του από το Δημόκριτο, μολονότι ο μεγάλος Αβδηρίτης είχε άμεση, εξ αυτοψίας γνώση. Απομένει η λογική εκδοχή, ότι οι δύο αυτοί φυσικοί φιλόσοφοι διατύπωσαν τη θεωρία τους ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, και επιπλέον, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν και σύγχρονοι (5ος αι. π.Χ.).
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΑΓΕΙΡΑ
Η φιλοσοφία, επικρατούσε η γνώμη ως τώρα, προβάλλει για πρώτη φορά στη Μακεδονία με τον Αριστοτέλη τον 4ο αι., ενώ στη Θράκη από την ιωνική αποικία των Αβδήρων ο Πρωταγόρας και ο Δημόκριτος, έναν αιώνα πριν, συμμετέχουν στη χορεία των μεγάλων στοχαστών του 5ου αι., (Ο Δημόκριτος μολονότι «προσωκρατικός» ανήκει και στον 4ο αιώνα, πέθανε το 370 π.Χ.). Τώρα, όπως είδαμε, και ένας Μακεδόνας φιλόσοφος, ο Θρασυάλκης, πρέπει να προστεθεί στους δύο «αρχαίους» αυτούς «Βορειοελλαδίτες φιλοσόφους».
Στο ιστορικό χωριό Στάγιρα, σε καταπληκτική τοποθεσία με υψόμετρο περίπου 500 μ., δίπλα στα απομεινάρια του Μαχαλά, της πρωτεύουσας των Μαντεμοχωρίων, βρίσκεται το Αλσος Αριστοτέλους, το μοναδικό θεματικό πάρκο της Χαλκιδικής. Αξίζει να επισκεφθείτε για τα ενδιαφέροντα όργανα και την υπέροχη θέα στον κόλπο της Ιερισσού που χαρίζει. Το άλσος προϋπήρχε και η υπέροχη τοποθεσία επιλέχθηκε το 1956 για να φιλοξενήσει το επιβλητικό άγαλμα του Αριστοτέλη, έργο του γλύπτη Νικόλα, για να τιμηθεί ο μεγάλος φιλόσοφος ο οποίος γεννήθηκε στα Αρχαία Στάγειρα. (www.chalkidikiperivallon.gr)
Πριν από την παρουσία του Αριστοτέλη όμως, όπως υπαινιχθήκαμε προηγουμένως, στη Μακεδονία είχε αναπτυχθεί πολύ αξιόλογη πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, που έρχονται συνεχώς στο φως, καθώς και οι παραστάσεις τραγωδιών στην αυλή των Μακεδόνων βασιλέων. Προϋπήρχαν λοιπόν οι συνθήκες, οι πολιτιστικές και κοινωνικές, που ευνόησαν την ανάπτυξη μιας φιλοσοφικής δραστηριότητας και επέτρεψαν τη δημιουργία μικρών πνευματικών πυρήνων στη Μακεδονία.
Ο Αριστοτέλης είναι ο μεγάλος Μακεδόνας φιλόσοφος, ο οποίος γεννήθηκε στη μικρή πόλη Στάγειρα (παλαιότερα Στάγειρος) νοτιότερα από τη σημερινή πόλη Σταυρός, στις βορειοανατολικές ακτές της Χαλκιδικής, το 384 π.Χ. Τα Στάγειρα ήταν παλαιά, ιωνική αποικία της Άνδρου· τη χερσόνησο αποίκησαν, εκδιώκοντας τους παλαιότερους κατοίκους της Θράκες, μαζί με τους Ανδρίους και Χαλκιδείς άποικοι κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Εφτά ή οχτώ γενεές, λοιπόν, παλαιότερα ανάγονται οι ρίζες των Ιώνων προγόνων του Αριστοτέλη στη γη της Μακεδονίας, επομένως ο Αριστοτέλης ήταν γόνος της μακεδονικής γης. Ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να σκέφτεται και να ενδιαφέρεται για τη γενέθλια γη και την πατρική του οικία, την οποία άφησε με τη διαθήκη του στην αγαπημένη του σύντροφο Ερπυλλίδα. Η μητέρα του Φαιστίς, φαίνεται διατηρούσε στη Χαλκίδα κτήματα και σπίτια από τους παλαιούς προγόνους της, τα οποία κληρονόμησε ο Αριστοτέλης. Σ’ αυτό το κτήμα κατέφυγε ο φιλόσοφος κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, όπως παραδίδουν οι αρχαίοι βιογράφοι του, για να αποφύγει την οργή των οπαδών του αντιμακεδονικού κόμματος στην Αθήνα, αμέσως μετά το θάνατο του Μ. Αλέξανδρου το 323 π.Χ. Και οι δύο γονείς του κατάγονταν από οικογένειες γιατρών, Ασκληπιαδών. Ο πατέρας του Νικόμαχος ανήκε στο γένος των Ασκληπιαδών, το οποίο ανήγε τη μακρυνή, μυθική καταγωγή του στο συνονόματο του Νικόμαχο, γιο του ομηρικού ήρωα Μαχάονα, κατευθείαν απόγονο του θεού Ασκληπιού, κατά τη μυθολογική παράδοση των Ελλήνων. Ο πατέρας του Αριστοτέλη ήταν ο προσωπικός γιατρός του βασιλιά Αμύντα του Γ’, πατέρα του Φιλίππου και παππού του Μ. Αλέξανδρου. Από τον πατέρα του και το περιβάλλον του ο φιλόσοφος απέκτησε πιθανόν κατά την παιδική του ηλικία μερικές στοιχειώδεις γνώσεις, κυρίως ανατομίας, πράγμα που θα τον βοηθήσει αργότερα σημαντικά στις ανατομικές παρατηρήσεις των ζώων.
Ο Αριστοτέλης έχασε τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία (δεν γνωρίζουμε πότε πέθανε η μητέρα του)· γι’ αυτό έγινε κηδεμόνας του και ανέλαβε την ανατροφή του ο γαμπρός του Πρόξενος από τον Αταρνέα, ελληνική πόλη στα μικρασιατικά παράλια απέναντι από τη Λέσβο. Τίποτε συγκεκριμένο δεν ξέρουμε για τα παιδικά χρόνια του Αριστοτέλη. Μπορούμε όμως βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα, που μάθαιναν τα παιδιά των ευκατάστατων οικογενειών στη Μακεδονία και σ’ όλες τις ελληνικές πόλεις, δηλ. την επική ποίηση και τους τραγικούς στην πρώτη γραμμή. Όταν έγινε 17 χρόνων, δεν ξέρουμε ακριβώς με τη συμβουλή τίνος, ο Πρόξενος τον έστειλε να παρακολουθήσει τα μαθήματα που διδάσκονταν στην ακαδημία του Πλάτωνα. Πράγματι, ο νεαρός Αριστοτέλης μαθήτευσε και παρέμεινε κοντά στον ώριμο, πρεσβύτη σχεδόν Πλάτωνα (ήταν 60 χρονών τότε ο Πλάτων, δηλ. το 367 π.Χ.) σχεδόν 20 χρόνια. Σ’ όλο αυτό το μακρύ χρονικό διάστημα δεν παρακολουθούσε μόνο μαθήματα – ασφαλώς συμμετείχε πάντοτε στις δραστηριότητες της Ακαδημίας – αλλά ενωρίς είχε αποκτήσει διδακτική αυτονομία και είχε αναλάβει διδακτικά καθήκοντα. Σήμερα είμαστε βέβαιοι ότι είχε γράψει κιόλας μερικούς από τους χαμένους για μας διάλογους του, ενόσω βρισκόταν στην Ακαδημία. Δίδαξε κυρίως ρητορική και ίσως σ’ αυτή την περίοδο ανάγονται μερικές αρχικές σημειώσεις της Ρητορικής του. Σύμφωνα με την παράδοση η διδακτική του δραστηριότητα στα πλαίσια της Ακαδημίας ανταγωνίζονταν την αντίστοιχη δραστηριότητα του Ισοκράτη, που δίδασκε βέβαια επίσης με αξιώσεις ανώτερης παιδείας.
Η φιλοσοφική παράδοση συνδέει επίσης την παραμονή του Αριστοτέλη στην Ακαδημία με διάφορα περιστατικά, μάλλον αποκυήματα της δοξογραφικής ανεκδοτολογικής φαντασίας. Γεγονός πάντως είναι, πώς όταν πέθανε ο Πλάτων το 347 π.Χ. και ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής ο ανιψιός του Σπεύσιππος, μεγαλύτερος περίπου 25 χρόνια από τον Αριστοτέλη, ο Μακεδόνας φιλόσοφος εγκατέλειψε την Ακαδημία και την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στον Αταρνέα, με πρόσκληση του φιλοπρόοδου Ερμεία, ηγεμόνα μάλλον ελληνικής καταγωγής, ο οποίος είχε φοιτήσει στην Ακαδημία και συνδεόταν φιλικά με τον Αριστοτέλη. Ο Ερμείας εξασφάλισε στο φίλο του και σε μερικούς άλλους (συμμαθητές του από τα χρόνια της Ακαδημίας), άνετη παραμονή και ευνοϊκές συνθήκες διδασκαλίας και έρευνας στην Άσσο της Τρωάδας, όπου δημιούργησαν ο Αριστοτέλης και η ομάδα του ένα είδος σεμιναρίου για να συζητούν φιλοσοφικά θέματα (εἰς ἓναν περίπατον συνιόντες). Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Ερμεία (από το βασιλιά των Περσών) ο Αριστοτέλης παντρεύτηκε την αδελφή του Πυθιάδα, που πέθανε μάλλον ενωρίς και μετά απ’ αυτό συνδέθηκε και συμβίωσε ως το θάνατο του με την Ερπυλλίδα. Εκεί στην Άσσο της μικρασιατικής ακτής άρχισε ο Αριστοτέλης τις πρώτες φυσιογνωστικές του έρευνες και τις συνέχισε στη Λέσβο με τη βοήθεια του Θεόφραστου, που πρωτογνώρισε ακριβώς εκείνα τα χρόνια της αποδημίας του. Στην Άσσο παρέμεινε ο Αριστοτέλης δύο περίπου χρόνια (347-345) και στη συνέχεια, με τη βοήθεια του φίλου του πια Θεόφραστου, εγκαταστάθηκε στη Λέσβο, όπου διεύρυνε τις έρευνες του.
Στη Λέσβο δέχθηκε το 343/2 την πρόσκληση του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του διαδόχου του μακεδονικού θρόνου, του μετέπειτα Μ. Αλέξανδρο. Δεν ξέρουμε ούτε τι προηγήθηκε ούτε γιατί ο Φίλιππος προσκάλεσε ειδικά τον Αριστοτέλη να αναλάβει τόσο υψηλά καθήκοντα, αφού δεν ήταν τόσο γνωστός ακόμα στο πανελλήνιο. Το πιθανότερο είναι ότι ο Φίλιππος είχε προσωπική γνώμη για τον Αριστοτέλη, που τον γνώριζε από την εποχή που ο πατέρας του φιλοσόφου βρισκόταν στην αυλή των Μακεδόνων βασιλέων.
Επιπλέον ο Αριστοτέλης, καταγόταν από τη Μακεδονία και ασφαλώς είχε προηγηθεί μια κάποια φήμη για τις επιδόσεις του στην Ακαδημία και αργότερα στην Άσσο της Τρωάδας, όπου ασφαλώς ο φίλος του Φιλίππου, ο Ερμείας, θα έδωσε και τις καλές συστάσεις του.
Στην αυλή των Μακεδόνων βασιλέων στην Πέλλα, όπου τον ακολούθησε και ο μαθητής του Θεόφραστος, ο Αριστοτέλης παρέμεινε δύο περίπου χρόνια. Όταν ο Φίλιππος ανέθεσε καθήκοντα αντιβασιλέως στο νεαρό Αλέξανδρο, ο φιλόσοφος και η ομάδα που τον συνόδευε αποτραβήχθηκαν στη γενέτειρα του στα Στάγειρα (είχε ήδη ανοικοδομηθεί η μικρή αυτή πόλη με παρέμβαση στο Φίλιππο του ιδίου του Αριστοτέλη). Εκεί τώρα συνέχισε τις φυσιοδιφικές του έρευνες και στην περίοδο αυτή οφείλουμε την πρώτη «σύλληψη» πολλών έργων του (της φυσικής και της ηθικής φιλοσοφίας του) και την επεξεργασία άλλων.
Οχτώ συνολικά χρόνια παρέμεινε ο φιλόσοφος στη Μακεδονία και ολοκλήρωσε το ερευνητικό του έργο, τόσο στη φυσιοδιφία όσο και στις πολιτικές επιστήμες, πάντοτε με τη βοήθεια του φίλου του Θεόφραστου και ενός μικρού κύκλου συνεργατών. Μετά την καταστροφή της Θήβας (336 π.Χ.) και όταν το πολιτικό κλίμα ήταν πια ευνοϊκό στην Αθήνα, ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε τη Μακεδονία και εγκαταστάθηκε για δεύτερη φορά στην Αθήνα το 335 (σχεδόν 50 ετών). Ως ένας από τους πολλούς ξένους όμως, που ζούσαν στην πόλη αυτή, δεν είχε δικαίωμα έγγειας ιδιοκτησίας, γι’ αυτό δίδαξε στις κτιριακές εγκαταστάσεις του Λυκείου, ενός δημόσιου γυμναστηρίου ανάμεσα στο Λυκαβηττό και τον Ιλυσσό.
Τα δέκα τρία αυτά χρόνια ως το θάνατο του συνιστούν την κατ’ εξοχήν δημιουργική περίοδο στη φιλοσοφική πρόοδο του Αριστοτέλη. Είναι εκπληκτικό, πώς σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ο φιλόσοφος αυτός πρόφτασε να γράψει ένα έργο με τόση πολυμέρεια και τέτοια έκταση. Η φιλοσοφία της φύσεως, η έννοια του όντος, το πρόβλημα των αρχών και των αιτιών, η αισθητική αποτίμηση της τέχνης, η καταγραφή των λογικών κατακτήσεων και όλων των λεπτών αποχρώσεων της γλώσσας και του ελληνικού λόγου γενικά, η γνώση των λειτουργιών της ψυχής και των αισθήσεων, η θεμελίωση της πρακτικής φιλοσοφίας δηλαδή της ηθικής, και η πολιτική του φιλοσοφία, παράλληλα με την ιστορική ανασκόπηση της πολιτικής ζωής των ελληνικών πόλεων και πολλών ξένων λαών (Πολιτείαι) οδήγησε το νου στην καθολική διάσταση του ανθρώπου και του ιστορικού Είναι. Η φιλοσοφία του και η σκέψη του έγιναν το μεγάλο ποτάμι, που άρδευσε το στοχασμό των μεταγενέστερων, παράλληλα βέβαια με την πλατωνική φιλοσοφία.
Νηφάλιος ανατόμος των φιλοσοφικών προβλημάτων και συστηματικός ερευνητής του φιλοσοφικού ειδέναι ερεύνησε και «διέταξε» τη φιλοσοφική σκέψη και τη μεθοδική γνώση, έτσι ώστε να θεωρείται, δικαίως, ο θεμελιωτής της επιστημονικής αντιμετώπισης της φιλοσοφίας. Επαναθεωρεί τον προβληματισμό του φιλοσοφικού γίγνεσθαι από τις απαρχές του και ακαταπόνητος διανοητής πορεύεται στις αιχμηρές κορυφές του πνεύματος χωρίς διακοπή. Η οδοιπορία αυτή στις δύσβατες περιοχές της φιλοσοφικής ενδοχώρας ήταν βέβαια πάντοτε επίμοχθη και άκρως προκλητική, όταν σκεφθεί κανείς ότι η μεγαλοφυΐα του Πλάτωνα καταύγασε το στερέωμα του φιλοσοφικού στοχασμού. Ωστόσο, μεγαλοφυής και ο μαθητής είδε την αθέατη από το Δάσκαλο πλευρά των ανθρωπίνων πραγμάτων και του κόσμου.
Όλοι οι κατοπινοί αιώνες ως τα νεότερα χρόνια κινούνται και στοχάζονται ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο μεγέθη της ελληνικής φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης πρακτικότερος ωστόσο από το δάσκαλο του δαπάνησε τη φιλοσοφική του διάθεση στην έρευνα του αισθητού κόσμου. Δεν δεχόταν τις ιδέες του Πλάτωνα και εννοούσε το είδος (μορφή) πάντοτε σε αδιάσπαστη ενότητα με την ύλη (είδος-ύλη) με τα αισθητά πράγματα. Οι έννοιες, ύλη και είδος (μορφή) γίνονται ο άξονας για τη μελέτη του φυσικού – ένυλου κόσμου. Τα πάθη δεν καταδικάζονται αλλά μετριάζονται (θεωρία της μεσότητας)· η τέχνη και κυρίως η τραγωδία και γενικότερα η ποίηση δεν εξοβελίζονται από την κοινωνία, αλλά αποτιμούνται με κριτήρια οικεία και επομένως κρίνονται κατάλληλες να υπηρετήσουν την ανθρώπινη κοινότητα· ο άνθρωπος είναι ζώον μιμητικόν και μάλιστα τό μιμηηκώτατον των ζώων, δηλαδή ον καλλιτεχνικό από τη φύση του, η αισθητική του έχει γνήσιες φυσικές καταβολές. Δεν ενδιαφέρει τον Αριστοτέλη η ιδανική αλλά η άριστη πολιτεία, αυτή που είναι εφικτή στα μέτρα του ανθρώπου. Η παιδεία και η σωστή αγωγή συνιστούν τις καλύτερες προϋποθέσεις για την επιβίωση και την πρόοδο της ανθρώπινης κοινότητας. Η θεωρητική πολιτική φιλοσοφία και οι προσπάθειες των Ελλήνων να συστήσουν ευνομούμενες κοινωνίες βρίσκουν στο έργο του Αριστοτέλη την ερμηνεία και την ιστορική τους αποτίμηση.
Ο στοχασμός του Αριστοτέλη διάνοιξε τον ορίζοντα της φιλοσοφίας από την αντίθετη προς τον Πλάτωνα κατεύθυνση. Ο μελετητής της Ιστορίας της Φιλοσοφίας έχει την εντύπωση πως η «τελείωση» της Φιλοσοφίας είχε συντελεσθεί με τον Αριστοτέλη -για να παραφράσουμε μια γνωστή δική του φράση: Ἡ φιλοσοφία ἒχει τήν ἑαυτής φύσιν. Η μορφή του κλείνει την ακμή της ελληνικής φιλοσοφίας και συγχρόνως μια ολόκληρη εποχή. Μετά το θάνατο του η ελληνική φιλοσοφία και η ελληνική ιστορία και ολόκληρος ο γνωστός τότε κόσμος αποκτούν άλλες διαστάσεις. Με τον Αριστοτέλη έδυσε ο κλασικός κόσμος των Ελλήνων η φιλοσοφία ήταν η τελευταία και η κορυφαία του τραγικού χορού που τράβηξε την αυλαία.
Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη άσκησε τεράστια επίδραση και είχε απροσμέτρητες συνέπειες για την ανάπτυξη της επιστήμης (σε μερικές περιπτώσεις και δεσμευτική επίδραση)· δεν έπαψε όμως ούτε στιγμή να ασκεί αμείωτη γοητεία και να χαρίζει στους μελετητές απερίγραπτη χαρά και απόλαυση πνευματική, αυτήν ακριβώς που πηγάζει από την ειλικρινή ενασχόληση με οποιαδήποτε περιοχή της Φιλοσοφίας ή της επιστήμης.
ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΛΥΝΘΟ (Περ. 370-327 π.Χ.)
Στους Μακεδόνες φιλοσόφους πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον Καλλισθένη τον Ολύνθιο, μολονότι πολλοί ερευνητές τον θέλουν ιστορικό, επειδή μόνο μερικά αποσπάσματα ιστορικών έργων του έχουν διασωθεί, ίσως μάλιστα να έγραψε αποκλειστικά έργα με ιστορικό περιεχόμενο. Εν τούτοις στις μισές σχεδόν αρχαίες μαρτυρίες αναφέρεται ως φιλόσοφος, πράγμα που δεν μπορούμε βέβαια να παραγνωρίσουμε. Συγκεκριμένα στον Πλούταρχο (Αλεξ. 52), στον Ιουστίνο (ΧΙΙ, 6, 17 και XV 3, 3), στο Οδοιπορικό Αλεξάνδρου (κεφ. 41), στο Σενέκα (Suass 15), στο λεξικό της Σούδας (s.v. Νεόφρων), στα Σχολ. Λουκ. 258,4 (R), σ’ όλες αυτές τις πηγές ο χαρακτηρισμός του Καλλισθένη ως φιλοσόφου μας υποχρεώνει να δούμε τον προικισμένο αυτό διανοητή και από την πλευρά της φιλοσοφίας.
Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες που αναφέρουν τον Καλλισθένη ως σοφιστήν: (Πλούταρχος, Αλεξ. 55 και Αθηναίος Χ 434 (D)) και εννοούν ασφαλώς άνθρωπο σοφό και καλλιεργημένο, ό,τι ακριβώς σήμαινε, αυτή την εποχή η λέξη σοφιστής (2ο αι. μ.Χ.). Δεν πρέπει ακόμα να παραλείψουμε και μια μαρτυρία του Ιω. Λυδού (Περί μηνών IV 107), που ονομάζει τον Καλλισθένη περιπατητικόν, δηλ. φιλόσοφον. Δικαιολογημένα, λοιπόν νομίζουμε, ότι επιβάλλεται να συναριθμήσουμε τον Καλλισθένη στους Έλληνες φιλοσόφους μακεδονικής καταγωγής.
Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Καλλισθένης. Η έρευνα υπολογίζει ως έτος γεννήσεως του περίπου το 370 π.Χ., και το έτος θανάτου την άνοιξη του 327, ενόσω διαρκούσε η εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην Ινδική. Θεωρείται βέβαιο από την παράδοση ότι ήταν συγγενής του Αριστοτέλη (ίσως ανιψιός του) (Πλουτ. Αλεξ. 52: ‘Αριστοτέλους οικείος Διογ. Λάερτ. V 4: Τον συγγενή Καλλισθένην τον Όλύνθιον). Την ανατροφή του και την εκπαίδευση του ανέλαβε, σύμφωνα με την παράδοση, ο Αριστοτέλης· οπωσδήποτε μαθήτευσε κοντά στο μεγάλο φιλόσοφο αρκετά χρόνια. Είναι πιθανόν να συνόδευσε το θείο του όταν ήταν ακόμα στον Αταρνέα και λίγο αργότερα στη Λέσβο. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμαστε από το γεγονός, ότι ο Καλλισθένης συνδεόταν με βαθειά φιλία με τον άλλο προικισμένο μαθητή του Αριστοτέλη, το Θεόφραστο, και επιπλέον επειδή, κατά την παράδοση, είχε συνθέσει μια νεκρολογία, ακριβέστερα έναν μεταθανάτιο ύμνο στο φιλόμουσο και φιλέλληνα ηγεμόνα, τον Ερμεία. Πάντως βέβαιο είναι ότι βρισκόταν με τον Αριστοτέλη (το 343/2) στην αυλή του Φιλίππου, όταν ο φιλόσοφος ανέλαβε την εκπαίδευση του νεαρού Αλεξάνδρου, ίσως μάλιστα παρακολουθούσε και τα μαθήματα που παρέδιδε ο Αριστοτέλης στο διάδοχο του μακεδονικού θρόνου. Επιπλέον παρέμεινε στη Μακεδονία, κοντά στο θείο του ή στην αυλή του Αλεξάνδρου , μόλις αυτός ανέλαβε τη βασιλεία το 336, και με τη συμβουλή και πάλι του Αριστοτέλη συνόδευσε τον Αλέξανδρο κατά την εκστρατεία του εναντίον της περσικής αυτοκρατορίας (ὃν ἒδωκεν (sc. Αριστοτέλης) ἓπεσθαι Ἀλεξάνδρῳ), αναφέρει η Σούδα. Ήταν τότε βέβαια γνωστός ιστορικός, τουλάχιστον είχε τη φήμη ανθρώπου πεπαιδευμένου και ικανού, και ακολούθησε τον Αλέξανδρο με την προϋπόθεση να απαθανατίσει τα κατορθώματα του, τις πράξεις του νέου Αχιλλέως, «ἐκεῖνον εὐκλεᾶ εἰς ἀνθρώπους ποιήσων» όπως λέγει ο Αρριανός (IV 10,2). Ωστόσο ο Καλλισθένης διατήρησε τους δεσμούς του με τον Αριστοτέλη και τη «σχολή» του και σύμφωνα με μια πληροφορία του Σιμπλίκιου (5ος αι. μ.Χ.) έστελνε τακτικά επιστημονικό υλικό για τον εμπλουτισμό των διαφόρων συλλογών του Λυκείου.
Ο ρόλος του Καλλισθένη στην αυλή ή ακριβέστερα στο περιβάλλον του Αλέξανδρου κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ασία ήταν βέβαια συμβουλευτικός, πέρα από την αποστολή του να καταγράψει τις πράξεις του στρατηλάτη βασιλέα· και δεν ήταν ασφαλώς ο μόνος σύμβουλος. Πάντως ο Πλούταρχος μιλάει για «θίασον κολάκων» (Αλεξ. 52 κεφ.) και εννοεί τους πολλούς και διαφόρους «διανοούμενους» που συνόδευαν τον Αλέξανδρο και επιζητούσαν την εύνοια του. Είναι δύσκολο όμως να συναριθμήσουμε σ’ αυτούς και τον Καλλισθένη, διότι η συμπεριφορά του απέναντι στον Αλέξανδρο ήταν τόσο τολμηρή και ελεγκτική πολλές φορές, ώστε έφθανε στα όρια της θρασύτητας, πράγμα που πολλές φορές δυσαρέστησε τον περήφανο Μακεδόνα βασιλέα, όπως μας πληροφορούν οι πηγές. Κατά το Διογένη Λαέρτιο (V4) ο Αριστοτέλης είχε προσέξει αυτή την τολμηρή συμπεριφορά του ανεψιού του προς τον Αλέξανδρο και επενέβη και τον επέπληξε, πως μ’ αυτά που λέει γρήγορα θα πεθάνει αναφέροντας έναν ομηρικό στίχο (Ιλ.Σ 95).
Στο βασιλικό περιβάλλον είχε ανταγωνιστή του έναν άλλο φιλόσοφο, επίσης Βορειοελλαδίτη, τον Ανάξαρχο από τα Άβδηρα της Θράκης. Και οι δύο, ως φιλόσοφοι, είχαν καθήκον και αποστολή να συμπαραστέκονται στον Αλέξανδρο στις ψυχικές δοκιμασίες του, όπως π.χ. μετά το θάνατο του Κλείτου, και του πνευματικού συμβούλου. Επίσης έπρεπε να «στηρίζουν» το βασιλιά στις δύσκολες στιγμές με ηθικές παραινέσεις και ενθαρρύνσεις (Βλ. Πλουτ. Αλεξ. 52 Ιουστ. XII 6, 17 Curt VIII 8,22). Ειδικά ο Καλλισθένης απέκτησε φήμη στην ακολουθία του Αλέξανδρου για την ικανότητα του να αυτοσχεδιάζει λόγους κατάλληλους για τις διάφορες περιστάσεις (Πλουτ. οπ. π). Μολονότι όμως η εξωτερική του εμφάνιση ήταν επιβλητική «εὒτακτον όντα καί σεμνόν καί αυτάρκη» (Πλούταρχος, ο.π.) και πάντοτε επεδίωκε να προβάλλει την παρουσία του ως Έλληνα φιλοσόφου, εντούτοις δεν ήταν πολύ συμπαθής στο περιβάλλον του. Τον κατηγορούσαν για αλλαζονική συμπεριφορά και σκληρότητα τρόπων (τόν τρόπον ὑπαγροικότερος, Αρριαν. Αλεξ. αναβ. IV 10,1). Δεν συμμετείχε στα θορυβώδη συμπόσια των στρατιωτικών και των άλλων όσων ακολουθούσαν την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, και οσάκις δεχόταν τέτοιες προσκλήσεις, φρόντιζε αναφέρει η παράδοση, να δείχνει με «φιλοσοφικό» ύφος ότι αυτός ο τρόπος ζωής δεν του ταιριάζει (Πλουτ. Αλεξ. 53). Φαίνεται, λοιπόν ότι είχε πράγματι, ήθος φιλοσόφου ανδρός, και από το άλλο μέρος δεν διέθετε τις «ικανότητες» εκείνες που είναι αναγκαίες σε τέτοια περιβάλλοντα. Σ’ όλα αυτά, αν προσθέσει κανείς και την κατηγορηματική αντίθεση του προς την επιθυμία του Αλεξάνδρου να τον προσκυνούν, (τήν προσκύνησιν ισχυρῶς ἀπωσάμενος καί φιλοσόφως, Πλούταρχος, δ.π) όπως τους Πέρσες βασιλείς και τη γνωστή επίσης συμπάθεια του προς τυραννοκτόνους (ἐπί καταλύσει τυραννίδος μέγα φρονῶν, Πλουτ. Αλεξ 54, πβ. Αρριαν. IV10,3-4) αντιλαμβάνεται πόσο επισφαλής γινόταν η θέση του μέσα στο βασιλικό περιβάλλον. Δεν άργησαν να τον κατηγορήσουν για συμμετοχή στη συνωμοσία του Ερμολάου και να βρει φρικτό θάνατο, εκεί στα μέρη της Ινδικής κατά την άνοιξη του 327 π.Χ.
Ο θάνατος του Καλλισθένη προξένησε βαθειά θλίψη στους άλλους Έλληνες φιλοσόφους, μόλις πληροφορήθηκαν τα συμβάντα. Επιπλέον ο θάνατος του συσπείρωσε τους αντιπάλους του Αλέξανδρου και έδωσε «όπλα» στην αντιμακεδονική παράταξη στη Νότια Ελλάδα, ενώ ο Καλλισθένης έγινε σύμβολο ελευθερίας και φιλοσοφικής παρρησίας και γρήγορα ανακηρύχθηκε σε φωτεινή μορφή του φιλόσοφου μάρτυρα. Η φιλοσοφική παράδοση του απέδωσε τον χαρακτηρισμό του παρρησιακού φιλοσόφου, δεν έλειψαν βέβαια και εκείνοι που είδαν το φρικτό τέλος του φιλοσόφου ως το αναμενόμενο (ή δίκαιο) αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του. Το γεγονός αυτό εξάλλου φαίνεται, σύμφωνα πάλι με την παράδοση, ότι επηρέασε τις σχέσεις του Αριστοτέλη με τον Αλέξανδρο, που έβλεπε με δυσπιστία πλέον το μεγάλο δάσκαλο του. Ο άλλος μαθητής και φίλος του Αριστοτέλη, ο Θεόφραστος, τέλος αφιέρωσε στον παλαιό φίλο και συμμαθητή του Καλλισθένη μια μεταθανάτια ωδή: Καλλισθένης ή περί πένθους (A.A. V44).
Η αρχαιότητα τίμησε τον Καλλισθένη ως φιλόσοφο μάλλον παρά ως ιστορικό, εν πάση περιπτώσει ως διανοητή θαρραλέο, πνεύμα ανήσυχο, άνθρωπο ευφυή. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος ο Καλλισθένης υπήρξε λόγω δυνατός και μέγας (Αλεξ. 54) με ευαισθησία και εξαιρετική δύναμη λόγου και παραστάσεως. Οι περιγραφές των ακτών της Μικράς Ασίας, της Συρίας και της Αιγύπτου, που σώζονται στα λίγα αποσπάσματα του έργου του Πράξεις Αλεξάνδρου μαρτυρούν τη φιλοσοφική του παιδεία και την οξύνοιά του, μολονότι διακρίνει κανείς μια άπειρίαν όπως έλεγε ο Πολύβιος (ο.π.). Τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα του έργου του, που αναφέρονται κυρίως σε θέματα γεωγραφικά και φυσικής φιλοσοφίας ή επιστήμης, μας επιτρέπουν ωστόσο να διαμορφώσουμε μια γνώμη, πέρα απ’ αυτές που μας κληροδότησε η αρχαία παράδοση και να τον συναριθμούμε δικαιολογημένα στους Μακεδόνες φιλοσόφους.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ Ή ΕΔΡΑΣΑΝ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Όπως αναφέραμε ήδη στην αρχή αυτού του δοκιμίου για τη φιλοσοφία στην αρχαία Μακεδονία, επιβάλλεται να δούμε και να μνημονεύσουμε όχι μόνο τους φιλοσόφους μακεδονικής καταγωγής, αλλά και όσους επισκέφτηκαν ή έζησαν ή με οποιονδήποτε τρόπο έδρασαν στη Μακεδονία. Έτσι θα αποκτήσουμε ολοκληρωμένη αντίληψη για τη Φιλοσοφία και τη φιλοσοφική κίνηση στην αρχαία Μακεδονία. Υπήρχε, όπως είπαμε, παλαιά και μακρά παράδοση στην αυλή των Μακεδόνων βασιλέων να προσκαλούν φιλοσόφους, καλλιτέχνες, ποιητές και άλλους διανοητές. Κατά τη βασιλεία του Αντίγονου Γονατά, ηγεμόνα με σπάνια φιλοσοφική παιδεία και άλλη πνευματική καλλιέργεια, αυτή η παράδοση βρίσκει την κορύφωση της. Οι περισσότεροι από τους φιλοσόφους που ξέρουμε ότι επισκέφθηκαν τη Μακεδονία γενικά, ήταν προσκαλεσμένοι του Αντίγονου Γονατά στη μακεδονική αυλή. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και μετά τον Αντίγονο και θεωρείται βέβαιο ότι δεν έχουμε ακόμα τον πλήρη κατάλογο όλων των φιλοσόφων και των διανοητών που επισκέφτηκαν τη Μακεδονία.
Θα αναφέρουμε τους φιλοσόφους κατά χρονολογική σειρά, μολονότι δεν μπορούμε να χρονολογήσουμε με ακρίβεια τη ζωή ή τη δραστηριότητα των περισσότερων, όχι μόνο όσον αφορά τη Μακεδονία αλλά και γενικότερα.
Ο Ευφραίος ο Ωρείτης από τους Ωρεούς της Εύβοιας (περί τα μέσα του 4ου π.Χ. αι.). Μαθητής του Πλάτωνα, σύμφωνα με την πληροφορία της Σούδας, που αντλεί από αρχαιότερες πηγές βέβαια (Αρποκρατίωνα). Τον αναφέρει ήδη ο Δημοσθένης (στον τρίτο «Φιλιππικό», 59-62). Τον έστειλε κατά την παράδοση, ο Πλάτων στο βασιλέα Περδίκκα (365-352) ως σύμβουλο του στον οποίο άσκησε μεγάλη επιρροή, ίσως με συμβουλή του Σπεύσιππου, ανιψιού και μαθητή επίσης του Πλάτωνα (Αθήν. ΧΙ506Ε FHGIV 357). Ο Αθηναίος (ο.π.) που αντλεί από τον Καρίστιο τον Περγαμηνό (έναν ιστορικό του 2ου αι. π.Χ.), μιλάει με πολύ σκληρά λόγια για τον Ευφραίο, τον θεωρεί δηλαδή σαν έναν στρατευμένο διανοούμενο, που υπηρετούσε μάλλον τα συμφέροντα των Αθηνών στην αυλή του Περδίκκα. Αντίθετα ο Δημοσθένης (ο.π.) τον μνημονεύει ως μάρτυρα της ελληνικής ελευθερίας, διότι αντιτάχθηκε, ως ηγέτης του αντιμακεδονικού κόμματος στην πατρίδα του τους Ωρεούς, στα σχέδια του Φιλίππου να επιβληθεί στη Νότιο Ελλάδα. Ίσως αυτοκτόνησε, όταν απέτυχε να κρατήσει την πατρίδα του μακρυά από την κυριαρχία των Μακεδόνων.
Ο Θεόφραστος από την Ερεσό της Λέσβου (372/ 71-287/86), μαθητής και φίλος του Αριστοτέλη, είναι ο πρώτος φιλόσοφος που δε γεννήθηκε στη Μακεδονία, αλλά έζησε και εργάστηκε σ’ αυτήν αρκετά χρόνια. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ο Θεόφραστος συνόδευσε τον Αριστοτέλη το 343/42 στην αυλή του Φιλίππου, όταν αυτός προσκάλεσε το Μακεδόνα φιλόσοφο να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του διαδόχου του μακεδονικού θρόνου, του Αλεξάνδρου. Παρέμεινε στην Πέλλα ή στη Μίεζα όσο και ο δάσκαλος του, δηλ. ως το 341/40, δύο περίπου χρόνια. Ακολούθησε στη συνέχεια τον Αριστοτέλη, όταν ο φιλόσοφος αποτραβήχτηκε στη γενέτειρα του τα Στάγειρα. Συνέχισε μαζί με όλη την επιστημονική ερευνητική ομάδα που συνόδευε τον Αριστοτέλη, τις φισιοδιφικές του κυρίως έρευνες το 335 π.Χ. Το έτος αυτό, όπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης επιστρέφει και εγκαθίσταται στην Αθήνα μαζί πάλι με όλους σχεδόν τους μαθητές του που τον ακολουθούσαν.
Ο Θεόφραστος, λοιπόν, παρέμεινε και εργάστηκε κοντά στον Αριστοτέλη στη Μακεδονία περίπου οκτώ ή εφτά χρόνια. Ο Αριστοτέλης μάλιστα του αναθέτει με τη διαθήκη του μαζί με άλλους τη φροντίδα της γυναίκας του Ερπυλλίδας, των παιδιών του και της περιουσίας του (Δ.Λ.ν 12). Από μια πληροφορία, μάλιστα, που μας διέσωσε η δοξογραφική παράδοση (Δ.Λ.ν 53) ο Θεόφραστος φαίνεται ότι είχε αποκτήσει και ακίνητη περιουσία στα Στάγειρα (ίσως να την είχε διαθέσει σ’ αυτόν ο Αριστοτέλης). Στο έργο του Περί Φυτών Ιστορία, στο οποίο περιγράφει διάφορα φυτά που ερεύνησε στη Μακεδονία, αναφέρεται ρητά στα Στάγειρα, όπου παρέμεινε, όπως είδαμε, σχεδόν πέντε χρόνια.
Ο περιπατητικός φιλόσοφος Δικαίαρχος ο Μεσσήνιος (από τη Μεσσήνη της Κ. Ιταλίας) περ. δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. ήταν μαθητής του Αριστοτέλη στο «Λύκειο» (Κικέρων De leg. Ill 14). Η Σούδα αντλώντας από τον Αθηναίο χαρακτηρίζει το Δικαίαρχο σύγχρονον του Ταραντίνου φιλοσόφου Αριστόξενου, μαθητή επίσης του Αριστοτέλη. Ο Δικαίαρχος έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη Σπάρτη, αλλά έκανε πολλά ταξίδια και επισκέφθηκε τα περισσότερα μέρη της Ελλάδος, μελετώντας τη γεωγραφία, την ιστορία και την ιστορία πολιτισμού κάθε περιοχής. Στις επισκέψεις του αυτές είχε την υποστήριξη των διαφόρων βασιλέων και ηγεμόνων (Πλίνιος, Nat. hist. II162). Χρησιμοποίησε επίσης τις γνώσεις που αποκόμισε η επιστήμη, κυρίως η γεωγραφία, από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επισκέφθηκε βέβαια και τη Μακεδονία και μελέτησε τον Όλυμπο, έγραψε άλλωστε ειδικό βιβλίο με τον τίτλο Καταμετρήσεις τῶν ἐν Ἑλλάδι ὂρων, ίσως μέρος ενός μεγαλύτερου έργου του Περίοδος Γης (της Γεωγραφίας), κατά την ορολογία του Αριστοτέλη.
Ο Ονησίκριτος από την Αστυπάλαια, σύγχρονος και στο περιβάλλον του Μ. Αλεξάνδρου (δεύτερο μισό του 4ου αι. μ.Χ.) ήταν μαθητής του κυνικού φιλοσόφου Διογένη (καί οὖτος τῶν ἐλλογίμων Διογένους μαθητῶν Δ.Λ. VI84) συνόδευσε τον Αλέξανδρο κατά την εκστρατεία του στην Ασία και ανήκε βέβαια στο «επιτελείο» των λογίων ανδρών (φιλοσόφων, ποιητών, ιστορικών, κ.λπ.) που παρακολουθούσαν το στρατηλάτη και κατέγραφαν τα θαυμάσια των νέων χωρών, που κατακτούσε ο Αλέξανδρος ή τις πράξεις του. Σύμφωνα με μια πληροφορία ο Αλέξανδρος του ανέθεσε την αποστολή να μελετήσει τους Ινδούς γυμνοσοφιστές στο Πεντζάπ και να τον πληροφορήσει για τη φιλοσοφία τους (FGH: αριθμ. 139 F 41), όπως αναφέρει ο ιστορικός του Αλέξανδρου, ο Αριστόβουλος. Συνόδευσε επίσης τον Αλέξανδρο κατά την «κατάβαση», πλέοντας τον Ινδό ποταμό προς τις εκβολές του.
Ο Μενέδημος από την Ερέτρια (περ. 340/39-266/ 65 π.Χ.) ήταν ένας άλλος φιλόσοφος που επισκέφθηκε την αυλή του Αντίγονου Γονατά και επηρέασε μάλιστα ως ένα βαθμό τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις του ηγεμόνα αυτού. Υπάρχει, πράγματι, η μαρτυρία ότι ο Αντίγονος Γονατάς θεωρούσε τον εαυτόν του μαθητή του Μενέδημου, αν και θα ήταν ίσως έκφραση βασιλικής αβρότητας προς ένα σοφό άνδρα της εποχής του, αφού ξέρουμε πόσο φιλικές σχέσεις είχε ο Αντίγονος με τους ανθρώπους των Γραμμάτων γενικά. Βέβαιο είναι πάντως ότι ο Αντίγονος γνώριζε πολύ καλά το Μενέδημο και ίσως τον επισκέφθηκε στην Ερέτρια και άκουσε μερικές διαλέξεις του, όταν νεαρός σπούδαζε στην Αθήνα. Ο Μενέδημος, που αναμίχθηκε στην πολιτική και άσκησε καθήκοντα κυβερνήτη στην Ερέτρια, επισκέφθηκε πολλές φορές φαίνεται, την αυλή του Αντίγονου, διατηρούσε άλλωστε στενές σχέσεις και με τον πατέρα του, το Δημήτριο Πολιορκητή.
Ο Μενέδημος που θεμελίωσε τη φιλοσοφική Σχολή της Ερέτριας και απέκτησε φήμη πανελλήνια για το αυστηρό ήθος του, τη φιλοσοφική του οξύνοια και την πολιτική (δημοκρατική) του συνέπεια, είχε άριστες σχέσεις με τον Αντίγονο και ως πολιτικός αλλά, κυρίως , ως φιλόσοφος και πνευματικός άνθρωπος. Στην προσπάθεια του να απαλλάξει την πατρίδα του Ερέτρια από τους ολιγαρχικούς, από τους οποίους κινδύνεψε η ζωή του, κατέφυγε τότε στην αυλή του Αντίγονου και προσπάθησε να αποσπάσει τη βοήθεια του. Βρήκε όμως αντίπαλο και εμπόδιο στα σχέδια του έναν άλλο ομότεχνο του, που βρισκόταν στη μακεδονική αυλή, το στωϊκό φιλόσοφο Περσαίο.
Αυτό ήταν το καίριο πλήγμα για τον ευαίσθητο Ερετριέα φιλόσοφο που σύμφωνα με την παράδοση, πέθανε στην αυλή του Αντίγονου από τη στενοχώρια του, επειδή δεν κατόρθωσε να τον πείσει να «απελευθερώσει» την πατρίδα του.
Βίων ο Βορυσθενίτης (περ. 335-245 π.Χ.) φιλόσοφος από τη Βορυσθένη της Μαύρης Θάλασσας. Νέος ήρθε στην Αθήνα πριν από το 314 π.Χ., όπου μαθήτευσε κοντά στον κυνικό μάλλον και όχι στον ακαδημαϊκό φιλόσοφο Κράτητα για σύντομο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια άκουσε τα μαθήματα του Θεόδωρου του άθεου, κυρηναϊκού φιλόσοφου που δίδασκε στην Αθήνα, και τελικά παρακολούθησε τις παραδόσεις του Θεόφραστου, στον Περίπατο. Στην αυλή του Αντίγονου Γονατά γνώρισε, φαίνεται, το Μενέδημο τον Ερετριέα και συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία, αλλά και του Αντίγονου υπήρξε φίλος και ένας από τους φιλοσόφους του λεγόμενου «κύκλου του Αντίγονου». Στην αυλή του Αντίγονου γνώρισε επίσης τους στωικούς φιλοσόφους Περσαίο και Φιλωνίδη, με τους οποίους δεν είχε και τόσο εγκάρδιες σχέσεις κατά την παράδοση (Δ.Λ. IV 47).
Τίμων από τη Φλιούντα της βόρειας Πελοποννήσου (περ. 320-230 π.Χ.). Σκεπτικός φιλόσοφος, μαθητής αρχικά του Στίλπωνα του Μεγαρέα και αργότερα του Πύρρωνα του Ηλείου του θεμελιωτή του Σκεπτικισμού. Ταξίδεψε πολύ και ως σοφιστής περιοδεύων επισκέφθηκε πολλές πόλεις και τη Μακεδονία. Συνδέθηκε με προσωπική φιλία με τον Αντίγονο Γονατά και τον Πτολεμαίο Β’ το Φιλάδελφο, καθώς και με πολλούς φημισμένους λογίους και διανοητές της εποχής του (τον Αλέξανδρο Αιτωλό, τον Άρατο από τους Σόλους της Κιλικίας κ.ά). Στην ιστορία της Φιλοσοφίας έγινε διάσημος κυρίως για τους σίλλους του (ως σιλλογράφος), ποιήματα ολιγόστιχα με σκωπτικό και καυστικό χαρακτήρα. Στους σίλλους ο Τίμων κατόρθωνε να συμπυκνώνει τα βασικά χαρακτηριστικά της σκέψης των ομότεχνων του.
Ο Περσαίος από το Κίτιον της Κύπρου (πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.). Μαθητής του συμπατριώτη του Ζήνωνα, του θεμελιωτή της στωικής φιλοσοφίας, από τους γνωστούς στωικούς φιλοσόφους της εποχής του και από τους πιο ονομαστούς μαθητές του Ζήνωνα (Δ.Λ. VII 36).
Ο Ζήνων αρνήθηκε λόγω γήρατος (ήταν ογδόντα χρονών) την πρόσκληση του Αντίγονου να επισκεφθεί τη Μακεδονία· πρότεινε στο Μακεδόνα βασιλιά δύο από τους καλύτερους μαθητές του: τον Περσαίο και το Φιλωνίδη από τη Θήβα (Δ.Λ. VII 9). Έτσι βρέθηκε στη μακεδονική αυλή, όπου απέκτησε μεγάλη δύναμη, ήταν μάλιστα παρών στους γάμους του Αντίγονου με τη Φίλα στην Πέλλα, μαζί με το μαθητή του Άρατο από τους Σόλους της Κιλικίας. Γρήγορα κέρδισε τη βασιλική εύνοια, έγινε πολιτικός σύμβουλος του Αντίγονου και ανέλαβε την εκπαίδευση των παιδιών του, από το 276 κατά την παράδοση (Δ.Λ. VII 36). Επιπλέον κατόρθωσε να καταλάβει και στρατιωτικά αξιώματα, ώστε να του ανατεθεί η φρουρά του Ακροκορίνθου. Το 244/3 όμως, όταν ο στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας ο Άρατος κατέλαβε το οχυρό, ο Περσαίος αυτοκτόνησε. Υπάρχει και η εκδοχή ότι διέφυγε στις Κεγχρεές και με πλοίο έφθασε στον Αντίγονο. Στην αυλή του Αντίγονου συναντήθηκε με πολλούς άλλους φιλοσόφους και διανοητές ή λόγιους άνδρες: ήρθε σε σύγκρουση με το Μενέδημο τον Ερετριέα και μάλλον επιδίωξε να μειώσει την παρουσία του Βίωνα του Βορυσθενίτη στη μακεδονική αυλή. (Δ.Λ. II143 και IV 46).
Ο Φιλωνίδης από τη Θήβα, (περ. δεύτερο μισό του 3ου αι. π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος, μαθητής επίσης του Ζήνωνα, από τους σπουδαιότερους (Δ.Λ. VII38: αντλεί από τον Ιππόβοτο). Ανήκε στον «κύκλο του Αντίγονου» και είχε επισκεφθεί τη μακεδονική βασιλική αυλή μαζί με τον Περσαίο, όπως είπαμε ήδη, με παράκληση του Ζήνωνα (Δ.Λ. VII 9)41.
Ο Πρύτανις (δεύτερο μισό του 3ου αι. π.Χ.), περιπατητικός φιλόσοφος – δεν ξέρουμε τον τόπο καταγωγής του – ανήκε στον «κύκλο» του Αντίγονου Δώσωνος (230-221 π.Χ.). Με την παρότρυνση του Μακεδόνα αυτού βασιλιά ανέλαβε να ανοικοδομήσει την πόλη και να συντάξει το σύνταγμα της Μεγαλόπολης που είχε καταστραφεί το 222 π.Χ. από το βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη, τον 4ο αι. Την πληροφορία οφείλουμε στο Μεγαλοπολίτη ιστορικό Πολύβιο: μάλιστα δέ τῶν νόμων ὑπό Πρυτάνιδος γεγραμμένων… ὃν ἒδωκεν μέν αὐτοῖς (sc. τοῖς Μεγαλοπολίταις) νομοθέτην Ἀντίγονος ἦν δέ τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν ἐκ τοῦ Περιπάτου καί ταύτης τῆς αἱρέσεως» (V 93, 8). Τη γνώμη του Πολύβιου ότι ο Πρύτανις συγκαταλέγεται στους επιφανείς άνδρες της περιπατητικής φιλοσοφικής σχολής (του Αριστοτέλη), ενισχύει η αναφορά του Πλουτάρχου στην Εισαγωγή του έργου του Συμποσιακά, όπου χαρακτηρίζει τον Πρύτανι ως ένα των Έλλογιμωτάτων φιλοσόφων, που έγραψαν συμποσιακούς λόγους. Δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για τη σχέση του Πρυτάνιδος με τους Μακεδόνες βασιλείς, συγκρατούμε μόνο την έγκυρη αναφορά του Πολύβιου, η οποία μας επιτρέπει να συμπεράνουμε βάσιμα, ότι ένας ακόμη φιλόσοφος, επισκέφτηκε και εργάστηκε στη μακεδονική αυλή.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΥΡΚΟΣ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΕΘΝΟΣ
1995
Κοινοποιήστε: