Μια ανάλυση πάνω στο τελικό κείμενο της Συνολικής Οικονομικής και Επενδυτικής Συμφωνίας (CETA) μεταξύ Ε.Ε. και Καναδά
Το επερχόμενο χρονικό διάστημα εντός του Οκτωβρίου, 2016 αναμένεται να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις από την Ε.Ε. και τα κράτη μέλη προς την οριστική επικύρωση και εφαρμογή της CETA.
H 2η έκδοση του Making Sense of CETA δημιουργήθηκε από τις οργανώσεις Power Shift καιCanadian Center for Policy Alternatives ενώ συν-εκδότες είναι πολλές οργανώσεις από την Κοινωνία των Πολιτών, μεταξύ αυτών και το Ελληνικό Δίκτυο ΦΙΛΟΙ της ΦΥΣΗΣ/ NaturefriendsGreece.
Η έκδοση αυτή ρίχνει φως στα ποιο αμφιλεγόμενα και προβληματικά σημεία της επερχόμενης συμφωνίας, ενώ από τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν είναι πως η παρούσα δομή τηςCETAαποτελεί απειλή για την δημόσια ευημερία για τους πολίτες και στις δύο μεριές του Ατλαντικού. Μεταξύ άλλων γίνεται διεξοδική αναφορά σε θέματα όμως ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών επενδυτή κράτους, καθώς και στις επιπτώσεις στους τομείς της γεωργίας και της ενέργειας.
Το Ελληνικό Δίκτυο ΦΙΛΟΙ της ΦΥΣΗΣ/ Naturefriends Greece σας παρουσιάζει την Ελληνική μετάφραση της σύνοψης
Κατανοώντας τη CETA 2 – Συνοπτική περίληψη
Η παρούσα συλλογή σύντομων εκθέσεων περιγράφει και αναλύει πολλές από τις πιο επίμαχες πτυχές της προτεινόμενης Συνολικής Οικονομικής και Εμπορικής Συμφωνίας (CETA) μεταξύ Ευρώπης και Καναδά. Συνεργάστηκαν δεκάδες ειδήμονες στον τομέα του εμπορίου και των επενδύσεων από τον Καναδά και την ΕΕ, ούτως ώστε να παρουσιαστεί μια ποικιλία απόψεων σχετικά με την προτεινόμενη συμφωνία. Σ’ αυτό που συμφωνούν όλοι, πάντως, είναι ότι η CETA, όπως διατυπώνεται, απειλεί τη δημόσια ευημερία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Σε ένα ευρύ φάσμα τομέων πολιτικής που σχετίζονται μόνο επιδερμικά με το εμπόριο, η CETA εξυψώνει τα δικαιώματα των εταιρειών και των ξένων επενδυτών, θέτοντάς τα πάνω από την ευμάρεια των πολιτών και το γενικότερο δημόσιο συμφέρον.
Μηχανισμός επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους
Κατ’ εφαρμογή της CETA οι ξένοι επενδυτές θα συνεχίσουν να λαμβάνουν ιδιαίτερα νομικά δικαιώματα για να ενάγουν τις κυβερνήσεις για μέτρα που λαμβάνουν, τα οποία ενδέχεται να έχουν κάποιο αρνητικό αντίκτυπο στις επενδύσεις τους. Τα δικαιώματα αυτά που θα προστατεύουν τους ξένους επενδυτές, δεν θα παρέχονται στους εγχώριους επενδυτές ή στους απλούς πολίτες και θα επιβαρύνουν τους φορολογούμενους με τεράστιες οικονομικές υποχρεώσεις, ενώ ενέχουν τον κίνδυνο να χαλαρώσουν τις δημόσιες πολιτικές. Παρόλο που το κείμενο αναφέρεται σε ένα αποκαλούμενο «δικαίωμα ρύθμισης», ο όρος αυτός αποτελεί μια οδηγία και δεν προστατεύει δεόντως τους κανονισμούς που αφορούν το δημόσιο συμφέρον.
Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες
Επιτρέποντας περισσότερες διασυνοριακές οικονομικές υπηρεσίες και διευκολύνοντας τις μεγαλύτερες άμεσες επενδύσεις στον χρηματοοικονομικό τομέα, η CETA θα δώσει κίνητρα στην χρηματοοικονομική βιομηχανία να αναλαμβάνει μεγαλύτερα ρίσκα –να επενδύει, για παράδειγμα, κερδοσκοπικά- για να μπορέσει να επιβιώσει σε μια πιο ανταγωνιστική διεθνή αγορά. Η CETA θα περιορίσει επίσης της ρυθμιστικές επιλογές που έχουν στο διάθεσή τους οι κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν την οικονομική αστάθεια δίνοντας στη χρηματοοικονομική βιομηχανία, μεταξύ άλλων, μια θεσμική φωνή στη ρυθμιστική διαδικασία.
Αγνοώντας τα διδάγματα της οικονομικής κρίσης, η CETA θα εκθέσει τους τομείς των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στην ΕΕ και τον Καναδά σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό και θα ασκήσει πίεση στην εποπτική ρύθμιση από πάνω προς τα κάτω, με τρόπο που θα καταστήσει και τις δύο μεριές πιο ευάλωτες στις οικονομικές αναταραχές και στη μετάδοσή τους. Επιπλέον, κάποιοι βασικοί όροι της CETAσχετικά με τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες δύνανται να εφαρμοστούν μέσω του ISDS, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να βρεθούν ουσιαστικά στη θέση όπου θα αναγκαστούν να πληρώνουν τις τράπεζες για να τους δοθεί το δικαίωμα να τις ρυθμίζουν.
Οι συναλλαγές στις υπηρεσίες
Η CETA θα περιορίσει τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να ρυθμίζουν την είσοδο και τις δραστηριότητες των ξένων παρόχων υπηρεσιών στην εγχώρια αγορά ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτές οι ρυθμίσεις δεν κάνουν διακρίσεις βάσει της χώρας προέλευσης των εταιρειών. Διασφαλίζοντας την πρόσβαση στην αγορά και την προνομιακή μεταχείριση των ξένων παρόχων υπηρεσιών, η CETA απειλεί τη βιωσιμότητα των δημόσιων υπηρεσιών και τον τοπικών παρόχων υπηρεσιών.
Η CETA περιλαμβάνει μεν εξαιρέσεις στους κανονισμούς των υπηρεσιών, αλλά η προσέγγιση της «αρνητικής λίστας» που υιοθετεί, σημαίνει ουσιαστικά ότι όλες οι υπηρεσίες διέπονται εξ ορισμού από τις κανονισμούς αυτούς εκτός κι αν απαλλαγούν συγκεκριμένα από κάποιον διαμεσολαβητή. Επιπλέον μέσω των μηχανισμών «αδράνειας» και «αναστολής» της, η CETA υποχρεώνει τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν όλες τις μελλοντικές ρυθμιστικές αποφάσεις τους στο πνεύμα μιας ακόμα μεγαλύτερης φιλελευθεροποίησης ακόμα και όσον αφορά πολλές υπηρεσίες που συμπεριλαμβάνονται στη λίστα των εξαιρέσεων.
Δημόσιες υπηρεσίες
Ενώ ένας περιορισμένος αριθμών δημόσιων υπηρεσιών εξαιρείται από κάποιους όρους φιλελευθεροποίησης της CETA, οι βασικές επιφυλάξεις διατυπώνονται αφηρημένα ή ελλειπτικά. Η προστασία επενδύσεων που περιλαμβάνει η συμφωνία θα περιορίσει την ευχέρεια των κυβερνήσεων να διευρύνουν τις δημόσιες υπηρεσίες τους ή να δημιουργήσουν καινούριες στο μέλλον.
Η CETA συγκρούεται με την ελευθερία των αιρετών κυβερνήσεων να επαναφέρουν τις ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες στον δημόσιο τομέα. Από τη στιγμή που ξένοι επενδυτές εγκαθιδρύονται σε έναν ιδιωτικοποιημένο τομέα, οι προσπάθειες αποκατάστασης των δημόσιων υπηρεσιών ενδέχεται να πυροδοτήσουν αξιώσεις αποζημίωσης παγιώνοντας έτσι στην ουσία την ιδιωτικοποίηση.
Εγχώρια ρύθμιση
Η CETA θα περιορίσει την ευελιξία στη χάραξη πολιτικής σε τομείς που σχετίζονται μόνο επιδερμικά με το εμπόριο υπαγορεύοντας ότι οι προϋποθέσεις αδειοδότησης και πιστοποίησης –όπως επίσης όλα τα μέτρα που συνδέονται με αυτούς τους κανονισμούς- θα πρέπει να είναι «όσο πιο απλές γίνεται». Βάσει της CETAακόμα και οι κανονισμοί χωρίς διακρίσεις θα ερμηνεύονται ως δυνητικά εμπόδια στο εμπόριο.
Το σύνολο των όρων της CETA που αφορούν τις εγχώριες ρυθμίσεις είναι μεγαλύτερο απ’ ότι σε άλλες συμφωνίες και ακόμα και σε άλλους τομείς της CETA. Οι ρυθμίσεις που αφορούν όχι μόνο τις υπηρεσίες αλλά και «άλλες οικονομικές δραστηριότητες» διέπονται μόνο από ένα πολύ περιορισμένο σύνολο επιφυλάξεων.
Ρυθμιστική συνεργασία
Η CETA θα δημιουργήσει ένα σύνολο θεσμών και διαδικασιών για τις ξένες κυβερνήσεις (και τους εκεί εκπροσώπους των εταιρικών συμφερόντων) που θα τους επιτρέψει να έχουν λόγο στη δημιουργία νέων εγχώριων ρυθμίσεων, γεγονός που ενδέχεται να καθυστερήσει ή να αναστείλει τη θέσπιση νομοθεσίας για το δημόσιο συμφέρον και να υπονομεύσει την αρχή της προφύλαξης. Το φάσμα των ρυθμιστικών τομέων που διέπονται από αυτούς τους κανονισμούς είναι ευρύ και δεν περιλαμβάνει μόνο αγαθά και υπηρεσίες, αλλά επίσης και επενδύσεις και άλλους τομείς που συνδέονται επιδερμικά με το εμπόριο.
Η οποιαδήποτε προσπάθεια «εναρμόνισης» των κανονισμών μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά ενέχει των κίνδυνο να μειώσει τα πρότυπα στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή. Επιπλέον οι εκπρόσωποι των επιχειρηματικών συμφερόντων μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτήν τη διαδικασία για να ασκήσουν πίεση για ρυθμιστικές αλλαγές όταν αυτές είναι υπερβολικά αμφιλεγόμενες για να συμπεριληφθούν στο κείμενο της CETA καθαυτό.
Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας
Η CETA θα ενισχύσει τη θέση των κατόχων διπλώματος ευρεσιτεχνίας που σχετίζεται με τους φορείς καινοτομίας και τους καταναλωτές, γεγονός που θα προωθήσει την ήδη καταστροφική πρακτική της αλίευσις ευρεσιτεχνιών στα λογισμικά και σε άλλες βιομηχανίες. Επειδή στη CETA τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ρυθμίζονται από τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους, οι κάτοχοι διπλώματος ευρεσιτεχνίας ενδέχεται να είναι σε θέση να ενάγουν τις κυβερνήσεις για μελλοντικές ρυθμίσεις που θα έχουν ως στόχο να μειώσουν την επιρροή της αλίευσις ευρεσιτεχνιών.
Η CETA δεν απειλεί μεν άμεσα τη διαδικτυακή ελευθερία, αλλά η εδραίωση του παρόντος συστήματος δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην Ε.Ε. και τον Καναδά που είναι φιλικό προς τη βιομηχανία θα εμποδίσει τις κυβερνήσεις από τη μελλοντική επαναφορά ενός καθεστώτος δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που θα είναι πιο φιλικό προς τον χρήστη.
Γεωργία
Η επικύρωση της CETA ισοδυναμεί με μια σοβαρή οπισθοδρόμηση στις προσπάθειες προώθησης των μη βιομηχανικών γεωργικών πρακτικών και της βιώσιμης γεωργίας και στις δύο μεριές του Ατλαντικού. Μέσω της διεύρυνσης, για παράδειγμα, των ποσοστώσεων εισαγωγής που απαλλάσσονται από δασμούς (π.χ. για το γάλα και κρέας), η CETA θα υποβάλει τους Καναδούς και Ευρωπαίους αγρότες σε σημαντική ανταγωνιστική πίεση, γεγονός που θα αποφέρει πιο κερδοφόρες (για κάποιους), αλλά λιγότερο βιώσιμες γεωργικές πρακτικές.
Η CETA εγείρει επίσης ανησυχίες όσον αφορά τα πρότυπα επεξεργασίας και παραγωγής, κυρίως στην Ευρώπη. Κάποιες πρακτικές που στον Καναδά θεωρούνται ασφαλείς, όπως η κάλυψη της επιφάνειας του κρέατος με αιθανικό οξύ, η χρήση ορμονών στην παραγωγή βοδινού και η χρήση γενετικά τροποποιημένων προϊόντων, απαγορεύονται στην Ε.Ε. βάσει της αρχής της προφύλαξης. Με την εφαρμογή της CETA οι προφυλάξεις αυτές ενδέχεται να δεχτούν επιθέσεις οι οποίες θα στηρίζονται στην «αρχή της μετέπειτα μέριμνας», η οποία εφαρμόζεται στη ρυθμιστική προσέγγιση του Καναδά που «βασίζεται στην επιστήμη».
Η CETA απειλεί επίσης το υφιστάμενο σύστημα γεωγραφικών ενδείξεων για τα ευρωπαϊκά προϊόντα. Από τα 1.308 είδη τροφίμων, τα 2.883 κρασιά και τα 332 οινοπνευματώδη ποτά που προστατεύονται στην ΕΕ, μόνο 173 χαίρουν προστασίας στο κείμενο της CETA.
Κλίμα και ενέργεια
Η όροι που θέτει η CETA για την προστασία των επενδύσεων σε συνδυασμό με τα ανεπαρκή της μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων θα υπονομεύσουν τις βιώσιμες κλιματικές και ενεργειακές πολιτικές στο μέλλον. Οι προσπάθειες να εγκαταλείψουμε τη παραγωγή ενέργειας μέσω ορυκτών καυσίμων και να προωθήσουμε τις ανανεώσιμες ενέργειες απειλείται από τη CETA, γεγονός που αποτελεί τεράστιο κίνδυνο για οποιαδήποτε μέτρα εφαρμοστούν για την επίτευξη των στόχων που τέθηκαν από κοινού από την ΕΕ και τον Καναδά στη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα το 2015.
Η CETA υστερεί σε όρους που προστατεύουν ρητά από τις επιθέσεις των επενδυτών στις ρυθμίσεις και τα μέτρα που αποσκοπούν στη χαλιναγώγηση της κλιματικής αλλαγής ή που προωθούν τις ανανεώσιμες ενέργειες. Το κεφάλαιο Εμπόριο και Βιώσιμη Ανάπτυξη της συμφωνίας είναι καχεκτικό και δεν περιέχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις των μερών για την ανάπτυξη μελλοντοστραφών και φιλικών προς το περιβάλλων πολιτικών.
Εργασιακά δικαιώματα
Παρά τη θετική ρητορική της ως προς τα δικαιώματα των εργαζομένων, η CETA δεν καταφέρνει να εισαγάγει δεσμευτικούς και εφαρμόσιμους εργασιακούς όρους που να προστατεύουν και να βελτιώνουν τα εργασιακά πρότυπα στην ΕΕ και τον Καναδά.
Αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ όπως και ο Καναδάς δεν επικύρωσαν κάποια από τα βασικά εργασιακά πρότυπα ή τις συμβάσεις διακυβερνητικής προτεραιότητας της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Το κείμενο της CETAτους παροτρύνει να τα επικυρώσουν, αλλά δεν τους αναγκάζει.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο της CETA που αναφέρεται στα εργασιακά δικαιώματα εξαιρείται από τους γενικούς όρους της συμφωνίας σχετικά με τη διευθέτηση των διαφωνιών. Στην περίπτωση που προκύψουν διαφωνίες σχετικά με την παραβίαση κάποιου εργασιακού προτύπου, η CETA προβλέπει μόνο τη συμμετοχή το μερών σε μη δεσμευτικές συμβουλευτικές διαδικασίες.
Πολιτισμός
Ο Καναδάς και η ΕΕ ήταν δύο από τις κινητήριες δυνάμεις της Σύμβασης της UNESCO για την Προστασία και τη Προώθηση της Πολυμορφίας των Πολιτιστικών Εκφράσεων. Προς απογοήτευση όλων μας, ενώ η ΕΕ και ο Καναδάς «επαναεπιβεβαιώνουν» στο προοίμιο της CETA τις υποχρεώσεις τους που προκύπτουν από αυτήν τη σύμβαση, το ίδιο κείμενο της συμφωνίας δεν περιέχει καμία σαφή και δεσμευτική διατύπωση που θα προστατεύσει την πολιτιστική πολυμορφία.
Επιπλέον, ενώ ο Καναδάς στα παραρτήματα της CETA διαπραγματεύτηκε ευρύτερες εξαιρέσεις για τις πολιτιστικές του βιομηχανίες, η Ε.Ε.εξαίρεσε τις πολιτιστικές της βιομηχανίες μόνο από κάποιες μελλοντικές προϋποθέσεις φιλελευθεροποίησης της συμφωνίας. Αλλά, ακόμα κι αυτές οι μερικές εξαιρέσεις δεν είναι σε θέση να προστατέψουν τις πολιτιστικές βιομηχανίες της Ε.Ε. από τους όρους μεταχείρισης χωρίς διακρίσεις και απαλλοτρίωσης που περιλαμβάνει το κεφάλαιο της CETA για τις επενδύσεις.
Η υπογραφή αυτής της σύμβασης θα περιορίσει τις ελευθερίες των κρατών μελών της Ε.Ε. να προωθήσουν ενεργά, να αναπτύξουν και να διαμορφώσουν τις πλούσιες και ποικιλόμορφες πολιτιστικές σκηνές και βιομηχανίες τους.
Ανησυχίες που αφορούν συγκεκριμένα τον Καναδά
Οι Ευρωπαίοι και οι Καναδοί συμμερίζονται τις περισσότερες ανησυχίες σχετικά με τη CETA, αλλά αρκετές αρνητικές επιπτώσεις της CETA θα είναι πιο αισθητές στον Καναδά.
Με την εφαρμογή της CETA ο Καναδάς θα αναγκαστεί να κάνει μονομερείς αλλαγές στο καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας της χώρας σε σχέση με τα φαρμακευτικά προϊόντα κι ενδέχεται έτσι να αυξηθεί το κόστος των φαρμάκων. Η CETA θα εφαρμόσει περιοριστικούς κανονισμούς προμήθειας στις δημοτικές και τοπικές αρχές, γεγονός που δεν έχει επαναληφθεί σε καμία καναδική συμφωνία εμπορίου, και θα μπορούσε να υπονομεύσει τις τοπικές και περιφερειακές πρωτοβουλίες ανάπτυξης. Η CETA ενδέχεται επίσης να έρθει σε σύγκρουση με τα δικαιώματα των αυτοχθόνων αφού η γη που τους ανήκει παραδοσιακά αποτελεί συχνά στόχο των ξένων εταιρειών πόρων.
Άλλοι προβληματικοί τομείς για τον Καναδά συμπεριλαμβάνουν τις επιπτώσεις της CETA στους αγροτικούς τομείς που ρυθμίζονται βάσει της προσφοράς και τον τρόπο που θα επηρεάσει την εγχώρια αγορά εργασίας ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στην προσωρινή είσοδο επαγγελματιών.
Διαδικασία επικύρωσης
Με σκοπό την επικύρωση της συμφωνίας στην ΕΕ, η CETA παρουσιάστηκε ως μια «μικτή» συμφωνία. Αυτό σημαίνει ότι κατόπιν της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου (που αναμένεται το φθινόπωρο του 2016) και την ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο (που αναμένεται στα τέλη του 2016/αρχές του 2017) και τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ θα είναι αναγκασμένα να επικυρώσουν τη σύμβαση. Παρόλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και πολλά κράτη μέλη πιέζουν για μια «προσωρινή εφαρμογή» της CETA πριν ακόμα ξεκινήσουν οι διαδικασίες επικύρωσης σε εθνικό επίπεδο.
Σε όλα τα στάδια της διαδικασίας επικύρωσης, οι πολέμιοι της CETA στην Ευρώπη θα έχουν τη δυνατότητα να οργανωθούν κατά της εφαρμογής της CETA. Ήδη ξεκίνησαν κάποιες νομικές δράσεις κατά της συμφωνίας. Η CETA αμφισβητείται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε επίπεδο κρατών μελών ενώπιον του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Στον Καναδά η CETA πρέπει να θεσπιστεί ως νόμος σε εθνικό επίπεδο προτού τεθεί σε ισχύ, διαδικασία που απαιτεί τόσο την έγκριση του αιρετού ομοσπονδιακού κοινοβουλίου όσο και της διορισμένης γερουσίας. Η παρούσα κυβέρνηση είναι θερμή υπέρμαχος της CETA και θα πιέσει για να ολοκληρωθεί η επικύρωσή της ήδη από το φθινόπωρο του 2016 παρά τις ενστάσεις πολλών δήμων και οργανώσεων δημόσιου συμφέροντος.
Κοινοποιήστε: